Το «τέλος της Δύσης» μέσα από ένα ιστορικό διαζύγιο Αμερικής – ηπειρωτικής Ευρώπης αποτελεί μία από τις πιο δημοφιλείς προφητείες των διεθνολόγων. Παρότι τα γεγονότα δεν έχουν δικαιώσει, μέχρι σήμερα, τις Κασσάνδρες, αυτό δεν τις εμποδίζει να επανέρχονται στο αγαπημένο τους μοτίβο – άλλωστε, η Κασσάνδρα αποδείχθηκε τελικά ότι είχε δίκιο και όσοι δεν την άκουσαν, κακό του κεφαλιού τους.
Τούτο το καλοκαίρι προσφέρεται για καταστροφολογικές προβλέψεις. Η τορπίλη Τραμπ στη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν έφερε τις ΗΠΑ σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης με την Ευρώπη. Παράλληλα, την 1η Ιουνίου εκπνέει το τελεσίγραφο της Ουάσιγκτον στους Ευρωπαίους για το άνοιγμα των αγορών τους στα αμερικανικά προϊόντα, υπό την απειλή εμπορικών πολέμων, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Τραμπ, «είναι καλό πράγμα και εύκολα κερδίζονται».
Τότε και τώρα
Δεν είναι η πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που η διατλαντική σχέση δοκιμάζεται από επικίνδυνους τρανταγμούς. Στην κρίση του Σουέζ, το 1956, η Αμερική του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ δεν δίστασε να έρθει σε σύγκρουση με Βρετανία, Γαλλία και Ισραήλ, σε μια τακτική σύγκλιση με την ΕΣΣΔ, που έκανε σαφές σε όλο τον κόσμο ποιοι ήταν οι καινούργιοι άρχοντες του κόσμου. Στον πόλεμο του Βιετνάμ, ήρθε η σειρά της Αμερικής να απομονωθεί από όλους τους συμμάχους της, ακόμη και από τη Βρετανία του Χάρολντ Ουίλσον. Κάτι ανάλογο συνέβη το 2003 με τον πόλεμο του υιού Μπους εναντίον του Ιράκ, όταν το περιστασιακό μπλοκ Γαλλίας, Γερμανίας και Ρωσίας έβαλε φρένο στα σχέδια των νεοσυντηρητικών για έναν «Νέο Αμερικανικό Αιώνα». Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, το «Ρήγμα του Ατλαντικού» έκλεισε γρήγορα και το «Τέλος της Δύσης» εξοστρακίστηκε πέρα από τη γραμμή του ορίζοντα.
Τούτη τη φορά, όμως, τα πράγματα δεν αποκλείεται να εξελιχθούν διαφορετικά. «Στις προηγούμενες ρήξεις, Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη διαφωνούσαν για τα μέσα. Αυτή είναι η πρώτη φορά που η διαμάχη αφορά τους ίδιους τους σκοπούς», εκτιμά ο Τσαρλς Κάπτσαν, υπεύθυνος για τη διαχείριση των ευρωπαϊκών υποθέσεων στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ επί προεδρίας Ομπάμα. Οι ασυνήθιστα υψηλοί τόνοι των Ευρωπαίων ηγετών έναντι της κυβέρνησης Τραμπ ενισχύουν την άποψή του. «Με τέτοιους φίλους, τι ανάγκη έχουμε από εχθρούς», διερωτήθηκε τις προάλλες ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ. «Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να συμπεριφέρονται σαν οικονομική αστυνομία του πλανήτη», εξερράγη ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρινό Λε Μερ. «Αν αποδεχθούμε ότι άλλες μεγάλες δυνάμεις, ακόμη κι αν είναι σύμμαχοί μας, μπορούν να αποφασίζουν για λογαριασμό μας, τότε δεν είμαστε πλέον κυρίαρχοι», προειδοποίησε ο Εμανουέλ Μακρόν στη πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., στη Σόφια.
Αυτό καθαυτό το Ιρανικό έχει μεγάλη σημασία για τους Ευρωπαίους. Δεν είναι μόνο τα διαφυγόντα κέρδη από τις προγραμματισμένες συμφωνίες μεγάλης κλίμακας με τους Ιρανούς στην ενέργεια, την αγορά Airbus, την αυτοκινητοβιομηχανία και άλλους τομείς – συμφωνίες που κινδυνεύουν να τιναχτούν στον αέρα υπό τη δαμόκλειο σπάθη των αμερικανικών κυρώσεων. Το χειρότερο είναι ότι η απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και η λίστα – τελεσίγραφο των 12 αξιώσεων που διατύπωσε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο στην Τεχεράνη σηματοδοτούν μια υπερ-επιθετική πολιτική για την ανατροπή του ιρανικού καθεστώτος, ακόμη και με πόλεμο. Εναν πόλεμο, τις άμεσες συνέπειες του οποίου θα μοιραστούν οι Ευρωπαίοι με τους λαούς της περιοχής και όχι βέβαια η μακρινή Αμερική, που απολαμβάνει την ασφάλεια των δύο ωκεανών της και έχει εξασφαλίσει εσχάτως ενεργειακή αυτάρκεια.
