Γυναίκα υπεβλήθη σε υστερεκτομή χωρίς να ενημερωθεί ότι είχε καρκίνο
Εισήχθη σε μεγάλο ιδιωτικό νοσοκομείο προκειμένου να υποβληθεί σε συνήθη γυναικολογική επέμβαση. Αφού χειρουργήθηκε ο γιατρός της την ενημέρωσε ότι η μετεγχειρητική της πορεία ήταν άριστη. Λίγο αργότερα ενημερώθηκε πως και η ιστολογική εξέταση ήταν «ελεύθερη παθολογικών ευρημάτων». Μόνο που η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική. Η 41χρονη γυναίκα, που είχε υποβληθεί σε ολική υστερεκτομή (αφαίρεση μήτρας) εξαιτίας ενός ινομυώματος, είχε καρκίνο. Και το έμαθε 1,5 περίπου χρόνο μετά τη χειρουργική επέμβαση…
Όπως ήταν φυσικό η γυναίκα προσέφυγε στην αστική Δικαιοσύνη ζητώντας αποζημίωση για τα όσα υπέστη. Με αγωγή της στράφηκε κατά του γιατρού που τη χειρούργησε καθησυχάζοντας την παράλληλα πως τα αποτελέσματα της ιστολογικής της εξέτασης ήταν άριστα. Επιπλέον, η 41χρονη στράφηκε και κατά της ιδιωτικής γυναικολογικής κλινικής στην οποία έλαβε χώρα η χειρουργική επέμβαση.
Το δικαστήριο – Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας- με απόφασή του επιδίκασε στην παθούσα αποζημίωση συνολικού ύψους 40.305 ευρώ, πλην όμως εκείνη εξακολουθεί να παλεύει για να αποκαταστήσει την υγεία της.
Μάλιστα, επειδή ο εγκαλούμενος γιατρός μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης απεβίωσε, το δικαστήριο υποχρέωσε τους συγγενείς του να καταβάλουν την αποζημίωση που επιδίκασε στην παθούσα. Συγκεκριμένα, η σύζυγος του γιατρού θα πρέπει να καταβάλει στη 41χρονη το ποσό των 7.328,30 ευρώ, ο γιος του το ποσό των 10.992,44 ευρώ και η κόρη του επίσης το ποσό των 10.992,44 ευρώ. Αποζημίωση ύψους 10.9992,44 ευρώ θα πρέπει όμως να καταβάλει στη 41χρονη και η ιδιωτική κλινική, καθώς το δικαστήριο δέχθηκε ότι φέρει και ευθύνη για την ιατρική αμέλεια που επέδειξε ο γιατρός συνεργάτης της.
Το χειρουργείο, οι διαβεβαιώσεις και το σάρκωμα
Ήταν Φεβρουάριος του 2007 όταν η 41χρονη επισκέφθηκε τον γυναικολόγο της, καθώς παρουσίασε αιμορραγία, τυμπανισμό και δυσφορία στην περιοχή της κάτω κοιλίας. Ο γιατρός διέγνωσε ινομύωμα μήτρας και της συνέστησε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεσή του, προκειμένου να αποφευχθεί η επανεμφάνισή του στο μέλλον.
Ένα μήνα αργότερα, η γυναίκα υπεβλήθη σε «ολική υστερεκτομή μετά του αριστερού εξαρτήματος». Μετά την έξοδό της από την κλινική, η 41χρονη επισκέφθηκε το γιατρό της στο ιατρείο του και εκείνος τη διαβεβαίωσε για την «καλή έκβαση της επέμβασης ενώ σχετικά με τα αποτελέσματα της ιστολογικής εξέτασης, για τα οποία ειδικώς ρωτήθηκε, επίσης παρείχε τη διαβεβαίωση ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα».
Ωστόσο, τον καλοκαίρι του 2008, η γυναίκα εμφάνισε και πάλι «τα ίδια συμπτώματα δυσφορίας στη κοιλιακή χώρα» αυτή τη φορά μάλιστα «συνοδευόμενα» από υψηλή αρτηριακή πίεση. Επισκέφθηκε άλλον γυναικολόγο, ο οποίος αφού την εξέτασε «διαπίστωσε την ύπαρξη μορφώματος στη δουγλάσειο περιοχή, ζήτησε δε να λάβει γνώση της ιστολογικής εξέτασης που είχε διενεργηθεί μετά το χειρουργείο στο οποίο είχε υποβληθεί η ασθενής».
Όταν όμως ο φάκελος με τα αποτελέσματα της ιστολογικής έφτασε από τη γραμματεία της ιδιωτικής κλινικής όπου είχε χειρουργηθεί στα χέρια της, η 41χρονη έχασε κυριολεκτικά την Γη κάτω από τα πόδια της. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έπασχε από «σάρκωμα μήτρας».
Ακολούθησε ένας απίστευτος Γολγοθάς για την παθούσα με εισαγωγή σε άλλο ιδιωτικό νοσοκομείο, χειρουργεία με σοβαρές επιπλοκές (σε ένα από αυτά υπέστη πνευμονική εμβολή), χημειοθεραπείες, ακτινοθεραπείες και απίστευτες δαπάνες που απαιτούνταν για τη νοσηλεία της.
Η ίδια υποστήριζε στην αγωγή που κατέθεσε στο δικαστήριο πως «η επιδείνωση της υγείας της οφείλονταν σε αμέλεια του ιατρού της (σ.σ. που την είχε χειρουργήσει)». Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, κατά το προεγχειρητικό στάδιο ο γιατρός της δεν την υπέβαλλε σε ειδικές διαγνωστικές εξετάσεις για να διαπιστώσει την ασθένεια από την οποία έπασχε. Επίσης, δεν της συνέστησε ποτέ να υποβληθεί σε προεγχειρητική ακτινοθεραπεία, ούτε καν να κάνει τακτικές εξετάσεις για την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου της.
Επιπλέον, η 41χρονη ανέφερε ότι εξαιτίας της διαβεβαίωσης του γιατρού της πως η ιστολογική της εξέταση ήταν «ελεύθερη παθολογικών ευρημάτων», δεν έλαβε μετεγχειρητικά καμία θεραπεία με αποτέλεσμα τον εφυσηχασμό της και την επιδείνωση της υγείας της.
Τι δέχθηκε το δικαστήριο
Το δικαστήριο εξετάζοντας την υπόθεση δέχθηκε πράγματι ότι ο γιατρός της 41χρονης «πέραν της αμφίχειρης εξέτασης δεν υπέβαλε την ενάγουσα σε καμία άλλη εξέταση». Ωστόσο, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση ακόμη και αν ο γιατρός «είχε υποβάλει την ασθενή στις ενδεδειγμένες ιατρικές απεικονιστικές εξετάσεις και είχε από αυτές δημιουργηθεί η υποψία ή ακόμη και η βεβαιότητα ύπαρξης σαρκώματος και όχι ινομυώματος και πάλι η ορθή χειρουργική επιλογή θα ήταν αυτή που τελικά διεξήχθη». Το δικαστήριο αναγνώρισε «αμέλεια» του γιατρού με το να μη υποβάλει την ασθενή του σε περαιτέρω εξετάσεις, όμως όπως σημειώνει «η αμέλεια αυτή δεν είχε κανένα δυσμενές για την ασθενή αποτέλεσμα».
Αντίθετα, σε ό,τι αφορά το θέμα της μη ενημέρωσης της ασθενούς για τα πραγματικά αποτελέσματα της ιστολογικης εξέτασης, το δικαστήριο σημειώνει στην απόφασή του: «Αποτέλεσμα της στάσης αυτής του γιατρού ήταν ο εφησυχασμός της ασθενούς, η οποία επανήλθε σε υποβολή διαγνωστικών εξετάσεων 1,5 χρόνο μετά… Ο γιατρός όφειλε αφενός να την ενημερώσει με ακρίβεια για την κατάσταση της υγείας της και να της παραδώσει την από 5.3.2007 ιστολογική εξέταση, αφετέρου να την παραπέμψει σε ειδικότερους για την περίπτωσή της ιατρούς με την ειδικότητα της ογκολογίας ώστε οι τελευταίοι να αποφανθούν περί της ενδεδειγμένης θεραπείας».
Κατά το δικαστήριο, «η αμέλεια του γιατρού να πράξει τα ανωτέρω επιτείνεται από τη σοβαρότητα της νόσου της από τη δυνητική εξέλιξή της, η οποία θα μπορούσε να αποβεί θανατηφόρα, ιδίως δε από το γεγονός ότι όπως προκύπτει από την ιστολογική εξέταση, υπόλειμμα του ενδομητρικού στρωματικού σαρκώματος είχε παραμείνει μετά την επέμβαση, καθώς αυτό είχε διηθήσει σε τοίχωμα της αριστερής σάλπιγγας».