Mε την υπ’ αριθμ. 154/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) έγινε δεκτή η αίτηση αναστολής ροδίτικης ανώνυμης εταιρείας και ανεστάλη η εκτέλεση διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανακοπής που άσκησε.
Συνήθης πρακτική των τραπεζικών ιδρυμάτων είναι να επιβαρύνουν τις χορηγούμενες από αυτά πιστώσεις εκτός από τους τόκους και τις δαπάνες εξόδων για τη χορηγηθείσα πίστωση και επιπρόσθετα με την εισφορά του ν. 128/1975 που αποτελεί οικονομικό βάρος-φόρο, με υποκείμενο τα πιστωτικά ιδρύματα και αντικείμενο τις πάσης φύσεως απαιτήσεις τους από την παροχή πιστώσεων και είσπραξης τόκου.
Ο φόρος αυτός, καταβαλλόμενος από τις Τράπεζες στην Τράπεζα της Ελλάδος και φερόμενος σε πίστωση ειδικού λογαριασμού, εισπράττεται από το Δημόσιο, αποτελώντας έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού.
Επειδή δε η εισφορά του ν. 128/1975 αποτελεί δημοσιονομικό βάρος που επιβαρύνει τις Τράπεζες, έναντι των πιστώσεων που παρέχουν στο κοινωνικό σύνολο και από τις οποίες κερδοσκοπούν, το βάρος τούτο δεν είναι δυνατόν να μετατεθεί τυπικά στους άλλους κοινωνικούς εταίρους, επειδή, μόνον τυπικός νόμος και όχι σύμβαση, είναι δυνατόν να επιβάλλει φόρο ή άλλο οικονομικό βάρος σε πολίτες και ως εκ τούτου, η κατά κυριολεξία μετάθεση του φόρου, θα σήμαινε τουλάχιστον καταστρατήγηση του νόμου, που προέβλεψε για συγκεκριμένο λόγο την εισφορά.
Πολύ περισσότερο, η χωριστή επιβάρυνση του πιστολήπτη με επιτόκιο και εισφορά, δημιουργώντας σ’ αυτόν την πεπλανημένη αντίληψη περί των βαρών του, είναι καταχρηστικός όρος, επειδή πλήττει την οφειλομένη διαφάνεια στην σχέση, μη προσδιορίζοντας με τρόπο ορισμένο και σαφή την παροχή του πιστολήπτη και ιδίως την αιτία της.
Στην προκείμενη υπόθεση κατόπιν της από 4-10-2017 αίτησης τράπεζας, εκδόθηκε σε βάρος της εταιρείας, διαταγή πληρωμής με την οποία διατάχθηκε να καταβάλει το ποσό των 366.539,97 ευρώ για κεφάλαιο, με τον συμβατικό τόκο υπερημερίας από την επόμενη της επίδοσης της ημερομηνίας οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού, ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο, καθώς και το ποσό των 3.600 ευρώ για δικαστικά έξοδα, με βάση σύμβαση ανοίγματος πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό.
Το δικαστήριο έκρινε νόμιμο και πιθανολόγησε ότι θα ευδοκιμήσει και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα ο πρώτος λόγος ανακοπής αναφορικά με τον παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975, διότι οδηγεί σε αδυναμία έγγραφης απόδειξης του νόμιμου μέρους της απαίτησης, δεδομένου ότι τόσο κατά το προϊσχύσαν όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς ανατοκισμός επιτρέπεται μόνο επί των καθυστερούμενων τόκων και όχι επί των φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών, ενώ κάθε αντίθετη σύμβαση αντίκειται στις παραπάνω διατάξεις.
Στην προκειμένη περίπτωση πιθανολογείται ότι με όρους 2.4 της δαμειακής σύμβασης προβλέφθηκε και ανατοκισμός της εισφοράς του Ν. 128/1975, ο οποίος και τελικά επιβλήθηκε. Έτσι, παρόλο που εγκύρως συμφωνήθηκε η μετακύλιση της εισφοράς στον πιστούχο-πρωτοφειλέτρια, η συμφωνία επιβάρυνσης αυτής με τόκους και ο εκτοκισμός αυτών είναι άκυρη, επειδή στα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται ο ανατοκισμός των καθυστερούμενων τόκων και όχι των φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών.
Έτσι η τράπεζα αφού κεφαλαιοποιούσε την εισφορά του Ν. 128/1975 κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως, στη συνέχεια ανατόκιζε παρανόμως τα ποσά της, καθώς στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) περιέχοντες και ποσά εισφοράς του ν. 128/1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά (εκτοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς).
Συνεπεία δε όλων των ανωτέρω, η απαίτηση κατέστη ανεκκαθάριστη λόγω της ενσωμάτωσης σε αυτήν των ως άνω παρανόμως υπολογισθέντων επιπλέον τόκων, καθώς και των ποσών που προέκυπταν από τον ανατοκισμό τους, βάσει της ως άνω αθέμιτης και παράνομης πρακτικής της τράπεζας.
Από τα αποσπάσματα κίνησης των επίδικων λογαριασμών που τηρήθηκε και εμφανίζουν την πλήρη κίνηση του δανειακού λογαριασμού από την αρχική εκταμίευση μέχρι το οριστικό κλείσιμο, αλλά και από την καρτέλα του λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης, προκύπτει ότι έχουν καταχωρισθεί κονδύλια, που αφορούν την εισφορά του ν. 128/1975, χωρίς να προκύπτει το συνολικό ποσό αυτής, καθώς η εν λόγω εισφορά κεφαλαιοποιούνταν με τα ποσά των τόκων και δεν γίνεται καμία διάκριση αυτών.
Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι να είναι ανέφικτο να προκύψει με μαθηματικούς υπολογισμούς σε ποιο ποσό ανέρχονται οι παράνομες χρεώσεις του λογαριασμού, ήτοι τα ποσά που χρεώθηκαν λόγω του παράνομου ανατοκισμού της εισφοράς του ν. 128/1975, με τις οποίες επιβαρύνθηκε η ένδικη απαίτηση, διότι απαιτούνται, λόγω της πολυπλοκότητας των αριθμητικών και λογιστικών πράξεων, ειδικές γνώσεις της οικονομικής επιστήμης. Κρίθηκε επιπλέον ότι η εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στους αιτούντες, συνιστάμενη στην πληρωμή και μη υφιστάμενου χρέους, αλλά και στην επιβάρυνση ή και απώλεια περιουσιακού τους στοιχείου άνευ νόμιμου τίτλου.
Την υπόθεση χειρίστηκε ο δικηγόρος κ. Αχιλλέας Δασκαλάκης.