ΑΡΙΘΜΟΣ 996/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου …, που παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Χρήστο Βρούστη και Κωνσταντίνο Ντάλτα, περί αναιρέσεως της 372/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1494/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 299 του Π.Κ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, αν δε η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ξένης ζωής με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενεργείας που οφείλεται από το νόμο, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση αφαίρεσης της ζωής του άλλου ανθρώπου. Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας διακρίνεται αναφορικά με την ποινική μεταχείριση του δράστη, σε δύο ειδικότερες μορφές με βάση τη διάκριση του δόλου. Εάν ο δράστης αποφάσισε ή εκτέλεσε την πράξη σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που επιτρέπει τη ψύχραιμη και ήρεμη σκέψη τιμωρείται με την αυστηρότερη ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ενώ εάν ο δράστης βρίσκεται σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής τόσο κατά τη λήψη της απόφασης για την τέλεση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, όσο και κατά τον χρόνο της διαπράξεώς του, τιμωρείται με την επιεικέστερη ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Ως βρασμός ψυχικής ορμής νοείται εκείνη η ψυχική υπερδιέγερση που προκαλείται από την αιφνίδια υπερένταση συναισθήματος ή πάθους, η οποία, ως ενεργός αιτία, έφθασε σε τέτοιο σημείο ώστε να αποκλείσει τη σκέψη, δηλαδή τη στάθμιση των αιτίων που τον ωθούν προς την τέλεση του εγκλήματος και εκείνων που τον απωθούν από την τέλεσή του, χωρίς να φθάνει μέχρι του σημείου ώστε να προκαλεί διατάραξη της συνειδήσεως η οποία επιφέρει στέρηση της ικανότητας ή μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό κατά τα άρθρα 34 και 36 του ΠΚ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 22 του ΠΚ, δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας, δηλαδή η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον του. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που απειλούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις. Κατά δε το άρθρο 23 του ίδιου Κώδικα, όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83) και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με αυτήν. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενήργησε μ’ αυτόν τον τρόπο εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι υπέρβαση άμυνας, η οποία έχει τις παραπάνω έννομες συνέπειες, είναι εκείνη που εξέρχεται από τα όρια και υπερβαίνει το αναγκαίο στην ειδική περίπτωση μέτρο προσβολής των δικαιωμάτων του επιτιθεμένου. Το ζήτημα αν συντρέχει περίπτωση υπέρβασης των ορίων της άμυνας είναι πραγματικό και ποιο είναι το αναγκαίο μέτρο κρίνεται αντικειμενικά, όχι μόνο από τα τρία πρώτα πιο πάνω στοιχεία που ενδεικτικώς αναφέρει η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 ΠΚ, αλλά όπως στη συνέχεια η ίδια διάταξη αναφέρει, και από τις λοιπές περιστάσεις. Ο δικαστής από όλα τα πραγματικά περιστατικά θα σταθμίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση άμυνας ποιο ήταν το αναγκαίο μέτρο άμυνας και στη συνέχεια θα κρίνει αν ο αμυνόμενος το υπερέβη. Σύμφωνα