Οι χθεσινές συναντήσεις στις Βρυξέλλες για την υπόθεση του ελληνικού χρέους επιβεβαίωσαν για άλλη μία φορά με …εκκωφαντικό τρόπο τον καθοριστικό ρόλο που εξακολουθεί να έχει ο κ. Σόιμπλε στον τελικό κύκλο συζητήσεων για την περαιτέρω διευθέτηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Ο νέος όρος που τέθηκε από την πλευρά του κ. Σόλτς (ο νέος γερμανός ΥΠΟΙΚ) είναι ότι η οποιαδήποτε διευκόλυνση της Ελλάδας στο χρέος με βάση την εφαρμογή της γαλλικής πρότασης θα πρέπει να έχει την υπογραφή της γερμανικής Βουλής στην οποία πρόεδρος – και πολιτικά κυρίαρχος – είναι ο κ. Σόιμπλε.
Αυτό σύμφωνα με τη γραπτή απαίτηση που παρουσίασε ο. Κ. Σόλτς σημαίνει ότι η ενεργοποίηση του μηχανισμού ελάφρυνσης του χρέους σε περίπτωση επιβράδυνσης της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει πρώτον να έχει ελεγχθεί με “αξιολόγηση” της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής που έχει εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση και δεύτερον αυτή η αξιολόγηση εφόσον είναι θετική να ελεγχθεί από τη γερμανική Βουλή – δηλαδή από τον κ. Σόιμπλε και όχι μόνο από την κυβέρνηση – και κατόπιν να υλοποιηθεί. Αν υπολογίσει κανείς ότι το χρονικό διάστημα στο οποίο θα πρέπει να “τσεκαριστεί” η συνέπεια της πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης είναι η πενταετία, γίνεται προφανές ότι ο νέος όρος αφενός δεσμεύει με όρους “εξαναγκασμού” τις ελληνικές κυβερνήσεις και αφετέρου καθιστά την ενεργοποίηση της ελάφρυνσης του χρέους από τη γαλλική πρόταση πρακτικά ανέφικτη…
Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο το Δ.Ν.Τ εξήγησε ότι δεν μπορεί να συμφωνήσει με την υιοθέτηση ενός “αυτοματισμού” ο οποίος στην πραγματικότητα δεν θα μπορεί να ενεργοποιηθεί υπό τον όρο αυτό. Βέβαια το Δ.Ν.Τ όπως κάθε φορά κρατά τα χαρτιά του κλειστά και έχει τη δυνατότητα με τις εκθέσεις του να πιέζει με τρόπο που οι συνομιλητές του δεν μπορούν να το αγνοήσουν. και αυτό θα κάνει πολύ σύντομα και πάλι…
Από την άλλη πλευρά η συζήτηση και η διένεξη αυτή εξελίσσεται πάνω στο έδαφος του ήδη συμφωνημένου πρώτου σκέλους διευθέτησης του χρέους το οποίο στηρίζεται σε τρεις άξονες:
– ενεργοποίηση του υπολοίπου του δανείου (27 δισ. ευρώ) για την εξαγορά και κλείσιμο των ακριβών τμημάτων του δανεισμού (δάνειο του Δ.Ν.Τ, GLF, κ.λ.π),
– την περαιτέρω επιμήκυνση μέρους των δανείων του EFSF/ESM που χαμηλώνει τις ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους στο 15% – 20% του ΑΕΠ (σ’ αυτό έχει συμφωνήσει το Δ.Ν.Τ) και
– τη δέσμευση για υλοποίηση πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% μέχρι το 2022 και 2% μετά για δέκα χρόνια.
Η επιμονή Σόιμπλε στην απαίτηση για διπλούς ελέγχους έχει πίσω της τις εύθραυστες ισορροπίες στη γερμανική κυβέρνηση, το κοινοβούλιο και κυρίως τις επικείμενες εκλογές στη Βαυαρία που είναι οι σημαντικότερες για τους Γερμανούς χριστιανοδημοκράτες οι οποίοι πιέζονται πολύ σκληρά από τους φιλελεύθερους και το AfD. Το περιβάλλον άλλωστε έχει γίνει ακόμα πιό αβέβαιο στην Ευρωζώνη καθώς ένα χρόνο πριν από τις ευρωεκλογές και την αλλαγή όλων σχεδόν των προσώπων στις ηγετικές θέσεις της Ευρωζώνης στην τρίτη ισχυρότερη χώρα της ευρωζώνης, την Ιταλία, εγκαθίσταται κατά τα φαινόμενα η πλέον ευρωσκεπτικιστική κυβέρνηση που υπήρξε ποτέ. Και όλα αυτά ενώ στην ΕΚΤ και την Κομισιόν γνωρίζουν ότι η οικονομία της Ευρωζώνης μπαίνει από το 2019 σε μία τροχιά “διολίσθησης”.
Σε αυτό το περιβάλλον εξελίσσεται η συζήτηση για το ελληνικό χρέος, με τους εγχώριους παράγοντες όπως πχ η 4η αξιολόγηση να έχουν δευτερεύοντα ρόλο στις αποφάσεις που θα αποκρυσταλλωθούν στο τέλος αυτής της αβέβαιης διαδρομής. Ένα πάντως είναι βέβαιο, το Δ.Ν.Τ είτε προλάβει είτε δεν προλάβει να ενεργοποιήσει πρόγραμμα συμμετοχής, η θέση του στο μοντέλο ενισχυμένης εποπτείας μετά την 20η Αυγούστου είναι εκ των προτέρων δεδομένη, όσο είναι και το γεγονός ότι η τελευταία λέξη στη συμφωνία αυτή θα ακουσθεί με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο από τον κ. Σόιμπλε…