Την έκθεση για τη σύγκλιση 2018 δημοσιοποίησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπου εξέτασε αν οι χώρες – μέλη της ΕΕ, που δεν είναι μέλη της Ευρωζώνης, εκπληρώνουν τα κριτήρια για την υιοθέτηση του ευρώ. Και οι επτά χώρες που εξετάσθηκαν στην έκθεση έχουν σημειώσει πρόοδο ως προς τη συμμόρφωση με τα κριτήρια σύγκλισης, αλλά καμία χώρα δεν πληροί όλες τις υποχρεώσεις που ορίζονται στη Συνθήκη, συμπεριλαμβανομένου του κριτηρίου νομικής σύγκλισης. “Για την επιτυχημένη υιοθέτηση του ευρώ είναι αναγκαία η διατηρήσιμη σύγκλιση”, αναφέρει η ΕΚΤ.
Το δελτίο τύπου της ΕΚΤ
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δημοσιεύει σήμερα την Έκθεση για τη Σύγκλιση 2018 σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έκθεση καλύπτει τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία. Σύμφωνα με την έκθεση τα επτά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) έχουν σημειώσει πρόοδο προς την εκπλήρωση των κριτηρίων για την υιοθέτηση του ευρώ, παρόλο που καμία από τις χώρες δεν πληροί όλες τις υποχρεώσεις. Η έκθεση εξετάζει τον βαθμό διατηρήσιμης οικονομικής σύγκλισης που έχουν επιτύχει αυτές οι χώρες και αξιολογεί τη συμμόρφωση με τις καταστατικές απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ώστε να αποτελέσουν αναπόσπαστο μέρος του Ευρωσυστήματος. Κατά την αξιολόγηση της διατηρησιμότητας της σύγκλισης, στην έκθεση λαμβάνεται επίσης υπόψη το πλαίσιο ενισχυμένης οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ (π.χ. το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και η διαδικασία μακροοικονομικών ανισορροπιών) καθώς και άλλοι σχετικοί παράγοντες, όπως η ύπαρξη ισχυρού θεσμικού περιβάλλοντος.
Οικονομική σύγκλιση: Σε ό,τι αφορά τη συμμόρφωση προς τα ονομαστικά κριτήρια σύγκλισης, έχει σημειωθεί ορισμένη πρόοδος από τη δημοσίευση της Έκθεσης της ΕΚΤ για τη Σύγκλιση 2016.
Οι διαφορές από χώρα σε χώρα ως προς τον πληθωρισμό μειώθηκαν περαιτέρω, παρουσιάζοντας πρόοδο προς την επίτευξη υψηλού βαθμού σταθερότητας τιμών. Κατά τη δωδεκάμηνη περίοδο αναφοράς (Απρίλιος 2017 – Μάρτιος 2018), ο πληθωρισμός αυξήθηκε στην ΕΕ, κυρίως λόγω της εύρωστης οικονομικής ανάπτυξης και των αυξανόμενων τιμών της ενέργειας και των εμπορευμάτων. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώθηκε στην τιμή αναφοράς για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών, το οποίο εκπλήρωσαν πέντε από τις επτά χώρες που εξετάστηκαν στην έκθεση. Η Τσεχία και η Ουγγαρία κατέγραψαν ρυθμούς πληθωρισμού άνω της τιμής αναφοράς, ενώ ο πληθωρισμός ήταν ίσος προς την τιμή αναφοράς στη Ρουμανία και τη Σουηδία, κάτω από την τιμή αναφοράς στη Βουλγαρία και την Πολωνία και πολύ χαμηλότερος στην Κροατία. Σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω τα προσεχή έτη στις εξεταζόμενες χώρες. Υπάρχει προβληματισμός σχετικά με τη διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στις περισσότερες από τις εξεταζόμενες χώρες σε έναν πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Σύμφωνα με την έκθεση υπάρχει εμφανής βελτίωση σε ό,τι αφορά το κριτήριο της δημοσιονομικής κατάστασης, καθώς οι δημοσιονομικές ανισορροπίες σημειώνουν μείωση στις περισσότερες από τις εξεταζόμενες χώρες. Το 2017 όλες οι χώρες που εξετάστηκαν στην έκθεση ανέφεραν δημοσιονομικό αποτέλεσμα εντός της τιμής αναφοράς 3% του λόγου