με τα παραπάνω επί καταδίκης για υπέρβαση των ορίων άμυνας, πρέπει να καθορίζεται από το δικαστήριο στην απόφαση, ποιο το αναγκαίο μέτρο άμυνας και κατά ποιο άλλο τρόπο μπορούσε να αποκρουστεί η επίθεση. Περαιτέρω, πρέπει να διασαφηνίζεται και να αιτιολογείται στην απόφαση αν η υπέρβαση έγινε από πρόθεση ή αμέλεια, δεδομένου ότι είναι διαφορετική η ποινική μεταχείριση του υπαιτίου. Η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ’ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνει και τη μνεία των αποδεικτικών μέσων κατά το είδος τους, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, για το σχηματισμό της καταδικαστικής ή απαλλακτικής του ή όποιας άλλης (παρεμπίπτουσας) κρίσης. Ειδικότερη αναφορά των αποδεικτικών μέσων (όπως τα ονόματα των μαρτύρων κ.λ.π.), δεν είναι αναγκαία, όπως δεν είναι αναγκαία και αναφορά των περιστατικών που προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με τη με αριθμό 230,231,258,264,265/2006 απόφαση του κατ’ έφεση δικάσαντος Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος … για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε βρασμό ψυχικής ορμής και της οπλοχρησίας, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου(άρθρα 26&1α, 27, 84&2α, 299&& 2 και 1 του ΠΚ και 14 του Ν2168/1993), του επιβλήθηκε δε συνολική ποινή φυλακίσεως 35 μηνών, ενώ συγχρόνως απορρίφθηκαν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του, μεταξύ των οποίων και ο περί τελέσεως της πρώτης πράξεως σε άμυνα, καθώς και το αίτημα του για την αναγνώριση και άλλων ελαφρυντικών. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε από τον αναιρεσείοντα, κατηγορούμενο η από 25 Οκτωβρίου 2006 αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1438/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε κατά ένα μέρος η απόφαση εκείνη και ειδικότερα κατά το μέρος που το δικαστήριο που την εξέδωσε παρέλειψε να αναγνωρίσει στον αναιρεσείοντα ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, για το οποίο καταδικάσθηκε, διαπράχθηκε από αυτόν καθ’ υπέρβαση των ορίων της άμυνας, όπως είχε δεχθεί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθιστώντας έτσι χειρότερη τη θέση του, δίχως να έχει ασκηθεί έφεση από τον Εισαγγελέα, συνακόλουθα δε και κατά το μέρος της επιμετρήσεως της ποινής για την πράξη της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, όπως και της συνολικής ποινής, ενώ, κατά τα λοιπά, απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως. Στη συνέχεια επακολούθησε, κατά το μέρος που αναιρέθηκε, η εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης από το Μικτό Εφετείο Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 9-6-2008, το οποίο με την με αριθμό 372/9-6-2008 απόφαση του, δέχθηκε κατά πλειοψηφία (4-3) ότι η πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, σε βρασμό ψυχικής ορμής, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος με την 230, 231, 258, 264 και 265/2006 απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών, όπως τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία της πράξεως αυτής εξειδικεύονται στο διατακτικό της τελευταίας αποφάσεως, στο οποίο έγιναν οι αναφερόμενες στο διατακτικό της ήδη προσβαλλόμενης αποφάσεως διαφοροποιήσεις, τελέστηκε από αυτόν καθ’ υπέρβαση, από