Η μείωση των εισοδημάτων, οι αυξημένοι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές συρρίκνωσαν το διαθέσιμο εισόδημα, με συνέπεια τα ελληνικά νοικοκυριά να υποχρεώνονται να «τρώνε από τα έτοιμα».
Από το 2011 έως και το 2017 ρευστοποίησαν περί τα 32,5 δισ. ευρώ που είχαν με τη μορφή αποταμιεύσεων σε ακίνητα, ομόλογα, μετοχές ή καταθέσεις, στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν ένα στοιχειώδες επίπεδο κατανάλωσης.
Η μείωση της αποταμίευσης άγγιξε μάλιστα ιστορικό υψηλό το 2017, καθώς, λόγω αυξημένων φόρων και εισφορών, έφτασε τα 8,3 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη συρρίκνωση των τελευταίων δεκαετιών.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τη μελέτη του τμήματος οικονομικής ανάλυσης της Eurobank και η βασική αιτία αποδίδεται στο γεγονός ότι το διαθέσιμο εισόδημα δεν επαρκεί για να συντηρηθεί ένα εύλογο επίπεδο ιδιωτικής κατανάλωσης, με αποτέλεσμα τα νοικοκυριά να καταφεύγουν στη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων, όπως ακίνητα, μετοχές, ομόλογα, καταθέσεις κ.ά.
Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι η κατανάλωση έχει μειωθεί κατά 40 δισ. ευρώ από το 2008 έως το 2017, καθώς από τα 163 δισ. ευρώ μειώθηκε στα 123,3 δισ. ευρώ το 2017. Αυτό σημαίνει ότι η συρρίκνωση της αποταμίευσης και η ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων επιστρατεύθηκαν από τα νοικοκυριά, προκειμένου να διατηρήσουν το ήδη σημαντικά μειωμένο βιοτικό τους επίπεδο το οποίο δεν μπορούσε να υποστηρίξει το διαθέσιμο εισόδημά τους.
Να σημειωθεί ότι διαθέσιμο είναι το εισόδημα που έχουν τα άτομα είτε για να το καταναλώσουν είτε για να το αποταμιεύσουν και υπολογίζεται εάν από το προσωπικό εισόδημα αφαιρεθούν οι άμεσοι φόροι (φόρος εισοδήματος) και οι εισφορές σε ταμεία κοινωνικών ασφαλίσεων. Με βάση τα στοιχεία της Eurobank, το 2017 υπήρξε το έκτο στη σειρά έτος με αρνητική αποταμίευση για τα ελληνικά νοικοκυριά.
Αυτό σημαίνει ότι για έκτη συνεχή χρονιά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στη χώρα μας ήταν χαμηλότερο από την αντίστοιχη καταναλωτική δαπάνη. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, ο πλούτος των ελληνικών νοικοκυριών μειώνεται σταθερά κατά 6,6 δισ. ευρώ κάθε χρόνο από το 2011 έως και το 2017, καθώς τα χρήματα αυτά αποσύρονται από τις διάφορες μορφές αποταμίευσης και μετατρέπονται σε καταναλωτική δαπάνη. Σύμφωνα με την ανάλυση, η ύφεση, η στασιμότητα και η μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή που βίωσε η ελληνική οικονομία την περίοδο 2009-2017 οδήγησαν σε συμπίεση των δυνατοτήτων αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών τόσο από την πλευρά του εισοδήματος όσο και από την πλευρά των δημοσιονομικών υποχρεώσεών τους προς το κράτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2009 η ετήσια αποταμίευση των νοικοκυριών στην Ελλάδα ήταν 11,4 δισ. ευρώ (7% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος) και το 2017 διαμορφώθηκε στο αρνητικό έδαφος των -8,3 δισ. ευρώ (-6,7% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος). Στο ίδιο χρονικό διάστημα η ετήσια αποταμίευση των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων συρρικνώθηκε κατά 8,1 δισ. ευρώ, ενώ των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων ενισχύθηκε κατά 3,7 δισ. ευρώ. Στο αντίθετο άκρο κινήθηκαν οι αποταμιευτικές ροές της γενικής κυβέρνησης, καθώς από -23,6 δισ. ευρώ το 2009 αυξήθηκαν στα 5,5 δισ. ευρώ το 2017, μέσα από τις υποχρεώσεις για τη δημοσιονομική προσαρμογή και την εξάλειψη των ελλειμμάτων. Οι μεταβολές αυτές είχαν ως καθαρό αποτέλεσμα την αύξηση του συνόλου της ετήσιας εγχώριας αποταμίευσης, από τα 13,8 δισ. ευρώ το 2009 (5,8% του ονομαστικού ΑΕΠ) στα 18,8 δισ. ευρώ το 2017 (10,6% του ονομαστικού ΑΕΠ). Προσθέτοντας και το έλλειμμα του τρέχοντος εξωτερικού ισοζυγίου (σε απόλυτους όρους), προκύπτει το ύψος των συνολικών επενδύσεων της ελληνικής οικονομίας το 2017, που διαμορφώθηκε στα 20,6 δισ. ευρώ ή στο 1,6% του ονομαστικού ΑΕΠ.