Γεννήθηκαν και πέθαναν μέσα στην κρίση. Ισως διότι, σε μεγάλο βαθμό, η γέννησή τους δεν ήταν αποτέλεσμα μακρόπνοου σχεδιασμού, αλλά λύση ανάγκης, αναζήτηση εξόδου από το τούνελ της ανεργίας. Ισως διότι –αν και υπήρχαν σχέδια– δεν υπήρχαν χρήματα. Ο λόγος για περίπου 40.000 επιχειρήσεις οι οποίες ιδρύθηκαν και έβαλαν «λουκέτο» την περίοδο 2012-2017.
Επιχειρήσεις που στην πλειονότητά τους δραστηριοποιήθηκαν στον κλάδο της εστίασης, επιβεβαιώνοντας δυστυχώς την αντίληψη ότι η μικρομεσαία επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα εξαντλείται σε σουβλατζίδικα και καφετέριες, και το λιανεμπόριο. Ή επιχειρήσεις που επεδίωξαν να εκμεταλλευθούν την τάση που αναπτύχθηκε στα χρόνια της κρίσης, όπως η χρήση καυσόξυλων, ή ακόμη να επωφεληθούν από τη μεγάλη «φούσκα», όπως αποδείχθηκε σε μεγάλο βαθμό εκ των υστέρων η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάνελ σε κάθε χωράφι.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία που προέρχονται από την κεντρική υπηρεσία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ) και παρουσιάζει σήμερα αποκλειστικά η «Κ» ο αριθμός των επιχειρήσεων που ιδρύθηκε μετά την 1η Ιανουαρίου 2012 και συνάμα έκλεισε πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2017 φτάνει τις 39.432. Δεδομένου ότι την περίοδο 2012-2017 διεγράφησαν από το ΓΕΜΗ, ανεξαρτήτως χρονολογίας ίδρυσης, συνολικά 207.667 επιχειρήσεις, προκύπτει ότι το 19% γεννήθηκε και πέθανε στην καρδιά της κρίσης, η οποία αποτέλεσε είτε τη γενεσιουργό αιτία είτε την αιτία θανάτου των επιχειρήσεων.
Εστίαση και καφετέριες
Από αυτές, το μεγαλύτερο ποσοστό, 15,7% ή 6.225, είναι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της εστίασης, από τα απλά σαντουιτσάδικα – τυροπιτάδικα έως εστιατόρια και κέντρα διασκέδασης. Οι περισσότερες εξ αυτών και συγκεκριμένα 1.057 έχουν καταχωριστεί ως «καφενεία» –παραδοσιακά και μη– ενώ μέσα στην εξεταζόμενη περίοδο διαπιστώνεται ότι άνοιξαν και έκλεισαν 1.029 ψητοπωλεία. Εξ ου, φαίνεται, και η αγωνία των ιδιοκτητών τους να βρουν τις πλέον ευφάνταστες επωνυμίες για τα καταστήματα αυτής της κατηγορίας, συχνά χωρίς επιτυχία. Πέραν των καφενείων, άνοιξαν και έκλεισαν περίπου 1.000 καφέ-μπαρ και άλλες τόσες καφετέριες.
Αναμφίβολα, αρκετές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της εστίασης ακολουθούν επιτυχημένη πορεία, παρά την κρίση, καθώς κατάφεραν να προσφέρουν καλές υπηρεσίες και κυρίως να διαφοροποιήσουν το προϊόν τους. Κάτι που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα επιτυχίας σε ένα κλάδο με πληθώρα επιχειρήσεων.
«Εύκολες» λύσεις
Μετά την ενασχόληση με την εστίαση, η φαινομενικά «εύκολη» λύση είναι η ενασχόληση με το λιανεμπόριο. Δεν είναι τυχαίο ότι την περίοδο 2012-2017 ιδρύθηκαν αλλά δεν πρόλαβαν να μακροημερεύσουν 4.731 λιανεμπορικές επιχειρήσεις. Σε αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο λιανικό εμπόριο τροφίμων και καυσίμων, καθώς και τα φαρμακεία. Στα στοιχεία περιλαμβάνονται και 2.558 επιχειρήσεις χωρίς κωδικό αριθμό δραστηριότητας (ΚΑΔ), καθώς δεν τον έχουν δηλώσει στο ΓΕΜΗ, παρά μόνο στις ΔΟΥ.