πρόθεση, των ορίων της αναγκαίας άμυνας, προς απόκρουση της εκδηλωθείσης από το θύμα εναντίον του επίθεσης, και τον καταδίκασε για την πράξη αυτή (ανθρωποκτονία από πρόθεση, που αποφασίσθηκε και εκτελέσθηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής και καθ’ υπέρβαση, από πρόθεση, των ορίων της άμυνας) σε ποινή φυλακίσεως είκοσι οκτώ μηνών. Με την ίδια απόφαση απορρίφθηκαν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, κατά τους οποίους: α) Η υπέρβαση των αναγκαίων ορίων της άμυνας, κατά την τέλεση της ανθρωποκτονίας, οφείλεται στο φόβο και την ταραχή που του προκάλεσε η συμπεριφορά του παθόντος, όπως αυτή περιγράφεται στο σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία ήταν αιφνίδια, παράνομη, απρόκλητη και βάναυση και για το λόγο αυτό δεν πρέπει να του καταλογισθεί η υπέρβαση αυτή και συνεπώς να τιμωρηθεί για την παραπάνω πράξη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 του ΠΚ και β) σε κάθε περίπτωση πρέπει να κριθεί ότι η τυχόν καταλογισθησόμενη σ’ αυτόν υπέρβαση των ορίων της αναγκαίας άμυνας οφείλεται σε ασυνείδητη αμέλεια του, καθώς από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η συμπεριφορά του δηλαδή της προσπάθειας του να αμυνθεί για να διαφυλάξει τη ζωή και τη σωματική του ακεραιότητα από την άδικη, βίαιη, και ξαφνική επίθεση του παθόντος εναντίον του δεν μπόρεσε να προβλέψει το αποτέλεσμα του θανάσιμου τραυματισμού του. Προκειμένου να απορρίψει τους ισχυρισμούς αυτούς το Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση την παρακάτω αιτιολογία “Επί των ζητημάτων αυτών από την ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου αποδεικτική διαδικασία και δη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, τα αναγνωσθέντα έγγραφα, που αναφέρονται στα πρακτικά και την απολογία του κατηγορουμένου προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Πρέπει προεχόντως να τονισθεί ότι ο φόβος του δράστη ανθρωποκτονίας, ως συναισθήματος, η αιφνίδια υπερδιέγερση του οποίου, από οποιαδήποτε αιτία, μπορεί να δημιουργήσει την κατά νόμο κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής, (βλ. για την έννοια αυτής ΑΠ 2005/2007 ΝΟΜΟΣ), η οποία οδηγεί σε ηπιότερη ποινική μεταχείριση του δράστη κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 299 ΠΚ(πρόσκαιρη, αντί της ισοβίου, κάθειρξη) είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό από τον φόβο και ταραχή που αναφέρεται ρητά στη διάταξη του άρθρου 23 εδαφ. τελευταίο ΠΚ, που προκάλεσε στον δράστη αποκλειστικά και μόνο η επίθεση που δέχεται από το θύμα και τα οποία αποτέλεσαν την αιτία της υπέρβασης των ορίων της άμυνας, κατάσταση η οποία οδηγεί σε πλήρη ατιμωρησία του ενόχου της καθ’ υπέρβαση των ορίων της άμυνας τελεσθείσης ανθρωποκτονίας.
Συνεπώς η τυχόν παραδοχή από το δικαστήριο, όπως εν προκειμένω έγινε με την προαναφερθείσα απόφαση του Μ.Ο.