Το Βερολίνο αντίθετο στην απόφαση της Κομισιόν για προστασία των ευρωπαϊκών εταιρειών
Ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομίας και Ενέργειας της Γερμανίας Πέτερ Αλτμάιερ, που προέρχεται από το κόμμα της Ανγκελα Μέρκελ, είναι ένας φιλοευρωπαίος πολιτικός και σε γενικές γραμμές δεν αμφισβητεί τις προτάσεις που προέρχονται από τις Βρυξέλλες. Την περασμένη εβδομάδα όμως, όπως έγραφε το περιοδικό «Der Spiegel», αντιτάχθηκε στο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για καταβολή αποζημιώσεων στις ευρωπαϊκές εταιρείες που πλήττονται από τις αμερικανικές κυρώσεις εναντίον του Ιράν.
«Δεν έχουμε τη νομιμοποίηση να προστατεύουμε ή να κάνουμε εξαιρέσεις για τις γερμανικές εταιρείες εναντίον αποφάσεων της αμερικανικής κυβέρνησης» ανέφερε, ενώ απέκλειε το ενδεχόμενο συζήτησης βιαστικών προτάσεων.
Στις Βρυξέλλες ωστόσο κανείς δεν φάνηκε να ενδιαφέρεται να τον ακούσει. Ηδη η ύπατη εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας Φεντερίκα Μογκερίνι ετοίμαζε έγγραφο που άνοιγε τον δρόμο για τα μέτρα στα οποία ο Αλτμάιερ εναντιώνονταν.
Ετσι, μόλις εννέα ημέρες μετά την απόφαση του αμερικανού προέδρου Τραμπ να αποσυρθεί από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, η Ευρώπη έβρισκε μια πρώτη απάντηση προς την Ουάσιγκτον, με την Κομισιόν να ανακοινώνει ότι προτίθεται να προστατεύσει τις ευρωπαϊκές εταιρείες από τις αμερικανικές κυρώσεις, θεσπίζοντας ένα είδος «μπλοκαρίσματος».
Αυτή σίγουρα δεν ήταν η απάντηση που θα έδινε η Γερμανία ή τουλάχιστον η καγκελάριος και ο υπουργός της, αλλά ήταν η απάντηση του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος άσκησε πίεση επ’ αυτού, σε αντίθεση με την Ανγκελα Μέρκελ που θέλησε να αποφύγει μια αντιπαράθεση με τον αμερικανό πρόεδρο.
Βερολίνο και Παρίσι έχουν αντίθετη άποψη αναφορικά με το μέλλον της διατλαντικής σχέσης και αυτό είναι γνωστό καιρό τώρα.
Πρέπει η Ευρώπη να εξευμενίζει τον Ντόναλντ Τραμπ ή να τον αγνοεί; Πρέπει να διακινδυνεύσει έναν εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ για την απόφασή τους αναφορικά με το Ιράν; Εξαιρετικά κρίσιμα ερωτήματα που ζητούν σωστές απαντήσεις και έχουν αντίκτυπο και σε άλλες μεγάλες δυνάμεις του κόσμου, όπως για παράδειγμα τη Ρωσία.
Μέγιστη πίεση
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς τις προθέσεις των ΗΠΑ και του Ντόναλντ Τραμπ που προτιμά να ασκήσει τη μέγιστη δυνατή πίεση στο Ιράν δίχως να εξαιρέσει τους ευρωπαίους συμμάχους του. Ο νέος αμερικανός πρέσβης στο Βερολίνο, Ρίτσαρντ Γκρένελ, συνέδεσε πολύ ανοιχτά το ιρανικό ζήτημα με την εμπορική διαμάχη μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ.
Την περασμένη εβδομάδα δήλωσε στους «New York Times» ότι εάν οι Ευρωπαίοι στηρίξουν την απόφαση Τραμπ για το Ιράν, ίσως ο Τραμπ να μην επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου από την ΕΕ. Αντιστρόφως, εάν οι Ευρωπαίοι δεν συμμορφωθούν με τη γραμμή της Ουάσιγκτον, θα αντιμετωπίσουν έναν εμπορικό πόλεμο. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ το έθετε πιο γλαφυρά: «Με τέτοιους φίλους, τι να κάνεις τους εχθρούς;».
