Την ώρα που ο αμερικανός πρόεδρος προσπαθεί να αφοπλίσει Ιράν και Β. Κορέα, ενισχύει το δικό του οπλοστάσιο με πρόγραμμα κατασκευής πυραύλων μικρού βεληνεκούς
Για τον Λευκό Οίκο όλες οι προηγούμενες μέρες ήταν γεμάτες, με ατζέντα τα πυρηνικά του Ιράν και της Βορείου Κορέας.
Τα δύο θέματα έτρεχαν σχεδόν ταυτόχρονα, με τον αμερικανό πρόεδρο να ανακοινώνει την απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από την ιστορική συμφωνία με το Ιράν, αλλά και το επιτελείο του να ετοιμάζει πυρετωδώς τις τελευταίες λεπτομέρειες για το κρίσιμο ραντεβού του με τον ηγέτη της Βορείου Κορέας, για τις 12 Ιουνίου στη Σιγκαπούρη (που πλέον έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση το αν θα πραγματοποιηθεί).
Ενώ όμως το ζητούμενο για την Ουάσιγκτον είναι ο πυρηνικός αφοπλισμός των δύο καθεστώτων, ο Τραμπ αποφάσισε να επεκτείνει το δικό του πυρηνικό οπλοστάσιο και ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο είχε παρουσιάσει σχετικό προσχέδιο στον Λευκό Οίκο με τους συμβούλους του της εθνικής ασφάλειας.
Μεταξύ πολλών άλλων, στο τραπέζι είχε τεθεί και η δημιουργία πυραύλων μικρού βεληνεκούς με στόχο την αποτροπή ενδεχόμενης χρήσης ρωσικών πυρηνικών όπλων, ενώ ο αντιπρόεδρος Πενς καυχιόταν ότι ένα από τα σπουδαιότερα στοιχεία της αμερικανικής ισχύος που προστατεύει την παγκόσμια ειρήνη είναι – τι άλλο από – το πυρηνικό της οπλοστάσιο.
Προς μια επιθετικότερη πυρηνική πολιτική
Η αντίθεση είναι πράγματι εντυπωσιακή. Μόλις λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του Τραμπ ότι η κρίσιμη συνάντησή του με τον βορειοκορεάτη ηγέτη είχε οριστικοποιηθεί, το Πεντάγωνο και το Τμήμα Ενέργειας ανακοίνωναν σχέδια για την έναρξη κατασκευής επόμενης γενιάς πυρηνικών όπλων στη Νότια Καρολίνα.
Η ιδέα έγκειται στο να χρησιμοποιηθεί ένα ήδη μισοχτισμένο συγκρότημα για τον εκσυγχρονισμό των παλαιών πυρηνικών όπλων, αλλά και τη δημιουργία πολλών ακόμη. Στην έκθεση της στρατηγικής του τον περασμένο Φεβρουάριο, το Πεντάγωνο είχε αιτιολογήσει τη νέα αυτή προσπάθεια επικαλούμενο την ικανότητα της Βορείου Κορέας να παράγει παράνομα πυρηνικές κεφαλές.
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες αναθεωρούν, ενισχύουν και επεκτείνουν τις δικές τους πυρηνικές ικανότητες, ενώ την ίδια στιγμή επιχειρούν να πείσουν μικρότερες δυνάμεις να εγκαταλείψουν τις δικές τους. Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρουν οι «New York Times», η ανισορροπία αυτή ενσωματώνεται στη Συνθήκη περί μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1970 και μεταξύ άλλων απαγορεύει στα μη πυρηνικά κράτη να αποκτήσουν πυρηνικό οπλοστάσιο και στις πέντε πυρηνικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Βρετανία και Γαλλία) να καταλήξουν στον δικό τους πυρηνικό αφοπλισμό.
Στον… κάλαθο το σχέδιο Ομπάμα
Για δύο δεκαετίες μετά την πτώση του Τείχους τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Ρωσία είχαν σημειώσει πρόοδο σε αυτή την υπόσχεση. Ο αριθμός των πυρηνικών όπλων που ανέπτυξαν είχε μειωθεί ξανά και ο Μπαράκ Ομπάμα από την πρώτη του κιόλας θητεία το 2009 είχε δηλώσει ότι η χώρα του δεσμεύεται στην προσπάθεια για αφοπλισμό και εξάλειψη των πυρηνικών σε όλον τον κόσμο.
Εναν χρόνο αργότερα υπέγραφε συμφωνία με τη Ρωσία για μια νέα αρχή, με τις δύο πλευρές να δηλώνουν ότι θα περιορίσουν τις πυρηνικές κεφαλές και βόμβες σε 1.550. Σήμερα ο διάδοχός του και πάλι προσπαθεί να ακυρώσει και αυτή την κληρονομιά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κινούνται ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση και ο Τραμπ δίνει τις ευλογίες του στην αναθεώρηση του υφιστάμενου οπλοστασίου αλλά και τη διεύρυνσή του.