Ε, ότι η με την ανωτέρω έννοια κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής, κατά την απόφαση και εκτέλεση της πράξεως της από πρόθεση ανθρωποκτονίας, προκλήθηκε από αιφνίδια υπερδιέγερση του συναισθήματος φόβου που προκάλεσε η επίθεση του θύματος, δεν δεσμεύει, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο κατηγορούμενος, το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται στη συνέχεια της έρευνας της βασιμότητας του ισχυρισμού του κατηγορουμένου ότι η υπέρβαση των ορίων της άμυνας, που προβλήθηκε προς απόκρουση της επιθέσεως του θύματος, οφείλεται στον φόβο και ταραχή που του προκάλεσε η επίθεση, τούτο δε διότι διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και συναισθηματικές καταστάσεις ως και συνδρομή προϋποθέσεων ερευνώνται σε εκάστη των ανωτέρω δύο περιπτώσεων, σε τρόπο ώστε η κρίση επί της πρώτης να μην έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για την δεύτερη. Ως προς τις συνθήκες και τον τρόπο εκδηλώσεως της επίθεσης από το θύμα και της προβληθείσης προς απόκρουση αυτής από την πλευρά του κατηγορουμένου άμυνας, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και τα ανωτέρω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα: Ο δράστης, που είναι αστυνομικός εν ενεργεία, την ημέρα όμως και ώρα εκείνη (24-10-2002-20.15′) δεν ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία, μετά την προηγηθείσα παρέμβαση του, που απέτρεψε την ληστεία, από νεαρά εποχούμενα σε δύο δίκυκλες μοτοσυκλέτες, άτομα, μεταξύ των οποίων και το θύμα …, που ήταν συνεπιβάτης στη μία από αυτές, της οδηγού ΙΧΕ αυτοκινήτου MERCEDES, κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται στην ανωτέρω μερικώς αναιρεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, στάθμευσε το ΙΧΕ αυτοκίνητο του στην πλατεία της Γλυφάδας με κατεύθυνση προς το εσωτερικό της πλατείας και με το κινητό του τηλέφωνο επικοινώνησε με την άμεση δράση, την οποία ενημέρωσε για το προηγηθέν περιστατικό και γνωστοποίησε το αριθμητικό μέρος της πινακίδας του αριθμού κυκλοφορίας της μιας μοτοσυκλέτας που είχε συγκρατήσει. Ενώ βρισκόταν στο αυτοκίνητο του και μιλούσε στο τηλέφωνο παρατήρησε μέσα στην πλατεία και κοντινή απόσταση δύο από τα τρία νεαρά άτομα που μετείχαν στο προηγηθέν επεισόδιο και επέβαιναν στη μία μοτοσυκλέτα, που ήταν σταθμευμένη, στη θέση δε του συνοδηγού καθόταν το θύμα, να συζητούν μεταξύ τους και να κοιτάζουν προς το μέρος του. Στη συνέχεια το θύμα κατέβηκε απ’ αυτήν και κινήθηκε γρήγορα προς το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, από τη δεξιά πλευρά, δηλαδή εκείνη του συνοδηγού, παίρνοντας ταυτόχρονα από το έδαφος μία μεγάλη πέτρα ανώμαλης επιφάνειας, η οποία ζύγιζε 8 κιλά και 100 γραμμάρια, την οποία εκσφενδόνισε με τα δύο χέρια του προς την πλευρά του συνοδηγού, από την οποία, όπως λέχθηκε και κινήθηκε προς το αυτοκίνητο, που σημειωτέον είναι δίθυρο. Η πέτρα προσέκρουσε στην εμπρόσθια δεξιά κολώνα του αυτοκινήτου, έθραυσε τον υαλοπίνακα της δεξιάς πόρτας, έπεσε στο εσωτερικό του οχήματος και στο κάθισμα του συνοδηγού, τραυματίζοντας τον κατηγορούμενο στο δεξιό μηρό και δη του προξένησε μικρό οίδημα με θλάση και υποδόριο αιμάτωμα. Τα ανωτέρω έγιναν πολύ γρήγορα και σε χρόνο που δεν παρείχε την δυνατότητα στον κατηγορούμενο να συνειδητοποιήσει του τι ακριβώς επρόκειτο να επακολουθήσει. Ενώ το θύμα, ακολουθώντας τη φορά ρίψεως της μεγάλης πέτρας ήταν σκυμμένο προς τα εμπρός και κοιτούσε στο εσωτερικό του οχήματος, βρισκόταν δηλαδή το κεφάλι του στο ύψος περίπου του καθημένου κατηγορουμένου, ο τελευταίος, ενώ ακόμη η σε βάρος του με τον ανωτέρω τρόπο εκδηλωθείσα επίθεση ήταν σε εξέλιξη, αφού ο επιτιθέμενος βρισκόταν ακόμη σε πολύ κοντινή απόσταση, πρόσωπο με πρόσωπο με τον κατηγορούμενο και δεν έδωσε σημεία ανακοπής της επιθέσεως η οποία μπορούσε, εν δυνάμει, να συνεχισθεί παντοιοτρόπως (λ.χ. ρίψη άλλου ογκώδους αντικειμένου, χρησιμοποίηση άλλου πρόσφορου μέσου κλπ), εξήγαγε το υπηρεσιακό του πιστόλι από τη θήκη του και κρατώντας το με το δεξιό του χέρι, δηλαδή προς την πλευρά του μόλις θραυσθέντος υαλοπίνακα, πυροβόλησε μία φορά το ευρισκόμενο σε απόσταση που δεν υπερέβαινε τα 5 (3-5) μέτρα θύμα, αφού το στόχευσε στο κεφάλι και το βλήμα το βρήκε στο μέτωπο και του προξένησε κάταγμα προσθίου κρανιακού βόθρου, με πύλη εισόδου του βλήματος στην περιοχή μεσοφρύου, προκαλώντας, κατά την έξοδο του, συντριπτικά κατάγματα του κρανίου στην αριστερή βρεγματική χώρα και βαριές κακώσεις σε δύο λοβούς του εγκεφάλου. Από τα τραύματα αυτά θα έπρεπε, όπως καταθέτει ο διενεργήσας την νεκροψία, …, να επέλθει ακαριαία ο θάνατος του θύματος και αυτό να πέσει επί του εδάφους επί τόπου, πλην όμως, με δεδομένο ότι επιβίωσε επί τρίωρο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι δυνατό να έκανε μερικά βήματα προσπαθώντας να ανεβεί στη μηχανή του φίλου του, κάτι που δεν πέτυχε και κατέπεσε επί του εδάφους, όπως καταθέτουν οι μάρτυρες, σε απόσταση 10-15, περίπου, μέτρων από το αυτοκίνητο όπως τούτο καταδεικνύεται εκ του ότι εκεί βρέθηκε η λίμνη αίματος, που σχηματίσθηκε από την προκληθείσα από το τραύμα αιμορραγία. Η ανωτέρω θέση και στάση του σώματος του θύματος την στιγμή που δέχθηκε τον πυροβολισμό εξηγεί, κατά τον ιατροδικαστή, και το εύρημα ότι η φορά του βλήματος μέχρι το σημείο εισόδου στο κρανίο και η κίνηση του εντός αυτού είναι σε ευθεία γραμμή, κάτι το οποίο αποκλείει την άποψη ότι το θύμα βλήθηκε, αφού είχε ρίψει την πέτρα, ανασηκωθεί και, ενώ απομακρυνόταν, γύρισε να δει το αποτέλεσμα της ενέργειας του αυτής και δέχθηκε το βλήμα ανάμεσα, καθόσον, σε τέτοια περίπτωση, με δεδομένο ότι ο κατηγορούμενος ήταν καθήμενος, και το θύμα πλέον όρθιο, η φορά του βλήματος θα έπρεπε να είναι εκ των κάτω προς τα επάνω. Επίσης ο τρόπος αυτός και ο ως άνω χρόνος (αμέσως μετά τη ρίψη της πέτρας, την θραύση του υαλοπίνακα και την πτώση αυτής στο κάθισμα του συνοδηγού) ρίψεως του πυροβολισμού δικαιολογεί την εκσφενδόνιση του κάλυκα της σφαίρας εκτός του αυτοκινήτου και την εύρεση του σε μικρή απόσταση (τριάντα εκατ. περίπου) από την πίσω δεξιά ρόδα του αυτοκινήτου (εκτινάχθηκε από το θραυσμένο ήδη τζάμι) και καθιστά ήδη αβάσιμη την εκδοχή ότι ο πυροβολισμός ρίχθηκε ταυτόχρονα με την ρίψη της πέτρας, διότι σε τέτοια περίπτωση ο κάλυκας έπρεπε να μείνει εντός του αυτοκινήτου, καθόσον το τζάμι δεν θα είχε ακόμη θραυσθεί, σε κάθε δε περίπτωση θα προσέκρουε στην ογκώδη πέτρα που εισερχόταν από το παράθυρο ή τα θραύσματα του υαλοπίνακα. Το σημείο όπου πέτυχε ο κατηγορούμενος να πλήξει το θύμα καθιστά αβάσιμο τον ισχυρισμό του ότι πυροβόλησε, ενστικτωδώς, έχοντας το χέρι μπροστά στα μάτια του για να προφυλαχθεί, διότι η ευστοχία αυτή, κατά δίδαγμα της κοινής πείρας, δεν είναι αποτέλεσμα τυχαίο, όπως ισχυρίζεται, αλλά προϋποθέτει στόχευση στο σημείο εκείνο, την οποία ως και το απολύτως επιτυχές αποτέλεσμα της, δεν απέκλειε, στον έμπειρο και εκπαιδευμένο στη χρήση του όπλου αστυνομικό, η κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής, στην οποία, όπως δέχθηκε, δεσμευτικώς και για το παρόν δικαστήριο, η ανωτέρω απόφαση του Μ.