Σε μια πρόσφατη δίκη σχετικά με τοπ ΦΠΑ, το Ευρωπαϊκό δικαστήριο αποφάσισε ότι η οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, και το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι η παράλειψη καταβολής, εντός της νόμιμης προθεσμίας, του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) που προκύπτει από την ετήσια δήλωση για ένα δεδομένο φορολογικό έτος συνιστά ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή μόνον όταν το ποσό του μη καταβληθέντος ΦΠΑ υπερβαίνει το όριο αξιοποίνου των 250 000 ευρώ, ενώ για το αδίκημα της παραλείψεως καταβολής των παρακρατηθέντων στην πηγή ποσών του φόρου εισοδήματος προβλέπεται όριο αξιοποίνου 150 000 ευρώ.
Στην συγκεκριμένη υπόθεση εξετάσθηκε το όριο της ποινικής κύρωσης που επιβάλει η Ιταλική νομοθεσία για την μη καταβολή ΦΠΑ σε σχέση με το ύψος του ορίου που ισχύει για την μη καταβολή του φόρου εισοδήματος.
Η ιταλική ρύθμιση προβλέπει ότι η παράλειψη καταβολής των παρακρατηθέντων στην πηγή ποσών του φόρου εισοδήματος συνιστά, όπως και η παράλειψη καταβολής του δηλωθέντος ΦΠΑ, ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως έξι μηνών έως δύο ετών εφόσον το μη καταβληθέν ποσό υπερβαίνει ένα ορισμένο όριο αξιοποίνου.
Ωστόσο, μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 10 ter του νομοθετικού διατάγματος 74/2000, όπως τροποποιήθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 158/2015, το όριο αυτό ανέρχεται σε 250 000 ευρώ για την παράλειψη καταβολής του ΦΠΑ ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 10 bis του νομοθετικού διατάγματος 74/2000, όπως τροποποιήθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 158/2015, σε περίπτωση παραλείψεως καταβολής των εν λόγω παρακρατηθέντων ποσών το όριο είναι μόνο 150 000 ευρώ.
Προκειμένου να εξακριβωθεί αν μια ποσοτική διαφορά όπως η υφιστάμενη μεταξύ των ορίων που προβλέπονται, συνάδει προς την αρχή της ισοδυναμίας, πρέπει να καθοριστεί εάν η παράλειψη καταβολής των παρακρατηθέντων στην πηγή ποσών του φόρου εισοδήματος μπορεί να θεωρηθεί ως παραβίαση του εθνικού δικαίου παρόμοιας φύσεως και σημασίας με την παράλειψη καταβολής του δηλωθέντος ΦΠΑ.
Η παράλειψη καταβολής του ΦΠΑ και η παράλειψη καταβολής των παρακρατηθέντων στην πηγή ποσών του φόρου εισοδήματος χαρακτηρίζονται, αδιακρίτως, από τη μη τήρηση της υποχρεώσεως καταβολής του δηλωθέντος φόρου εντός της νόμιμης προθεσμίας,. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι, με την ποινικοποίηση των συμπεριφορών αυτών, ο Ιταλός νομοθέτης επιδίωκε τον ίδιο σκοπό, δηλαδή να εξασφαλισθεί ότι το Δημόσιο Ταμείο εισπράττει τον φόρο εγκαίρως και, επομένως, ότι διατηρούνται ακέραια τα δημοσιονομικά έσοδα.
Εντούτοις, όπως υποστηρίζει, εν προκειμένω, η Ιταλική Κυβέρνηση, τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται, αντιστοίχως, με το άρθρο 10 bis και με το άρθρο 10 ter του νομοθετικού διατάγματος 74/2000, όπως τροποποιήθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 158/2015, διαφέρουν τόσο στα συστατικά τους στοιχεία όσο και στη δυσκολία αποκαλύψεώς τους.
Πράγματι, ενώ το πρώτο αδίκημα αφορά τις συμπεριφορές των υποκείμενων στον ΦΠΑ, το δεύτερο αδίκημα δεν σχετίζεται με τις συμπεριφορές των υποχρέων προς καταβολή του φόρου εισοδήματος, αλλά με αυτές των φορολογικών υποκαταστάτων που οφείλουν να αποδώσουν τα σχετικά παρακρατηθέντα στην πηγή ποσά. Εξάλλου, από την υποβληθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία προκύπτει ότι, στο ιταλικό φορολογικό δίκαιο, ένας τέτοιος φορολογικός υποκατάστατος, όταν προβαίνει στις παρακρατήσεις αυτές επί των εισοδημάτων των οφειλετών, τους παρέχει ένα έγγραφο, ονομαζόμενο «βεβαίωση», που τους επιτρέπει να δικαιολογούν στη φορολογική αρχή ότι οι εν λόγω παρακρατήσεις έχουν πραγματοποιηθεί και, επομένως, ότι έχουν καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο, τούτο δε ακόμη και αν, στη συνέχεια, ο φορολογικός υποκατάστατος δεν καταβάλει τις παρακρατήσεις αυτές στο Δημόσιο Ταμείο. Υπό τις συνθήκες αυτές, λόγω της χορηγήσεως της βεβαιώσεως αυτής, ενδέχεται να καταστεί δυσκολότερος ο εντοπισμός της παραλείψεως του φορολογικού υποκαταστάτου να επιστρέψει στην φορολογική αρχή τα παρακρατηθέντα στην πηγή ποσά από τον εντοπισμό της παραλείψεως καταβολής του δηλωθέντος ΦΠΑ.
Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, τα δύο αυτά αδικήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν παρόμοιας φύσεως και σημασίας, κατά την υπομνησθείσα στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως νομολογία. Επομένως, όταν δύο κατηγορίες αδικημάτων διαφέρουν σε πολλά σημεία τα οποία αφορούν τόσο την αντικειμενική τους υπόσταση όσο και τις δυσχέρειες που παρουσιάζει η διαπίστωσή τους, οι διαφορές αυτές συνεπάγονται, μεταξύ άλλων, ότι το οικείο κράτος μέλος δεν υποχρεούται να θεσπίζει το ίδιο ακριβώς σύστημα και για τις δύο αυτές κατηγορίες
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:
Η οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, και το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι η παράλειψη καταβολής, εντός της νόμιμης προθεσμίας, του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) που προκύπτει από την ετήσια δήλωση για ένα δεδομένο φορολογικό έτος συνιστά ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή μόνον όταν το ποσό του μη καταβληθέντος ΦΠΑ υπερβαίνει το όριο αξιοποίνου των 250 000 ευρώ, ενώ για το αδίκημα της παραλείψεως καταβολής των παρακρατηθέντων στην πηγή ποσών του φόρου εισοδήματος προβλέπεται όριο αξιοποίνου 150 000 ευρώ.