Και η Ευρώπη πώς απαντά;
Παρατηρητές αναφέρουν ότι η Ευρώπη μπορεί να καταφέρει πράγματα μόνο εάν ακολουθήσει ενιαία γραμμή, πράγμα δύσκολο για το Βερολίνο. Οι Γερμανοί θα ήθελαν να διασώσουν τη συμφωνία με το Ιράν, όμως δεν δείχνουν καθόλου πρόθυμοι να πολεμήσουν. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε γι’ αυτό» λέει η Καγκελαρία, μένοντας πιστή στην παραδοσιακή γερμανική αντίληψη της realpolitik. Το Ιράν εξάλλου είναι λιγότερο σημαντικό από μια ενδεχόμενη διαμάχη με τις ΗΠΑ και έναν πλήρη εμπορικό πόλεμο που θα μπορούσε να πλήξει την καρδιά της γερμανικής οικονομίας (βλ. αυτοκινητοβιομηχανίες).
Στον αντίποδα, το Παρίσι δείχνει έτοιμο για αντιπαράθεση, φοβούμενο ότι κάθε παραχώρηση απλώς ενθαρρύνει τον Τραμπ να γίνεται όλο και πιο ασυγκράτητος. «Δεν μπορούμε να το δεχθούμε αυτό» ισχυρίζεται το Μέγαρο Ελιζέ ενώ ο ίδιος ο Εμανουέλ Μακρόν, από τη Σύνοδο Κορυφής στη Σόφια την περασμένη εβδομάδα, υπογράμμισε ότι «εάν δεχθούμε ότι άλλες μεγάλες δυνάμεις, ακόμη και αν πρόκειται για συμμάχους, αποφασίζουν για εμάς, τότε δεν είμαστε κυρίαρχοι».
Κριτική εναντίον Μέρκελ
Δεν είναι μόνο ο γάλλος πρόεδρος ή αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες που ασκούν πιέσεις στη γερμανίδα καγκελάριο. Μέλη του Υπουργικού της Συμβουλίου αλλά και του κόμματός της επικρίνουν την ελαφρότητα με την οποία η Μέρκελ αντιμετωπίζει το ζήτημα. Πριν από λίγες ημέρες ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας συμφώνησε με τον γάλλο ομόλογό του Ζαν Ιβ Λε Ντριάν, ο οποίος μαζί με τη Μογκερίνι πιέζουν για λήψη μέτρων λέγοντας ότι «οι Ευρωπαίοι δεν είναι ανίσχυροι και αν και δεν πρόκειται για εύκολη υπόθεση, υπάρχουν σίγουρα δυνατότητες και μέσα για δράση».
«Δεν πρέπει να επικεντρωθούμε τόσο στην πολιτική προσαρμογής ή κατευνασμού» αναφέρει ο Ρόντεριχ Κισεβέτερ, μέλος του συντηρητικού κόμματος της Μέρκελ στο κοινοβούλιο. «Αντ’ αυτού θα πρέπει να αναπτύξουμε μια κοινή ευρωπαϊκή στάση μεγαλύτερης αυτοπεποίθησης: οι Γάλλοι έχουν δίκιο όταν λένε ότι δεν πρέπει να καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια και να μην κάνουμε τίποτα. Μόνο με σαφείς θέσεις και αποφασιστικότητα θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε τον διάλογο με τις ΗΠΑ και να εξυπηρετήσουμε τα συμφέροντά μας».
Μια κοινή στάση της Ευρώπης δεν είναι απλώς ένα μήνυμα στον Τραμπ ότι υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν ανεκτά. Είναι πρωτίστως ένα μήνυμα προς το Ιράν ότι η ΕΕ αγωνίζεται πραγματικά να σώσει τη συμφωνία-ορόσημο για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Και οι μεταρρυθμιστές στην Τεχεράνη χρειάζονται αυτό ακριβώς: ένα σήμα που θα εμποδίσει τους σκληροπυρηνικούς να αποσυρθούν από τη συμφωνία.