Ο.Ε., περιήλθε αυτός από την αιφνίδια υπερδιέγερση του συναισθήματος φόβου, που του προκάλεσε η επίθεση του θύματος, διότι και ελεύθερο οπτικό πεδίο διέθετε και το θύμα βρισκόταν σε κοντινή απόσταση (σε 40 εκατ. έως 5 μέτρα προσδιορίζει την απόσταση από την οποία ρίχθηκε ο πυροβολισμός ο ιατροδικαστής). Ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος βρισκόταν μεν σε κατάσταση αμύνης, πλην όμως γνώριζε ότι σκοπεύοντας στο κεφάλι το θύμα και πυροβολώντας το από κοντινή ως άνω απόσταση θα το σκότωνε, σε κάθε δε περίπτωση θεωρούσε πολύ ενδεχόμενο ένα τέτοιο αποτέλεσμα και το αποδέχθηκε, ενώ, όπως γνώριζε πολύ καλά, λόγω της ιδιότητας του ως αστυνομικού, μπορούσε να αποκρούσει την συγκεκριμένη επίθεση, μεταχειριζόμενος, όπως και είχε διδαχθεί και εκπαιδευθεί να κάνει, αρχικά απλά μέτρα εκφοβισμού (επίκληση της ιδιότητας του και πυροβολισμός στον αέρα) και αν δεν απέδιδαν τα μέτρα αυτά, να μεταχειρισθεί ηπιότερα μέσα προσβολής (πυροβολισμός στα πόδια ή στα χέρια), οπότε τραυματίζοντας τον επιτιθέμενο θα επιτύγχανε να τον εξουδετερώσει και να ανακόψει την επίθεση. Γνώριζε λοιπόν ότι χρησιμοποιώντας, για απόκρουση της κατά τα ανωτέρω εκδηλωθείσας επίθεσης, τον τρόπο που αναφέρθηκε υπερέβαινε τα όρια της αναγκαίας προς τούτο άμυνας, όπως τα στοιχεία του αναγκαίου μέτρου αυτής καθορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 22 πα.3 ΠΚ. Η υπέρβαση δε των ορίων της αναγκαία άμυνας προς απόκρουση της συγκεκριμένης και με τον ανωτέρω τρόπο εκδηλωθείσης επίθεσης δεν μπορεί να αποδοθεί σε φόβο και ταραχή που προκάλεσε στον κατηγορούμενο η επίθεση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται αυτός, διότι η ιδιότητα του ως έμπειρου και εκπαιδευμένου μάλιστα στην άμυνα χωρίς όπλα και στην αντιμετώπιση παρομοίων καταστάσεων, αστυνομικού, είναι ασυμβίβαστη με την πρόκληση τέτοιου φόβου και ταραχής που δεν του επέτρεπε να αντιληφθεί και συνειδητοποιήσει ότι, στοχεύοντας στο πολύ ευαίσθητο και πρόσφορο για πρόκληση θανατηφόρου αποτελέσματος εκείνο σημείο (κεφάλι) και πυροβολώντας από την προαναφερθείσα κοντινή απόσταση τον επιτιθέμενο υπερβαίνει την αναγκαία απόκρουση της συγκεκριμένης επιθέσεως άμυνα, τόσο περισσότερο καθόσον είχε διδαχθεί και γνώριζε τον ενδεδειγμένο τρόπο αποκρούσεως επιθέσεων και εξουδετερώσεως του επιτιθέμενου, που έπρεπε να ακολουθήσει ως αστυνομικός, ο οποίος βέβαια δεν είναι η θανάτωση με πυροβολισμό ανάμεσα στα μάτια από την κοντινή απόσταση των 3-5 περίπου μέτρων. Ούτε βέβαια δύναται να γίνει λόγος για υπέρβαση των ορίων της αναγκαίας για απόκρουση της συγκεκριμένης επιθέσεως άμυνας από αμέλεια, αφού το ως άνω αποτέλεσμα του επιλεγέντος τρόπου απαντήσεως στην επίθεση του θύματος δεν μπορεί να αποδοθεί σε έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε από τις περιστάσεις να καταβάλει και σε αδυναμία προβλέψεως της επελεύσεως του, από τον κατηγορούμενο, αλλ’ αντιθέτως αυτός γνώριζε, άλλως θεωρούσε πολύ ενδεχόμενο και το αποδέχθηκε το θανατηφόρο για τον επιτιθέμενο αποτέλεσμα του τρόπου που επέλεξε για να αμυνθεί και κατ’ ακολουθίαν ότι έτσι υπερέβαινε τα όρια της αναγκαίας στην συγκεκριμένη περίπτωση, προς απόκρουση της επιθέσεως, άμυνας. Κατ’ ακολουθία τούτων, κατά την πλειοψηφίσασα γνώμη του Δικαστηρίου, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής, όπως τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία αυτής εξειδικεύονται υπό στοιχείο Ά στο διατακτικό της 230,231,258,264και 265/2006 αποφάσεως του Α’ Μ.Ο.Ε. Αθηνών, με τις αναφερόμενες στο διατακτικό της παρούσας διαφοροποιήσεις, την τέλεσε ο κατηγορούμενος καθ’ υπέρβαση, από πρόθεση, των ορίων της αναγκαίας προς απόκρουση της επιθέσεως του θύματος άμυνας”.
Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, με βάση τα οποία πείστηκε ότι ο αναίρεσε ίων υπερέβη, από πρόθεση, τα όρια της αναγκαίας άμυνας προς απόκρουση της επιθέσεως του θύματος, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 23 και 299&2 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε εκ πλαγίου με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ώστε να στερήσει έτσι την απόφαση του από νόμιμη βάση. Με το μοναδικό λόγο της αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλει τις αιτιάσεις ότι το δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε ότι “ο φόβος του δράστη ανθρωποκτονίας, ως συναισθήματος, η αιφνίδια υπερδιέγερση του οποίου, από οποιαδήποτε αιτία, μπορεί να δημιουργήσει την κατά νόμο κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής… είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό από τον φόβο και την ταραχή που αναφέρεται ρητά στη διάταξη του άρθρου 23 εδάφιο τελευταίο του ΠΚ και προκάλεσε στο δράστη αποκλειστικά και μόνον η επίθεση που δέχθηκε από το θύμα και τα οποία αποτέλεσαν την αιτία της υπέρβασης των ορίων της άμυνας, κατάσταση η οποία οδηγεί σε πλήρη ατιμωρησία του ενόχου της καθ υπέρβαση των ορίων της άμυνας τελεσθείσης ανθρωποκτονίας”, καθώς και ότι “διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και συναισθηματικές καταστάσεις ως και συνδρομή προϋποθέσεων ερευνώνται σε εκάστη των ανωτέρω δύο περιπτώσεων (βρασμός ψυχικής ορμής και υπέρβαση ορίων άμυνας από φόβο και ταραχή), σε τρόπο ώστε η κρίση επί της πρώτης να μην έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για τη δεύτερη”, καθόσον: α) εκτός από την πεποίθηση του ως άνω Δικαστηρίου μεταξύ δήθεν της διαφοράς του φόβου και της ταραχής που αποκλείει τη σκέψη στο βρασμό ψυχικής ορμής, δεν αναφέρονται πουθενά οι διαφορές μεταξύ τους, ούτε τα διαφορετικά περιστατικά, ούτε οι διαφορετικές συναισθηματικές καταστάσεις που θα δικαιολογούσαν την ορθότητα της ανωτέρω νομικής ερμηνείας των διατάξεων των άρθρων 23&2 και 299&2 του ΠΚ ” και β) αφού είχε δεχθεί το Δικαστήριο ότι αμετακλήτως είχε κριθεί με την προηγούμενη μερικώς αναιρεθείσα απόφαση του (230,231,258,264 και 265/2006), ότι η κατάσταση του βρασμού ψυχικής ορμής συνέτρεχε στο πρόσωπο του κατηγορουμένου κατά την στιγμή που πυροβόλησε εναντίον του θύματος με το πιστόλι του, αυτό σημαίνει ότι τη στιγμή του πυροβολισμού είχε αποκλεισθεί η σκέψη του, λόγω του αιφνίδιου συναισθήματος του φόβου και της ταραχής που ένοιωσε από την επίθεση του με την πέτρα, και δεν μπορούσε, επομένως, να σταθμίσει τις πράξεις του, είναι εντελώς αντιφατικό και αντίθετο προς τους κανόνες της λογικής να υποστηρίζεται από το Δικαστήριο ότι δήθεν “στόχευε προς το κεφάλι του θύματος” και ότι “γνώριζε ότι σκοπεύοντας στο κεφάλι θα το σκότωνα, σε κάθε δε περίπτωση θεωρούσε πολύ ενδεχόμενο ένα τέτοιο αποτέλεσμα και το αποδέχθηκε…”. Επιπλέον ο βρασμός ψυχικής ορμής αποκλείει και τον ενδεχόμενο δόλο, διότι ο ευρισκόμενος στην κατάσταση αυτή δεν μπορεί να σταθμίσει καθόλου τα αίτια που κινούν την πράξη του και συνεπώς ούτε και να αποδεχθεί ή να απορρίψει το ενδεχόμενο να λάβει χώρα η συνέπεια της πράξης του.
