Οταν ο φορολογούμενος αμφισβητεί μια ρητή πράξη, η οποία έχει εκδοθεί εις βάρος του από τη φορολογική διοίκηση, ή επιθυμεί να προσβάλει την παράλειψη έκδοσης πράξης (περίπτωση σιωπηρής άρνησης) μπορεί να ζητήσει την επανεξέταση της εν λόγω πράξης/ παράλειψης.
των: Τζένης Πάνου*-Γιώργου Σαμοθράκη*
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη ή παρέλειψε την έκδοσή της, επικαλούμενος τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία βασίζει το αίτημά του.
Ο νόμος προβλέπει ρητά ότι ο φορολογούμενος φέρει το βάρος της απόδειξης της πλημμέλειας της πράξης που αμφισβητεί.
Η αίτηση υποβάλλεται εντός 30 ημερών (60 ημερών για φορολογούμενους κατοίκους εξωτερικού) από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης ή από τη συντέλεση της παράλειψης έκδοσής της.
Η ενδικοφανής προσφυγή κατατίθεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη και προωθείται για εξέταση στην Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της φορολογικής διοίκησης, προκειμένου η τελευταία να αποφανθεί.
Τονίζεται ότι ο φορολογούμενος δεν μπορεί να προσφύγει απευθείας στα φορολογικά δικαστήρια κατά της πράξης της διοίκησης, αλλά αντίθετα οφείλει πρώτα να ακολουθήσει την ανωτέρω ενδιάμεση διοικητική διαδικασία της ενδικοφανούς προσφυγής.
Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει το 50% του αμφισβητούμενου ποσού (κύριος φόρος και πρόστιμα), προκειμένου να ανασταλεί η καταβολή του υπόλοιπου 50% και συνεπώς να μην ξεκινήσει η διαδικασία λήψης μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης (κατασχέσεις, κ.λπ.).
Η αναστολή δεν ισχύει σε περίπτωση άμεσου προσδιορισμού του φόρου π.χ. σε πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου, που εκδίδεται με βάση στοιχεία που έχουν παρασχεθεί από τον ίδιο τον φορολογούμενο σε φορολογική του δήλωση.
Ο φορολογούμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει στη ΔΕΔ, ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή και αίτημα αναστολής της καταβολής του 50%. Ωστόσο, στην πράξη η αναστολή παρέχεται σε λίγες περιπτώσεις και μόνο εφόσον κριθεί ότι η πληρωμή θα είχε ως συνέπεια ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο.Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός 30 ημερών από την υποβολή της αίτησης, η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί.
Η ΔΕΔ οφείλει να αποφανθεί επί της ενδικοφανούς προσφυγής εντός 120 ημερών, λαμβάνοντας υπόψη την προσφυγή, τις πληροφορίες που έλαβε από τον υπόχρεο και τις απόψεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που είναι σχετική με την υπόθεση. Σε περίπτωση που προσκομισθούν νέα στοιχεία στη ΔΕΔ ή γίνει επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών, ο υπόχρεος πρέπει να καλείται σε ακρόαση.
Η απόφαση της ΔΕΔ κοινοποιείται στον φορολογούμενο. Αν, ωστόσο, εντός της ανωτέρω προθεσμίας των 120 ημερών, δεν εκδοθεί απόφαση, τότε θεωρείται ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί σιωπηρά και ότι ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση αυτής της απόρριψης κατά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής.
Η ΔΕΔ μπορεί με την απόφασή της να ακυρώσει, μερικά ή ολικά, ή να τροποποιήσει την πράξη της φορολογικής αρχής με επαρκή αιτιολόγηση (ήτοι με νομικούς ή και πραγματικούς ισχυρισμούς). Σε περίπτωση απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, η αιτιολογία μπορεί να συνίσταται στην αποδοχή των διαπιστώσεων της οικείας πράξης προσδιορισμού φόρου. Εφόσον η ενδικοφανής προσφυγή γίνει δεκτή από τη ΔΕΔ, η φορολογική διοίκηση δεν έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της σχετικής απόφασης.
Αντίθετα, ο φορολογούμενος μπορεί να ασκήσει κατά της ρητής ή σιωπηρής απόρριψης, προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας 30 ημερών (90 ημέρες εάν είναι κάτοικος εξωτερικού).