Σε ποσοστό 80,4% οι επιχειρήσεις που συστάθηκαν και διαλύθηκαν την περίοδο 2012-2017 ήταν ατομικές, κάτι που αποτελεί ισχυρή ένδειξη για το κίνητρο της δημιουργίας τους –εν προκειμένω η ανάγκη– και εξηγεί σε σημαντικό βαθμό τον θνησιγενή χαρακτήρα τους.
Ακολουθούν οι ομόρρυθμες εταιρείες (3.612), οι ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες – ΙΚΕ (1.606) και οι ετερόρρυθμες (1.491 άνοιξαν κι έκλεισαν μέσα σε έξι χρόνια). Την ίδια περίοδο, δημιουργήθηκαν και έκλεισαν 526 εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και 198 ανώνυμες εταιρείες, αριθμός καθόλου ευκαταφρόνητος, δεδομένου του αρχικού κεφαλαίου που απαιτεί η ίδρυσή τους και του σημαντικού αριθμού εργαζομένων που συχνά απασχολούν.
Ευκαιρίες στα καυσόξυλα, «φούσκα» στα φωτοτοβολταϊκά
Το πρωί στρατιωτικός, το απόγευμα ασφαλιστής. Το παράδειγμα δεν αποτελεί σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Απεναντίας, είναι βγαλμένο από τη ζωή. Και στη θέση του στρατιωτικού μπορείτε να σκεφτείτε και άλλα επαγγέλματα.
Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ), μία από τις δημοφιλέστερες επιχειρηματικές δραστηριότητες είναι αυτή της παροχής υπηρεσιών ασφαλιστικού συμβούλου χωρίς επαγγελματική εγκατάσταση. Συγκεκριμένα, την περίοδο 2012-2017 άνοιξαν και έκλεισαν συνολικά 987 επιχειρήσεις που υπάγονται σε αυτό τον κωδικό αριθμό δραστηριότητας (ΚΑΔ). Ο λόγος; Αρκετοί εν μέσω κρίσης και βλέποντας το εισόδημα από την κύρια απασχόλησή τους να μειώνεται αποφάσισαν να εργασθούν και ως ασφαλιστές, κυρίως στον κλάδο της ασφάλισης αυτοκινήτου.
Κάποιοι βεβαίως έχουν την παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών ως κύριο επάγγελμα, αλλά για λόγους μείωσης του κόστους λειτουργίας, δεν είχαν επαγγελματική εγκατάσταση.
Στα αξιοπερίεργα της επιχειρηματικής δραστηριότητας που αναπτύχθηκε τα χρόνια της κρίσης περιλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις που σχετίζονται με την εμπορία καυσόξυλων. Επιχειρήσεις σε αυτή την κατηγορία υπήρχαν πολλές και προ κρίσης, ειδικά καθώς ολοένα και περισσότερα σπίτια και μάλιστα ολίγων τετραγωνικών κατασκευάζονταν με τζάκι. Η κατάργηση της κεντρικής θέρμανσης σε πολλές πολυκατοικίες και η χρήση του τζακιού και της ξυλόσομπας ως βασικών μέσων θέρμανσης οδήγησαν αρκετούς να δραστηριοποιηθούν σε αυτόν τον κλάδο. Μέσα στην κρίση, λοιπόν, άνοιξαν και έκλεισαν 260 επιχειρήσεις παραγωγής, χονδρικού και λιανικού εμπορίου καυσόξυλων.
Εντύπωση επίσης προκαλεί το γεγονός ότι 21 από τις 198 συνολικά ανώνυμες εταιρείες που άνοιξαν και έκλεισαν μεταξύ των ετών 2012 και 2017 δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά.