Σαν νέο 1914
Παρ’ όλη την αυτοτελή σημασία του, το Ιρανικό φαίνεται ότι έδρασε κυρίως ως «η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι», όπως εκτιμούσε ο Κάπτσαν στο αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy. Το θεμελιωδώς καινούργιο στοιχείο με την κυβέρνηση Τραμπ είναι ότι βλέπει τον κόσμο ωσάν να βρίσκεται στα πρόθυρα ενός νέου 1914, με κύριο χαρακτηριστικό τη σύγκρουση –οικονομική και γεωπολιτική– μεταξύ μεγάλων δυνάμεων. Υπό αυτή την οπτική, οι κύριες απειλές για τις ΗΠΑ δεν είναι κράτη σαν το Ιράν ή τη Βόρεια Κορέα, ούτε ασύμμετρες απειλές όπως η διεθνής τρομοκρατία, αλλά η Κίνα, η Ρωσία και –στο οικονομικό πεδίο– η Γερμανία. Το ΝΑΤΟ είναι ένα παρωχημένο εργαλείο περιορισμένης αξίας χρήσης, ενώ η Ε.Ε. αποτελεί δυνητική απειλή και καλύτερα θα ήταν να εκλείψει ή να συρρικνωθεί. Από εδώ η ανοιχτή υποστήριξη Τραμπ στο Brexit και η συστηματική προσπάθεια διάσπασης της Ενωσης. Το είδαμε αυτό με αφορμή τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, στην οποία επιδιώκει να παρασύρει τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Το ίδιο σενάριο εκτυλίσσεται μέσω της απειλής εμπορικού πολέμου, που θίγει άμεσα τα θηριώδη πλεονάσματα της Γερμανίας, εκβιάζοντάς τη να υποταχθεί πολιτικά ή να αντιμετωπίσει επώδυνες οικονομικές συνέπειες.
Παρίσι, Βερολίνο και Μόσχα
Απέναντι στην πρόκληση Τραμπ, η Ε.Ε. δυσκολεύεται να βρει κοινό βάδισμα. Προβλέψιμα, η Γαλλία πρωτοστατεί στις προσπάθειες συγκρότησης ενιαίου ευρωπαϊκού μετώπου. Ο Εμανουέλ Μακρόν πιέζει για σθεναρή αντίσταση, ακόμη και αντίμετρα στην Αμερική προκειμένου να διασωθεί η συμφωνία με το Ιράν, ενώ ο πρώην πρωθυπουργός Ζαν-Πιερ Ραφαρέν δεν διστάζει να προτείνει τη συγκρότηση μιας ομάδας G4 από τη χώρα του, τη Γερμανία, τη Ρωσία και την Κίνα. Ωστόσο η Γερμανία, πάντα επιφυλακτική στις γκωλικού τύπου χειρονομίες και η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που θα θιγεί από ενδεχόμενο εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ, επιμένει στις πιο συντηρητικές παραδόσεις της Realpolitik. Ο υπουργός Οικονομικών Πέτερ Αλτμάιερ αναγνώρισε ότι η Ε.Ε. μπορεί μεν να καλύψει τις ευρωπαϊκές εταιρείες έναντι ενδεχόμενων προστίμων από τις ΗΠΑ για παραβίαση των κυρώσεων κατά του Ιράν, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να αποτρέψει τον αποκλεισμό τους από το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Γεγονός είναι ότι η πρόκληση Τραμπ τείνει να φέρει πιο κοντά το γαλλογερμανικό ζεύγος με τη Ρωσία του Πούτιν, επαναφέροντας ένα σκηνικό τύπου 2003. Στα τέλη της περασμένης εβδομάδας η Αγκελα Μέρκελ φιλοξενήθηκε από τον Ρώσο ηγέτη στο Σότσι, ενώ στο τέλος αυτής της βδομάδας ήρθε η σειρά του Εμανουέλ Μακρόν να επισκεφθεί την Αγία Πετρούπολη. Η σύμπτωση στο Ιρανικό, αλλά και η στενή ενεργειακή σχέση Γερμανίας – Ρωσίας ευνοούν την ευρωρωσική προσέγγιση, αν και η ανοιχτή πληγή του Ουκρανικού στέκεται εμπόδιο στη διαμόρφωση μιας οικονομικής και πολιτικής συνεννόησης, που θα μπορούσε να αλλάξει τους συσχετισμούς στην Ευρασία.