του ελλείμματος προς το ΑΕΠ ενώ καμία χώρα δεν βρίσκεται επί του παρόντος σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Η Κροατία βρισκόταν σε τέτοια διαδικασία το 2016. Επομένως, όλες οι εξεταζόμενες χώρες συμμορφώνονται προς το κριτήριο για το έλλειμμα. Ο λόγος του χρέους ξεπερνά το όριο του 60% του ΑΕΠ μόνο στην Κροατία και την Ουγγαρία, όμως και στις δύο χώρες ακολουθεί επαρκώς καθοδική πορεία και προσεγγίζει το 60% του ΑΕΠ με ικανοποιητικό ρυθμό, οπότε μπορεί να θεωρηθεί ότι συμμορφώνεται με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Καμία από τις εξεταζόμενες χώρες δεν συμμετέχει στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ). Στις περισσότερες χώρες η συναλλαγματική ισοτιμία παρουσίασε σχετικά υψηλή μεταβλητότητα κατά τη διετή περίοδο αναφοράς. Εξαιρούνται η Βουλγαρία, στην οποία ισχύει καθεστώς επιτροπής συναλλάγματος έναντι του ευρώ, και η Κροατία, που εφαρμόζει καθεστώς αυστηρά ελεγχόμενης διακύμανσης σε σχέση με το ευρώ.
Όσον αφορά τη σύγκλιση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, πέντε από τις επτά χώρες που εξετάζονται στην έκθεση έχουν μακροπρόθεσμα επιτόκια κάτω από την τιμή αναφοράς του 3,2%. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια ήταν άνω της τιμής αναφοράς στην Πολωνία και τη Ρουμανία. Τα χαμηλότερα επιτόκια καταγράφηκαν στην Τσεχία και τη Σουηδία.
Η διατηρήσιμη σύγκλιση είναι ουσιώδης: Οι χώρες που υιοθετούν το ευρώ θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν τη διατηρησιμότητα της διαδικασίας σύγκλισής τους. Προϋπόθεση για την επίτευξη διατηρήσιμης σύγκλισης είναι η μακροοικονομική σταθερότητα και συγκεκριμένα η εφαρμογή υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής. Οι περισσότερες από τις εξεταζόμενες χώρες σημείωσαν πρόοδο ως προς την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών που χαρακτηρίζουν τις οικονομίες τους.
Η διατηρήσιμη σύγκλιση απαιτεί επίσης υγιείς θεσμούς. Οι χώρες πρέπει να διαθέτουν αγορές προϊόντων και εργασίας που λειτουργούν εύρυθμα• αυτό είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών διαταραχών. Επιπλέον, πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή ενδεδειγμένες μακροπροληπτικές πολιτικές, ώστε να αποφεύγεται η συσσώρευση μακροοικονομικών ανισορροπιών, όπως η υπερβολική άνοδος των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και οι κύκλοι έξαρσης και ύφεσης (boom – bust) της πιστωτικής επέκτασης. Τέλος, πρέπει να προβλέπεται κατάλληλο πλαίσιο για την εποπτεία και την εξυγίανση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως λόγω της δημιουργίας της τραπεζικής ένωσης και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού.
Νομική σύγκλιση: Σε καμία από τις επτά εξεταζόμενες χώρες το νομικό πλαίσιο δεν ήταν πλήρως συμβατό με το σύνολο των απαιτήσεων για την υιοθέτηση του ευρώ. Εξακολουθούν να υπάρχουν ασυμβατότητες ως προς την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, ιδίως ως προς τη θεσμική και οικονομική ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, καθώς και την προσωπική ανεξαρτησία. Επιπροσθέτως, σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες, με εξαίρεση την Κροατία, παρατηρούνται ασυμβατότητες ως προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και τη νομική ενσωμάτωση των αντίστοιχων κεντρικών τραπεζών στο Ευρωσύστημα.