Προσπάθειες χωρίς προοπτική και σχέδιο που δεν φέρνουν τα επιθυμητά κέρδη
Είναι μόνον η έλλειψη χρημάτων που οδήγησε στον γρήγορο θάνατο των επιχειρήσεων; Είναι η απουσία καινοτομίας; Το μη ισχυρό επιχειρηματικό πνεύμα; Οπως έδειξε η τελευταία έκθεση επιχειρηματικότητας του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), επτά στους δέκα από αυτούς που διέκοψαν ή ανέστειλαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα το 2016 δήλωναν ως βασικότερο λόγο την έλλειψη κερδοφορίας της επιχείρησης, ενώ υπάρχει και ένα 4,4% που ανέφερε τα προβλήματα χρηματοδότησης.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι συχνά τα επιχειρηματικά εγχειρήματα στην Ελλάδα χρηματοδοτούνται από τους λεγόμενους «άτυπους επενδυτές», άτομα συνήθως του φιλικού ή συγγενικού περιβάλλοντος του επίδοξου επιχειρηματία. Αυτό συχνά σημαίνει ότι η αξιολόγηση της βιωσιμότητας μιας επιχειρηματικής ιδέας ενδεχομένως να μη γίνεται αντικειμενικά, αλλά περισσότερο με συναισθηματικά κριτήρια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα και τελικά τις πιθανότητες βιωσιμότητας και μεγέθυνσης των επιχειρηματικών εγχειρημάτων.
Το πιο απογοητευτικό ίσως στοιχείο της έρευνας του ΙΟΒΕ είναι ότι οι επίδοξοι επιχειρηματίες ξεκινούν το εγχείρημά τους γνωρίζοντας, σε μεγάλο βαθμό, ότι αυτό δεν κομίζει τίποτα νέο. Τρεις στους πέντε επιχειρηματίες δηλώνουν ότι κανένας δυνητικός πελάτης δεν θα θεωρήσει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους νέα και πρωτοποριακά. Επιπλέον, το 55,3% των επιχειρηματιών δηλώνει ότι πολλές επιχειρήσεις προσφέρουν παρόμοιο προϊόν ή υπηρεσία.
Την απάντηση στο γιατί κάποιος να ξεκινήσει μια επιχείρηση όταν δεν έχει να προσφέρει κάτι καινούργιο δίνει το επόμενο εύρημα της έκθεσης του ΙΟΒΕ. Στην Ελλάδα, το 2016, το 34% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων (περίπου 160.000 άτομα) ξεκίνησε ένα επιχειρηματικό εγχείρημα από ανάγκη, ενώ το 36,1% (περίπου 140.000 άτομα) διέκρινε κάποια επιχειρηματική ευκαιρία. Σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών καινοτομίας (55,8%), η ελληνική επιχειρηματικότητα ευκαιρίας κινείται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, ενώ η επιχειρηματικότητα ανάγκης βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με τον αντίστοιχο μέσον όρο (22,8%).
Σε χώρες όπου η καινοτομία αποτελεί βασικό στοιχείο της επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως το Ισραήλ, η επιχειρηματικότητα ανάγκης αποτελεί μόλις το 18,8% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων, ενώ η επιχειρηματικότητα ευκαιρίας, το 39,2%. Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι σε χώρες που βρέθηκαν σε καθεστώς μνημονίου τα ποσοστά επιχειρηματικότητας ευκαιρίας είναι εξαιρετικά υψηλά. Για παράδειγμα, στην Ιρλανδία αποτελεί το 49,4% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων, ενώ στην Πορτογαλία φθάνει το 55,8%.
Το γεγονός, τέλος, ότι το 58,1% των νέων εγχειρημάτων στην Ελλάδα το 2016 εντάσσεται σε υπηρεσίες και προϊόντα προς τους καταναλωτές (εκεί εμπίπτουν τόσο το λιανεμπόριο όσο και η εστίαση) δεν θεωρείται ιδιαιτέρως ενθαρρυντικό, καθώς έτσι αναπαράγεται ένα μοντέλο μη βιώσιμης επιχειρηματικότητα που δεν προσδίδει δυναμική στην οικονομική ανάπτυξη.