Είναι αναμφισβήτητο ότι το ΔΝΤ μέχρι την τελευταία στιγμή θα αυξάνει την πίεσή του στους Ευρωπαίους εταίρους του για μια συμφωνία η οποία θα στηρίζεται στην “αυτοματοποίηση” της ελάφρυνσης του χρέους σε συνάρτηση με την πορεία της οικονομίας μεσομακροπρόθεσμα.
Αυτό, δηλαδή, που το Βερολίνο δεν δέχεται μέχρι στιγμής, χωρίς τον περιορισμό των εγκρίσεων ενεργοποίησής του από το γερμανικό κοινοβούλιο…
Η διελκυστίνδα αυτή, όμως, δεν είναι τόσο αδιέξοδη όσο φαίνεται. Ήδη το ΔΝΤ πέρα από τις προσαρμογές προσέγγισης που έχει κάνει προς τις εκτιμήσεις των ευρωπαϊκών “θεσμών” όσον αφορά τα στοιχεία της ελληνικής οικονομίας μεσομακροπρόθεσμα, έχει προχωρήσει και σε αναπροσαρμογή της προσέγγισής του όσον αφορά το θέμα της αξιολόγησης της βιωσιμότητας του χρέους.
Ο διαχωρισμός της αξιολόγησης σε βιώσιμο και μη βιώσιμο (ή ακόμα και εξαιρετικά μη βιώσιμο) έχουν αντικατασταθεί με μια ενδιάμεση προσέγγιση η οποία εισαγάγει ως σημείο αναφοράς τη σχετική βιωσιμότητα του χρέους.
Ήδη από το πρώτο εξάμηνο του 2015 έχει δημοσιεύσει την προσέγγιση αυτή σε κείμενο με τίτλο “The Fund’s lending framework and sovereing debt – Further consideration”. Στην πολυσέλιδη μελέτη στην οποία επανεξετάζονται όλες οι περιπτώσεις παρέμβασης του Ταμείου, διατυπώνεται η ανάγκη για “αυξημένη ευελιξία” παρέμβασης σε περιπτώσεις που το χρέος μπορεί να θεωρηθεί υπό προϋποθέσεις “βιώσιμο”. Στη βάση αυτή η εισήγηση αλλαγών όσον αφορά την αξιολόγηση και τη συμμετοχή του Ταμείου είναι αξιοπρόσεκτη και διευρύνει τα περιθώρια παρέμβασής του.
Γκρίζα περιοχή
Συγκεκριμένα, στο κείμενο αναφέρεται ότι οι αλλαγές αυτές αφορούν έκτακτες περιπτώσεις όπου η βιωσιμότητα του χρέους βρίσκεται σε γκρίζα περιοχή.
Οι αλλαγές που εισαγάγει “θα επιτρέπουν στο Ταμείο να δανείζει σε τέτοιες περιπτώσεις με αναδιάρθρωση χρέους μικρότερης κλίμακας (π.χ. αναδιάταξη) απ’ ό,τι απαιτείται στο πλαίσιο του υφιστάμενου πλαισίου, εάν βελτιώνεται η βιωσιμότητα του χρέους και ενισχύονται επαρκώς οι διασφαλίσεις για τους πόρους του Ταμείου.
Πρώτον, η αναδιάταξη ενδεχομένως να δώσει πολύτιμο ζωτικό χώρο σε ένα κράτος με περιορισμένη ρευστότητα και να επιτρέψει ένα λιγότερα περιοριστικό μονοπάτι προσαρμογής, υποστηρίζοντας έτσι την ανάπτυξη και βελτιώνοντας τη βιωσιμότητα του χρέους.
Δεύτερον, θα μπορούσε να ενθαρρύνει την εγχώρια υποστήριξη για το πρόγραμμα.
Τρίτον, η διατήρηση της έκθεσης των μη προτιμησιακών πιστωτών θα παρέχει εγγυήσεις για το μέλος και το Ταμείο με τη μορφή της επιλογής να εφαρμοστεί μία πιο οριστική αναδιάρθρωση χρέους αργότερα εάν χρειαστεί, όπως στο ενδεχόμενο υλοποίησης καθοδικών κινδύνων (σ.σ.: Σ’ αυτό έχει προσαρμοσθεί η λειτουργία της γαλλικής πρότασης). Η αναδιάταξη αναμένεται να μειώσει, επίσης, το επίπεδο της πρόσβασης σε πόρους του Ταμείου που χρειάζεται το μέλος.
