– Πτώχευση. Κατάσχεση σήματος. Στην πτωχευτική εκποίηση δεν υφίσταται επισπεύδων την εκτέλεση, στον οποίο τελολογικά αποβλέπει η διάταξη του άρθρου 1022 ΚΠολΔ, ενώ, αντίστοιχα, λόγω της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης, δεν νοείται κατάσχεση στοιχείου της περιουσίας του οφειλέτη προς ικανοποίηση του δανειστή, την οποία (κατάσχεση) προϋποθέτει το πιο πάνω άρθρο 1022 ΚΠολΔ. Άσκηση αναίρεσης υπέρ του νόμου. Πρόσθετη παρέμβαση. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται υπέρ του νόμου η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 557 ΚΠολΔ, “Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση υπέρ του νόμου κάθε απόφασης, ακόμη και αν δεν μπορούν να ασκήσουν αναίρεση κατά της απόφασης αυτής οι διάδικοι, για κάθε λόγο και χωρίς περιορισμό προθεσμίας. Η απόφαση που εκδίδεται για την αναίρεση αυτή δεν παράγει αποτελέσματα για τους διαδίκους, εκτός αν στηρίζεται σε υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έλλειψη καθ’ ύλην αρμοδιότητας”. Με τη διάταξη αυτή που έχει δικαιολογητικό λόγο την προστασία του δημόσιου συμφέροντος και την εξασφάλιση της πάγιας και ομοιόμορφης εφαρμογής των νόμων επιτρέπεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η άσκηση αναίρεσης κατά κάθε απόφασης και για κάθε λόγο αναίρεσης από τους προβλεπόμενους στον ΚΠολΔ, χωρίς περιορισμό από προθεσμία και, κατά κανόνα, χωρίς να παράγει αποτελέσματα και για τους διαδίκους, με εξαίρεση τις προαναφερόμενες δύο περιπτώσεις. Η υπέρ του νόμου αναίρεση έχει λόγο ύπαρξης κυρίως κατά των αποφάσεων που δεν υπόκεινται σε αναίρεση από τους διαδίκους, αφού στις λοιπές περιπτώσεις παρέχεται η δυνατότητα στους τελευταίους να φέρουν το ζήτημα ενώπιον του ακυρωτικού. Τέλος, η επίλυση του νομικού ζητήματος από το προς τούτο ανώτατο δικαστήριο, που συνιστά εκπλήρωση της νόμιμης αποστολής του και μάλιστα κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στην επιταγή της ταχείας και αποτελεσματικής παροχής δικαστικής προστασίας (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ που κυρώθηκε, εκ νέου, με το ΝΔ 53/1974), δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεπίτρεπτη επέμβαση στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστηρίων της ουσίας, στα οποία, αντιθέτως, προσφέρει ερμηνευτική βοήθεια (ΟλΑΠ26/2000,13/1999).
– Από τη διάταξη του άρθρ. 80 ΚΠολΔ που ορίζει ότι, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί για πρώτη φορά και στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Από την ίδια διάταξη, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 του ίδιου Κώδικα που ορίζει ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, προκύπτει περαιτέρω ότι αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι να υπάρχει έννομο συμφέρον στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος, το οποίο υφίσταται όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμά του ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει, όμως, ο παρεμβαίνων τόσο ως προς το δικαίωμά του όσο και ως προς τη δημιουργία σε βάρος του υποχρέωσης να απειλείται από τη δεσμευτικότητα, την εκτελεστότητα ή ανάλογα από τις τυχόν αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης που θα εκδοθεί. Έτσι, δεν αρκεί για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης το γεγονός ότι σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα σε συναφή διαφορά του με κάποιον από τους διαδίκους ή τρίτο, που είναι ή πρόκειται να καταστεί επίδικη, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης στην οποία παρεμβαίνει να θίγει από την άποψη του κρινόμενου νομικού ή πραγματικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του (ΟλΑΠ17/2015,12/2013,11/2011). Ως εκ τούτου, τέτοιο έννομο συμφέρον για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, που κρίνεται με βάση τις γενικές αρχές, δεν υφίσταται σε περίπτωση άσκησης αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα υπέρ του νόμου (με εξαίρεση τις δύο πιο πάνω περιπτώσεις, οι οποίες, όμως, δεν αφορούν στην επίδικη υπόθεση), διότι με την παραδοχή της αναίρεσης αυτής δεν δημιουργείται καμία απειλή των έννομων συμφερόντων (δικαιωμάτων) του προσθέτως παρεμβαίνοντος, ώστε να δικαιολογείται η παρέμβασή του για αποφυγή του κινδύνου τούτου. Το ζήτημα, εξάλλου, της παράστασης αυτών στην οικεία δίκη δεν θίγεται, αλλά ρυθμίζεται με τη διάταξη του άρθρου 572 παρ.2 ΚΠολΔ. Το γεγονός ότι ενδεχομένως με την αναίρεση της απόφασης κλονίζεται έντονα η πειστικότητα αυτής δημιουργεί ίσως ηθικό συμφέρον του ενδιαφερόμενου διαδίκου, αυτό όμως δεν δικαιολογεί την παρέμβασή του, γιατί το υπόψη συμφέρον δεν είναι έννομο, αφού το δεδικασμένο της απόφασης, ακόμη και αν αναιρεθεί, διατηρεί ακέραιη την ισχύ του, όπως έχει προαναφερθεί.
– Με τις διατάξεις των άρθρων 77 και 146 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα, εφεξής ΠτωχΚ), [ο οποίος εφαρμόζεται στις πτωχευτικές διαδικασίες που άρχισαν μετά τις 16-9-2007, κατά τα άρθρα 182 παρ.1 και 180 αυτού, ως προς τις οποίες, αν είναι, βέβαια, εκκρεμείς, εξακολουθεί να εφαρμόζεται και μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4446/2016 “Πτωχευτικός Κώδικας…” (ΦΕΚ 240/Α/22-12-2016), κατά τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ.1 και 2 εδάφ.β’ και δ’ του τελευταίου αυτού νόμου], ορίζονται τα εξής: “1. Μετά την περάτωση της απογραφής, ο σύνδικος για την αντιμετώπιση των τρεχουσών αναγκών απευθύνεται προς τον εισηγητή και ζητεί από αυτόν να του επιτρέψει την πώληση των εμπορευμάτων και των κινητών εν γένει της πτώχευσης, εφόσον δεν προβλέπεται ότι μπορεί να επιτευχθεί η διατήρηση της επιχείρησης ή η εκποίησή της ως συνόλου. 2. Ο οφειλέτης ειδοποιείται πάντοτε για το αίτημα αυτό του συνδίκου και δικαιούται να προβάλλει τις τυχόν αντιρρήσεις του ενώπιον του εισηγητή εντός των τριών (3) επόμενων ημερών από την ειδοποίησή του. Με τον ίδιο τρόπο ειδοποιείται και ακούγεται και η επιτροπή πιστωτών. 3. Στην άδεια του εισηγητή ορίζεται, αν τα εν λόγω εμπορεύματα και κινητά θα πωληθούν ως σύνολο, είτε κατά κατηγορίες, είτε και διακεκριμένα κάθε πράγμα. Περίληψη της άδειας εκποίησης που περιέχει τη φύση και την ποσότητα των πραγμάτων, την εκτιμηθείσα αξία τους, την τιμή πρώτης προσφοράς και τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο της εκποίησης, δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών δέκα (10) ημέρες πριν την ημέρα της εκποίησης και τοιχοκολλάται στα γραφεία του εισηγητή. Ο εισηγητής μπορεί να διατάσσει και πρόσθετες δημοσιεύσεις. 4. Η πώληση γίνεται από τον σύνδικο ενώπιον του εισηγητή, με ανοικτές προσφορές των ενδιαφερομένων και υπόκειται στην έγκριση του εισηγητή, ο οποίος δεν επιτρέπει τη σύναψη της πώλησης, αν κρίνει ότι η τιμή που προσφέρθηκε από τον πλειοδότη είναι ασύμφορη και ότι με την επανάληψη της διαδικασίας προβλέπεται να επιτευχθεί μεγαλύτερο τίμημα” (άρθρ. 77) και “1. Εάν μέχρι την ένωση δεν έχουν εκποιηθεί όλα τα κινητά και εμπορεύματα της περιουσίας του οφειλέτη κατά τις διατάξεις των άρθρων 67 και 84 του παρόντος κώδικα, αυτά που έχουν απομείνει εκποιούνται κατά τη διαδικασία του άρθρου 77, χωρίς την τήρηση της διατυπώσεως της παραγράφου 2 αυτού. Η άδεια του εισηγητή κοινοποιείται στους πιστωτές που έχουν εμπράγματη ασφάλεια. 2. Κατά τον πλειστηριασμό ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 149, στην άδεια δε του εισηγητή ορίζεται ο χρόνος εξόφλησης του τιμήματος και παράδοσης των κινητών στον πλειοδότη” (άρθρ. 146 – Εκποίηση κινητών, που υπάγεται στο όγδοο κεφάλαιο “Η εκκαθάριση της περιουσίας του οφειλέτη και η διανομή” και στην υπό στοιχ. III ενότητα “Η εκποίηση των κατ’ ιδίαν στοιχείων του οφειλέτη”). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι στο στάδιο της ένωσης των πιστωτών η εκποίηση των κατ’ ιδίαν κινητών πραγμάτων της πτωχευτικής περιουσίας διενεργείται κατόπιν άδειας του εισηγητή δικαστή που χορηγείται στον σύνδικο κατόπιν σχετικού αιτήματος του. Ο εισηγητής αποφασίζει σχετικά με τον τρόπο πώλησης, δηλαδή με συμφωνία ή με πλειστηριασμό, ως σύνολο ή χωριστά κάθε πράγμα, αφού ακουστεί ή προσηκόντως κλητευθεί ο οφειλέτης (και πριν από την ισχύ του νόμου 4446/2016 και η επιτροπή πιστωτών – βλ. ήδη άρθρ. 3 παρ. 13 του νόμου αυτού), ενώ απαιτείται η δημοσίευση περίληψης της άδειας αυτής του εισηγητή στο πιο πάνω έντυπο δέκα ημέρες πριν από την εκποίηση και τοιχοκόλλησή της στο γραφείο του. Αν με την πράξη του εισηγητή οριστεί η εκποίηση να γίνει με δημόσιο πλειστηριασμό, έχει εφαρμογή η περαιτέρω διαδικασία του άρθρου 1021 ΚΠολΔ για τον εκούσιο πλειστηριασμό. Ο χαρακτήρας, πάντως, της εκποίησης είναι αναγκαστικός, δηλαδή δικαστηριακή αναγκαστική εκποίηση, και αποτελεί δικαιοπραξία, όχι του ιδιωτικού, αλλά του δημόσιου δικαίου, αφού η πτώχευση, πράξη για επιτυχία του σκοπού της οποίας αποτελεί και η εκποίηση αυτή, συνιστά, όπως θα εκτεθεί και στη συνέχεια, ειδικό τρόπο συνολικής συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης. Το άρθρο 146 ΠτωχΚ παραπέμπει στις διατάξεις αυτού των άρθρων 67 (εκποίηση πραγμάτων που υπόκεινται σε φθορά κ.λπ.), 84 (τρόπος εξακολούθησης των εργασιών της πτώχευσης μετά το πέρας της επαληθεύσεων) και 77 (ως προς τη διαδικασία της εκποίησης που θα ακολουθηθεί, χωρίς την τήρηση της διατύπωσης της παραγράφου 2 που προβλέπει ότι θα πρέπει να ειδοποιείται ο οφειλετης). Δεν προκύπτει από οποιαδήποτε διάταξη η ανάγκη χορήγησης άδειας του πτωχευτικού δικαστηρίου (άρθρ. 4, 52 – 54 ΠτωχΚ) ή η παροχή της έγκρισής του για την εκποίηση κινητών. Μοναδική περίπτωση εμπλοκής του πτωχευτικού δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία εκποίησης των κινητών, είναι εκείνη της παραγράφου 3 του άρθρου 84 ΠτωχΚ, σύμφωνα με την οποία το πτωχευτικό δικαστήριο αποφαίνεται αμετάκλητα, αφενός μεν, επί της προσφυγής που ασκείται ενώπιον του κατά της πράξης του εισηγητή που επικυρώνει την απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών για τον τρόπο εξακολούθησης των εργασιών της πτώχευσης (λ.χ. με ρευστοποίηση των κατ’ ιδίαν στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας), αφετέρου δε, επί της απόφασης της συνέλευσης, στην περίπτωση που ο εισηγητής δεν την επικυρώνει. Ήδη, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε στον ΠτωχΚ ο Ν. 4446/2016, η χορήγηση άδειας ή η παροχή έγκρισης του πτωχευτικού δικαστηρίου δεν είναι απαραίτητη ούτε στις περιπτώσεις εκποίησης ακινήτων της πτωχευτικής περιουσίας (άρθρα 147 επ. ΠτωχΚ, όπως η παράγραφος 2 του άρθρου 147 αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 8 παρ.9 του ν. 4446/2016), αλλά ούτε σε περιπτώσεις εκποίησης της επιχείρησης του οφειλέτη, ως συνόλου, με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό κατ’ άρθρο 137 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε πλέον με το άρθρο 8 παρ.3 του παραπάνω νόμου 4446/2016, ενώ εξακολουθεί να απαιτείται απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου για την εκποίηση της επιχείρησης, ως συνόλου ή και κλάδων αυτής, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 ΠτωχΚ. Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι ο νόμος αναφέρεται σε πώληση από τον σύνδικο “των εμπορευμάτων και των κινητών εν γένει της πτώχευσης”, οι όροι αυτοί πρέπει να εκληφθούν υπό την ευρεία έννοιά τους, ώστε να καταλαμβάνονται όλα τα αντικείμενα (και μάλιστα ενσώματα και ασώματα – άυλα, αναλωτά και μη, αναντικατάστατα και μη) που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία και δεν έχουν χαρακτήρα ακινήτου, όπως είναι τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας και, ειδικά, το σήμα (άρθρα 16 παρ.1 ΠτωχΚ και 133 παρ.3 Ν. 4072/2012, υπό τις διατάξεις του οποίου κρίνεται η τύχη του επίδικου σήματος, αφού η κήρυξη της πτώχευσης της σηματούχου “XXX” έλαβε χώρα στις 31-10-2013, με ημερομηνία παύσης των πληρωμών 21-6-2013). Κατά συνέπεια, και τα δικαιώματα αυτά (της βιομηχανικής ιδιοκτησίας), που υπάγονται στα “ειδικά περιουσιακά στοιχεία”, κατ’ άρθρα 1022 επ. ΚΠολΔ, εκποιούνται κατά την πτωχευτική διαδικασία, όπως και τα κινητά, και, ειδικότερα, αν η εκποίηση διενεργείται κατά το στάδιο της ένωσης των πιστωτών, υπό τη μορφή της εκποίησης των κατ’ ιδίαν στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με την ειδική διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 77 και 146 του ΠτωχΚ, από τον σύνδικο, κατόπιν άδειας του εισηγητή (υπέρ του οποίου, να σημειωθεί, ορίζεται, άλλωστε, τεκμήριο αρμοδιότητας στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 59 ΠτωχΚ, ενώ με τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τους νόμους 4446/2016 και 4472/2017 – άρθρο 62 – οι εξουσίες του αυξήθηκαν, χάριν της επιτάχυνσης της διαδικασίας), χωρίς να υπάρχει ανάγκη να εκδοθεί απόφαση από το πτωχευτικό δικαστήριο. Επισημαίνεται ότι η προαναφερόμενη ρύθμιση του ΠτωχΚ, για την πτωχευτική εκποίηση των κινητών, προέρχεται, ανάλογα με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η πτώχευση, από τα άρθρα 576, 630 παρ.1 και 666 του ΕμπΝ, υπό την ισχύ του οποίου, κατά το στάδιο της ένωσης των πιστωτών της πτώχευσης, η εκποίηση των κινητών πραγμάτων της πτωχευτικής περιουσίας γινόταν από τον σύνδικο που τελούσε κάτω από την επιτήρηση του εισηγητή, χωρίς να απαιτείται ειδική άδεια του εισηγητή και απόφαση του δικαστηρίου, όπως για τα ακίνητα που μπορούσαν να εκποιηθούν. Οι συναφείς με την εν λόγω εκποιητική διαδικασία διατάξεις του ΠτωχΚ είναι καθ’ όλα αυτάρκεις και δεν υπάρχει έδαφος αναλογικής εφαρμογής διατάξεων του ΚΠολΔ και, συγκεκριμένα, των άρθρων 1022 επ., δεδομένου ότι προσφυγή σε αναλογική εφαρμογή διάταξης προϋποθέτει κενό δικαίου και ομοιότητα της αρρύθμιστης με συναφείς ρυθμισμένες περιπτώσεις (ΟλΑΠ7/2017) και, συγκεκριμένα, με περιπτώσεις που ρυθμίζονται από τη σχετική πτωχευτική νομοθεσία (πρβλ. ΟλΑΠ 15/1992). Ειδικότερα: Με τη θεσμοθέτηση των διατάξεων των άρθρων 1022 επ. ΚΠολΔ, διευρύνονται τα υποκείμενα σε εκτέλεση περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη προς όφελος του δανειστή, του οποίου ενισχύεται η δικονομική προστασία, καθόσον τίθεται στη διάθεσή του και καθίσταται υπέγγυα και αντικείμενο αναγκαστικής κατάσχεσης ολόκληρη η περιουσία του οφειλέτη του, ώστε να μη διαφεύγει κανένα περιουσιακό αγαθό του τελευταίου που είναι δυνατό με τη δέσμευσή του να καταλήγει στην ικανοποίηση του δανειστή του, όπως είναι και τα άυλα περιουσιακά αγαθά που μέχρι τη ρύθμιση των άρθρων 1022 επ. ΚΠολΔ δεν ήταν δεκτικά κατάσχεσης. Η κατάσχεση, ως ατομικό μέτρο δίωξης, διέπεται από το γενικότερο σύστημα της διάθεσης (άρθρο 106 ΚΠολΔ) και την ειδικότερη αρχή της πρωτοβουλίας του επισπεύδοντος δανειστή (άρθρο 927 ίδιου Κώδικα), ενώ έχει ως αντικείμενο ορισμένα και εξατομικευμένα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. Γι’ αυτό, κατάσχεση, κατά το άρθρο 1022 ΚΠολΔ, μπορεί να γίνει σε συγκεκριμένο περιουσιακό δικαίωμα του καθ’ ου η εκτέλεση και προϋποθέτει δανειστή που επέβαλε την κατάσχεση. Με αυτόν τον τρόπο νοείται και η αναγκαστική κατάσχεση σε σήμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 133 παρ. 2 του Ν. 4072/2012: αυτή επισπεύδεται κατά του οφειλέτη – σηματούχου από δανειστή που, αφού υπέβαλε αίτημα να επιτραπεί η κατάσχεση του σήματος, πέτυχε να εκδοθεί η απόφαση του άρθρου 1023 ΚΠολΔ και τήρησε τις διατυπώσεις του άρθρου 1025 του ίδιου Κώδικα. Τα χαρακτηριστικά, όμως, αυτά της ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης αντιδιαστέλλονται προς την πτώχευση ως σύστημα καθολικής και συλλογικής εκτέλεσης που καταλαμβάνει όλους τους πτωχευτικούς πιστωτές και ολόκληρη την περιουσία του οφειλέτη που πτώχευσε, δεδομένου ότι με την ατομική αναγκαστική εκτέλεση επιδιώκεται η πραγμάτωση του περιεχομένου του δικαιώματος συγκεκριμένου δανειστή ή συγκεκριμένων δανειστών με μέσα ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης (που ουσιώδη χαρακτηριστικά τους είναι η ατομικότητα και η ειδικότητα) και, συγχρόνως, η πραγμάτωση της ευθύνης του οφειλέτη, ενώ με την πτώχευση επιδιώκεται η εξασφάλιση της αρχής της ισότητας όλων των δανειστών με την, κατά κανόνα, εκκαθάριση ολόκληρης της περιουσίας του οφειλέτη, εκτός, φυσικά, αν η ικανοποίηση αυτή μπορεί να πραγματωθεί μέσω της οικονομικής επιβίωσής του. Έτσι, στην πτωχευτική εκποίηση δεν υφίσταται επισπεύδων την εκτέλεση, στον οποίο τελολογικά αποβλέπει η διάταξη του άρθρου 1022 ΚΠολΔ, ενώ, αντίστοιχα, λόγω της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης, δεν νοείται κατάσχεση στοιχείου της περιουσίας του οφειλέτη προς ικανοποίηση του δανειστή, την οποία (κατάσχεση) προϋποθέτει το πιο πάνω άρθρο 1022 ΚΠολΔ. Με βάση όσα αναπτύχθηκαν, δεν υπάρχει έδαφος αναλογικής εφαρμογής των άρθρων 1022 επ. ΚΠολΔ στη συλλογική διαδικασία της πτώχευσης, η οποία κινείται και κατευθύνεται από τον σύνδικο που ασκεί δημόσια εξουσία – δημόσιο λειτούργημα, υπό την εποπτεία ενός δικαστή (του εισηγητή πτωχεύσεων), και καταλαμβάνει το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη, δηλαδή έχει καθολικό χαρακτήρα. Εκτός από αυτά, 1) δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, κατά την εκποίηση περιουσιακού στοιχείου στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, ιδίως, όταν αυτή εισέρχεται στο στάδιο της ένωσης πιστωτών, η ευχέρεια που παρέχεται στο δικαστήριο, κατ’ άρθρο 1023 παρ.2 ΚΠολΔ, “να μην επιτρέψει την κατάσχεση, αν κρίνει … ότι το αποτέλεσμά της θα είναι ασύμφορο” και 2) οι εναλλακτικές λύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1024 παρ.1 του ίδιου Κώδικα (“το δικαστήριο…ορίζει τα μέσα που κρίνει πρόσφορα για την αξιοποίηση του δικαιώματος και ιδίως μπορεί να διατάξει να μεταβιβαστεί το δικαίωμα σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση…και, αν δεν κρίνει πρόσφορα τα μέτρα αυτά, διορίζει διαχειριστή…”) δεν προσιδιάζουν στη φύση της πτώχευσης ως διαδικασίας συλλογικής και καθολικής εκτέλεσης, κατά την οποία, αφενός, όπως έχει προεκτεθεί, δεν υφίσταται επισπεύδων την εκτέλεση και αφετέρου, αναφορικά με την επιλογή του διαχειριστή, που ικανοποιεί μόνο μακροπρόθεσμα την αξίωση του επισπεύδοντος δανειστή, τούτο δεν συνάδει με τη φύση της πτωχευτικής εκκαθάρισης και την ανάγκη ταχείας περάτωσής της.