H ανωτέρω διαδικασία έχει δεχθεί επικρίσεις από τη νομική θεωρία για διάφορα θέματα, που αφορούν κυρίως την προβεβαίωση του 50% του φόρου πριν ακόμα εκδοθεί η απόφαση της ΔΕΔ, στο μεγάλο ύψος της εν λόγω προβεβαίωσης (προγενέστερα το ποσοστό ήταν 25%), στην ανάθεση στη διοίκηση και όχι στα δικαστήρια της αρμοδιότητας κρίσεως επί της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων χορήγησης αναστολής είσπραξης, κ.λπ.
Διοικητική διαδικασία
Εν συντομία, ο φορολογούμενος πρέπει αρχικά να προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) του υπ. Οικονομικών, καταθέτοντας ενδικοφανή προσφυγή εντός 30 ημερών. Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει το 50% του αμφισβητούμενου ποσού (κύριος φόρος και πρόστιμα), προκειμένου να ανασταλεί η καταβολή του υπόλοιπου 50% και συνεπώς να μην ξεκινήσει η διαδικασία λήψης μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης (κατασχέσεις κ.λπ.). Η ΔΕΔ οφείλει να αποφανθεί εντός 120 ημερών, ενώ αν δεν εκδοθεί απόφαση εντός του εν λόγω διαστήματος, θεωρείται ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί σιωπηρά.
Προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια
Κατά της ρητής ή σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής από τη ΔΕΔ, ο φορολογούμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου εντός 30 ημερών (90 ημέρες εάν είναι κάτοικος εξωτερικού).
Η άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της πράξης της διοίκησης. Εφόσον όμως έχει καταβληθεί το 50% του αμφισβητούμενου ποσού κατά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, εξακολουθεί να ισχύει η αναστολή της βεβαίωσης και καταβολής του υπόλοιπου 50%.
Αρμοδιότητα
α) Εάν το ποσό του κύριου φόρου δεν υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ, η προσφυγή εκδικάζεται σε πρώτο βαθμό από το Διοικητικό Πρωτοδικείο. Εν συνεχεία, κατά της απόφασης που θα εκδοθεί μπορεί να ασκηθεί έφεση στο Διοικητικό Εφετείο.
Ωστόσο, προκειμένου να είναι παραδεκτή η έφεση, ο φορολογούμενος θα πρέπει να καταβάλει (πλέον του 50% που έχει ήδη ενδεχομένως καταβάλει) ποσοστό 20% επί του ποσού που οφείλεται σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση.
β) Στην περίπτωση που το αντικείμενο της διαφοράς (ποσό κύριου φόρου) υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, η υπόθεση εκδικάζεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο Τριμελές Εφετείο με την κατάθεση σχετικής προσφυγής από τον φορολογούμενο.
Τέλος, για να είναι παραδεκτή η άσκηση προσφυγής ή έφεσης, θα πρέπει να καταβληθεί αναλογικό παράβολο 1% επί του αντικειμένου της διαφοράς, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 15.000 ευρώ. Ωστόσο, αν το παράβολο υπερβαίνει τις 3.000 ευρώ, καταβάλλεται αρχικά μόνο το ποσό αυτό, το επιπλέον δε καταλογίζεται, αν συντρέχει περίπτωση, με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου. Eπίσης, για όσο διάστημα εκκρεμεί η υπόθεση ενώπιον των δικαστηρίων, εξακολουθούν να «τρέχουν» οι προσαυξήσεις (τόκος) επί του όποιου οφειλόμενου ποσού επιδικασθεί τελικά στον φορολογούμενο.
Αναίρεση στο ΣτΕ
Ο φορολογούμενος (όπως και η φορολογική διοίκηση) μπορεί να προσβάλει την απόφαση του Εφετείου με αίτηση αναίρεσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) εφόσον το ποσό της διαφοράς (κύριος φόρος) υπερβαίνει τις 40.000 ευρώ. Ωστόσο, η άσκηση αναίρεσης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης του Εφετείου.
Αίτηση αναίρεσης μπορεί να ασκηθεί μόνο για συγκεκριμένους λόγους, που προβλέπονται στον νόμο, όπως η παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, η εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελής εφαρμογή του νόμου κ.λπ. Επίσης, η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν δεν υπάρχει σχετική νομολογία του ΣτΕ ή υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης απόφασης με νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου κ.λπ.
Παρατηρείται συνεπώς το παράδοξο οι πιο σοβαρές φορολογικές υποθέσεις να εκδικάζονται συχνά μόνο σε ένα βαθμό, δηλαδή μόνο από το Εφετείο (όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για άσκηση αναίρεσης). Αντιθέτως, μια υπόθεση που αφορά μικρότερη διαφορά φόρου μπορεί να συζητηθεί τουλάχιστον σε δύο βαθμούς, από το Πρωτοδικείο και το Εφετείο.