Τέταρτον, σε σχέση με μια διάσωση (bail-out), η αναδιάταξη θα υποστήριζε τις προοπτικές για την επανάκτηση πρόσβασης στις αγορές: οι πιστωτές είναι πιο πιθανό να εμπλακούν ξανά όταν ένα μεγαλύτερο μερίδιο του χρέους είναι μη προνομιούχες απαιτήσεις (non-senior claims) καθώς έτσι μειώνεται ο κίνδυνος υποταγής στις απαιτήσεις του επίσημου τομέα στο ενδεχόμενο μιας αναδιάρθρωσης χρέους σε μεταγενέστερο στάδιο.
Μια αναδιάταξη δεν θα είναι αναγκαία εάν, παρά την γκρίζα ζώνη ή την αβέβαιη αξιολόγηση της βιωσιμότητας [του χρέους], το μέλος διατηρεί πρόσβαση στις αγορές ή η έκθεση των πιστωτών διατηρείται με άλλους τρόπους (όπως, μεταξύ άλλων, με νέα χρηματοδότηση)…”.
Σ’ αυτό το νέο πλαίσιο εξελίσσεται η συζήτηση τις τελευταίες εβδομάδες με τους εκπροσώπους του ΔΝΤ να επιχειρούν να διασφαλίσουν μέσω της “γαλλικής πρότασης” την ενίσχυση της μελλοντικής βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, ακόμα και αν οι μέχρι στιγμής ελαφρύνσεις του με βάση τις αποφάσεις του Μαΐου του 2016 και του Ιουνίου του 2017, κρίνονται από τους τεχνικούς του Ταμείου ως “μη επαρκείς”.
Απέναντι στην πίεση αυτή το Βερολίνο επιμένει στο να θέτει ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της “γαλλικής πρότασης” (σύνδεση των ετήσιων δαπανών για το χρέος με την πορεία της οικονομίας) την κάθε φορά έγκριση του γερμανικού κοινοβουλίου. Πράγμα που, βέβαια, ακυρώνει τον “αυτοματισμό” της λειτουργίας του μηχανισμού εφαρμογής της γαλλικής πρότασης.
Η οποία, βέβαια, αφορά χρονικά διαστήματα 5ετίας, που θα κρίνουν την αναγκαιότητα ενεργοποίησής της, γεγονός που καθιστά τη διαφορά θέμα που θα μπορούσε να ανακύψει σε έναν σχετικά μακρινό χρονικό ορίζοντα…
Η ιταλική κρίση επισπεύδει “συμφωνία” για Ελλάδα
Η ταχύτατα αναπτυσσόμενη κρίση στην Ιταλία με αφορμή τον σχηματισμό μιας καθαρά αντι-ευρωπαϊκής κυβέρνησης, έχει τροφοδοτήσει με νέο κύμα αβεβαιότητας τις αγορές κρατικού χρέους. Η πίεση αυτή είναι καταφανής πλέον στα αυξανόμενα spreads των χωρών της Ν. Ευρώπης που έχουν συμπαρασύρει και την Ελλάδα. Η πίεση αυτή είναι σαφής πλέον και στις συναλλαγματικές ισοτιμίες του ευρώ με το δολάριο.
Το γεγονός αυτό έχει υποχρεώσει την Ευρωζώνη να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ανάγκης συμφωνίας για το θέμα του χρέους της Ελλάδας με μεγαλύτερη βιασύνη από ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν. Το Eurogroup αναγνωρίζει ότι το μέτωπο που ανοίγει με την Ιταλία είναι εξαιρετικά σημαντικό και αδυνατίζει τη θέση της Ευρωζώνης, πολύ περισσότερο αν αυτό κινείται παράλληλα με το πρόβλημα του χρέους της Ελλάδας. Παρότι κανείς δεν θέλει να αναφερθεί σ’ αυτό, εντούτοις σε όλες σχεδόν τις ανεπίσημες εκτιμήσεις τους τα στελέχη του ESM, της Κομισιόν αλλά ιδιαίτερα της ΕΚΤ, πιέζουν για άμεση συμφωνία με την Ελλάδα. Η αβεβαιότητα αυτή, άλλωστε, έχει οδηγήσει εκπροσώπους της ΕΚΤ τελευταία να αναφέρονται στο ενδεχόμενο παροχής μιας προληπτικής γραμμής στήριξης στην Ελλάδα παρά το γεγονός ότι πολιτικά αυτό είναι αδύνατο να περάσει από τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια.