Δέκα ημέρες πριν από την 1η Ιουνίου, οπότε εκπνέει η προσωρινή εξαίρεση των ευρωπαϊκών προϊόντων από τους αμερικανικούς δασμούς στον χάλυβα και στο αλουμίνιο, ο Ντόναλντ Τραμπ φάνηκε να ετοιμάζεται για επίθεση κατά των εμπορικών του εταίρων, συμπεριλαμβανομένης της Ε.Ε. Το βράδυ της Τετάρτης ανακοίνωσε ότι οι αμερικανικές αρχές διερευνούν κατά πόσον οι εισαγωγές αυτοκινήτων στοιχειοθετούν απειλή για τις αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες και υπό αυτήν την έννοια εγκυμονούν κινδύνους για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Η είδηση μεταφράζεται άμεσα σε απειλή για επιβολή δασμών στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα και ανεβάζει περισσότερο το θερμόμετρο στις σχέσεις Ευρώπης – ΗΠΑ. Μέχρι στιγμής, η Ε.Ε. έχει δοκιμάσει να διαχειριστεί το ζήτημα άλλοτε με φιλική διάθεση και άλλοτε με απειλές για αντίμετρα. Τελευταία, τείνει, μάλιστα, να αγνοήσει τις απειλές της Ουάσιγκτον, προσεγγίζοντας χώρες που έχουν τεθεί στο στόχαστρό της, όπως η Ρωσία και το Ιράν.
Η είδηση μεταφράζεται άμεσα σε επικείμενη επιβολή δασμών στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα που κατακλύζουν την αμερικανική αγορά και ειδικότερα για τις γερμανικές βιομηχανίες Volkswagen, Daimler και BMW, που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 90% της αμερικανική αγοράς αυτοκινήτων. Ετσι, οι μετοχές των τριών γερμανικών κολοσσών σημείωσαν απώλειες της τάξεως του 2,5% με 3%. Η άμεση αντίδραση της Ε.Ε. ήταν μάλλον αμήχανη, καθώς η Κομισιόν αρκέστηκε σε πρώτη φάση να εκφράσει την έκπληξή της διά στόματος του αντιπροέδρου Γίρκι Κατάινεν, που τόνισε ότι «είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι τα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα μπορούν να αποτελούν απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ». Υπήρξε εν χορώ αντίδραση των ευρωπαϊκών και ειδικότερα των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών. Είναι, πάντως, βέβαιον ότι αυτή η τελευταία απειλή ανοίγει νέο μέτωπο αναμέτρησης ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και τις φέρνει πιο κοντά σε έναν ανοικτό εμπορικό πόλεμο.
Από τον Μάρτιο, οπότε ανακοίνωσε για πρώτη φορά ο Ντόναλντ Τραμπ την πρόθεσή του να επιβάλει δασμούς 25% στις εισαγωγές προϊόντων χάλυβα και 10% στις εισαγωγές αλουμινίου, Βρυξέλλες και Βερολίνο έχουν δοκιμάσει κάθε εναλλακτική προσέγγιση. Αρχικά αντέδρασαν απειλώντας να καταφύγουν σε αντίποινα υπό τη μορφή δασμών και να προσφύγουν στον ΠΟΕ. Στη συνέχεια επιχείρησαν να κάμψουν τον Αμερικανό πρόεδρο με υποσχέσεις για μείωση των δασμών στις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων ως αντάλλαγμα για τη μόνιμη εξαίρεση των ευρωπαϊκών προϊόντων από τους δασμούς. Την 1η Μαΐου, άλλωστε, όταν αποφάσισε ο Ντόναλντ Τραμπ να παρατείνει κατά ένα μήνα την προσωρινή εξαίρεση, η Κομισιόν είχε προειδοποιήσει ότι παρατείνεται παράλληλα και η αβεβαιότητα στην αγορά, γεγονός που έχει ήδη πλήξει ορισμένες επιχειρήσεις. Το Βερολίνο έκρουε, επίσης, τον κώδωνα του κινδύνου, προειδοποιώντας την Ουάσιγκτον πως καμία πλευρά δεν έχει τίποτε να κερδίσει από έναν εμπορικό πόλεμο. Φαινόταν εφικτή μια νέα προσέγγιση ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, δεδομένου ότι η Ουάσιγκτον έχει ήδη παραχωρήσει μόνιμη εξαίρεση από τους δασμούς στα προϊόντα Αργεντινής, Βραζιλίας και Αυστραλίας. Μεσολάβησαν, όμως, νέες επιθετικές κινήσεις του Αμερικανού προέδρου: η απειλή του να επιβάλει κυρώσεις σε όσες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις συμμετάσχουν στην ολοκλήρωση του αγωγού Nord Stream 2, που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στη Γερμανία, αλλά και η επαναφορά των κυρώσεων κατά του Ιράν.
Ασκηση ισορροπίας για την Αγκελα Μέρκελ μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ
Την ώρα που ο διεθνής Τύπος ανακοίνωνε την έρευνα των αμερικανικών αρχών σχετικά με τις εισαγωγές αυτοκινήτων και τους κινδύνους που ενδέχεται να εγκυμονούν για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, η Γερμανίδα καγκελάριος βρισκόταν στο Πεκίνο. Προφανώς, η επίσκεψη είχε ως στόχο την προώθηση των γερμανικών επιχειρηματικών συμφερόντων στη δεύτερη οικονομία του κόσμου. Η στάση της κ. Μέρκελ προστίθεται, όμως, στις κινήσεις με τις οποίες άλλοτε το Βερολίνο και άλλοτε οι Βρυξέλλες μοιάζουν να ετοιμάζονται για μια ενδεχόμενη μετωπική σύγκρουση με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η κ. Μέρκελ δεν έκρυψε την πρόθεσή της να συσφίγξει περαιτέρω τις σχέσεις με την Κίνα, τον υπ’ αριθμόν ένα πιστωτή των ΗΠΑ, που μόλις έχει διασφαλίσει προσωρινή ανακωχή στον διμερή εμπορικό πόλεμο με την υπερδύναμη. Απηχώντας αίτημα των γερμανικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, κάλεσε το Πεκίνο να ανοίξει την κινεζική αγορά στις ξένες επιχειρήσεις, ώστε να μη βρεθούν και οι κινεζικές επιχειρήσεις αντιμέτωπες με εμπόδια στην Ευρώπη. Από κοινού με τον Κινέζο πρωθυπουργό Λι Κεκιάγνκ, εξέφρασε, άλλωστε, τη δέσμευση της Γερμανίας και της Κίνας στο «ελεύθερο και θεμιτό εμπόριο». Μολονότι υπογράμμισε ότι η Γερμανία παραμένει προσηλωμένη στη στενή συμμαχική και εμπορική της σχέση με τις ΗΠΑ, ανεξάρτητα από τις διμερείς εντάσεις, Βερολίνο και Πεκίνο εξέφρασαν ανοικτά τη διαφωνία τους με την απόφαση του Αμερικανού προέδρου να ακυρώσει τη συμφωνία με το Ιράν και να επαναφέρει τις κυρώσεις κατά της Τεχεράνης.
Εχει προηγηθεί προ ολίγων ημερών η επίσκεψή της στη Ρωσία και η συνάντησή της με τον Ρώσο πρόεδρο, στο πλαίσιο της οποίας οι δύο ηγέτες συμφώνησαν να προωθήσουν τον αγωγό Nord Stream 2, αδιαφορώντας για τις απειλές της Ουάσιγκτον. Εχει, όμως, επίσης προηγηθεί και η απόφαση της Κομισιόν να επικαιροποιήσει νομοθέτημα που είχε ψηφίσει από τη δεκαετία του 1990, όταν ίσχυε το αμερικανικό εμπάργκο κατά της Κούβας. Με αυτό το νομοθέτημα απαγορεύει στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να συμμορφώνονται με τις κυρώσεις που έχει επιβάλει η Ουάσιγκτον, όταν βεβαίως είναι μονομερείς και δεν έχει προηγηθεί συναίνεση των Βρυξελλών.
Με αυτήν την κίνηση, η Ε.Ε. έχει διαφοροποιηθεί από τη στάση της Ουάσιγκτον προς την Τεχεράνη, καθώς ευρωπαϊκοί επιχειρηματικοί κολοσσοί έχουν υπογράψει συμβόλαια πολλών δισ. δολαρίων με το Ιράν. Η Κομισιόν έχει, άλλωστε, λάβει τα μέτρα της για να συνεχισθεί η χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων που έχουν υπογράψει ευρωπαϊκές εταιρείες.