Συνεπώς ο κατηγορούμενος – αναιρεσείων ήταν αδύνατο να προβεί σε ηθελημένη ενέργεια, όπως εκείνη της στόχευσης στο κεφάλι του θύματος, ούτε και να σταθμίσει τις συνέπειες της πράξης του, ώστε να τις αποδεχθεί στη συνέχεια ή να τις απορρίψει. Κατ’ ακολουθίαν και κατά ορθήν ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 23 &2 του ΠΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 299&2 του ΠΚ εκείνος που τελεί ανθρωποκτονία σε βρασμό ψυχικής ορμής και παράλληλα βρίσκεται σε κατάσταση άμυνας, όταν η αιτία πρόκλησης του βρασμού είναι ο ίδιος ο φόβος και η ίδια ταραχή που του προκλήθηκε από την άδικη σε βάρος του επίθεση από το θύμα και ταυτόχρονα γίνει δεκτό ότι υπερέβη τα όρια της άμυνας, είναι δεδομένο ότι τα υπερέβη από το φόβο και την ταραχή, που του προκάλεσε την κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες γιατί οι παραπάνω παραδοχές της απόφασης δεν είναι λανθασμένες. Ειδικότερα δεν ταυτίζεται εννοιολογικά η κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής, εξ αιτίας της αιφνίδιας και απότομης υπερδιέγερσης κάποιου συναισθήματος ή πάθους, η οποία φθάνει σε τέτοια ψυχική κατάσταση, που αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή, τη δυνατότητα στάθμισης των αιτίων που κινούν στην τέλεση της πράξεως ή απωθούν από την τέλεση της, με εκείνη της υπερβάσεως των ορίων της άμυνας, που οφείλεται στο φόβο ή την ταραχή του δράστη από την εναντίον του επίθεση του θύματος, καθόσον στην πρώτη περίπτωση δεν στερείται ο δράστης της ικανότητας προς καταλογισμό, ούτε έχει μειωμένη την ικανότητα αυτή, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ελλείπει στο πρόσωπο του δράστη ο καταλογισμός εξαιτίας του φόβου και της ταραχής που του προκάλεσε η εναντίον του επίθεση του θύματος. Εξάλλου στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να δεχθεί τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος τόσο της καταστάσεως βρασμού ψυχικής ορμής κατά τη στιγμή που πυροβόλησε εναντίον του θύματος με το πιστόλι του, όσο και της υπερβάσεως του αναγκαίου μέτρου της άμυνας, γιατί διαφορετικά θα δυσχέρανε ανεπιτρέπτως τη θέση του και θα καθιστούσε την προσβαλλομένη απόφαση του αναιρετέα, για υπέρβαση εξουσίας, λαμβανομένου υπόψη ότι την μεν κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής είχε δεχθεί ήδη αμετακλήτως το ίδιο δικαστήριο με την προηγούμενη μερικώς αναιρεθείσα με αριθμό 230, 231, 258, 264 και 265/2006 απόφαση του, την δε υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου της άμυνας, είχε δεχθεί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς ως προς το κεφάλαιο αυτό να προσβληθεί η πρωτόδικη απόφαση με έφεση από τον Εισαγγελέα. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3-9-2008 αίτηση του …, για αναίρεση της με αριθμό 372/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.- Και.
Καταδικάζει τον αναίρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Απριλίου 2009.