Ποινή κάθειρξης 6 ετών επέβαλε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών σε έναν 57χρονο Παραδεισιώτη, που κρίθηκε ένοχος για απάτη άνω των 73.000 ευρώ.
Ο 57χρονος, είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως σε ποινή κάθειρξης 7 ετών, ενώ η υπόθεση σε βάρος του κινήθηκε μετά από μήνυση μιας κατοίκου των Αθηνών, την οποία χρησιμοποίησε ως «αχυράνθρωπο» στην εταιρεία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, που είχε δημιουργήσει (είχε παράρτημα και στη Ρόδο).
Η μηνύτρια γνώρισε τον 57χρονο τον Σεπτέμβριο του 2003 και της συστήθηκε ως επιχειρηματίας σε θέση διευθυντή ανώνυμης εταιρείας διαμεσολάβησης για την προώθηση πωλήσεων ασφαλιστικών και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.
Φέρεται να της πρότεινε να αναλάβει την θέση της ιδιαιτέρας γραμματέως, την οποία και αποδέχτηκε.
Ξεκίνησε η «εκπαίδευση» της μηνύτριας και συμφωνήθηκε ως αρχικός μισθός τα 800 ευρώ. Η εργασία της ξεκίνησε από τον επόμενο μήνα σε γραφεία της εταιρείας στην οδό Σόλωνος με ακόμη 4 άτομα.
Μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου 2004 οι διαδικασίες σύστασης της εταιρείας δεν είχαν ολοκληρωθεί και δεν είχαν γίνει νομότυπα οι προσλήψεις εργαζομένων, ενώ το προσωπικό αριθμούσε τότε 9 άτομα.
Τον ίδιο μήνα φέρεται να ζήτησε από την μηνύτρια την συμμετοχή της ώστε να συσταθεί το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας και της πρότεινε να αναλάβει τη θέση της διευθύνουσας συμβούλου. Υποστηρίζει ότι την έπεισε να αναλάβει τα συγκεκριμένα καθήκοντα διότι ήταν άτομο της απολύτου εμπιστοσύνης του και ότι ο ίδιος θα συνέχιζε κατ’ ουσίαν να την διοικεί και ότι ήταν ο ίδιος ατομικά ο μόνος υπεύθυνος έναντι των οικονομικών και διοικητικών υποχρεώσεών του.
Ισχυρίζεται μάλιστα ότι ως λόγο για τη μη ανάληψη των συγκεκριμένων καθηκόντων από μέρους του, της προέβαλλε το ό,τι το όνομά του είχε συμπεριληφθεί στα δυσμενή στοιχεία του Τειρεσία για παλαιότερες οφειλές που είχε εξοφλήσει, ενώ την έπεισε ότι όταν ολοκληρωνόταν η διαδικασία θα ανελάμβανε και τυπικά τα καθήκοντα που θα της εκχωρούσε.
Μέτοχοι της ανώνυμης εταιρείας με μερίδιο 99% ήταν μια offshore στον Παναμά και ένας ηθοποιός με 1%.
Οταν συστάθηκε η εταιρεία η μηνύτρια φέρεται να εκτελούσε τα καθήκοντα της γραμματέως του κατηγορούμενου, προσφέροντας ακόμη τις υπηρεσίες της ως καθαρίστρια ή και σερβιτόρα.
Ο κατηγορούμενος προέβαινε σε όλες τις διαπραγματεύσεις και κατάρτιζε συμφωνίες με τράπεζες, προμηθευτές και franchises, οι οποίες υπογράφοντο τυπικά από την μηνύτρια.
Στο όνομά της ανοίχτηκαν τραπεζικοί λογαριασμοί και εκδόθηκαν μπλοκ επιταγών.
Περί τις αρχές Απριλίου του 2004 οι συναλλαγές του κατηγορούμενου παρουσίασαν προβλήματα και φέρεται να καθυστερούσε την καταβολή μισθών και εισφορών, ενώ κάποιες από τις επιταγές που είχε εκδώσει αντικαταστάθηκαν.
Ο ίδιος φέρεται να ήταν καθησυχαστικός και να έλεγε στο προσωπικό ότι ως νέα εταιρεία ήταν φυσιολογικό να αντιμετωπίζει προσωρινές δυσχέρειες ρευστότητας.
Τον Ιανουάριο του 2005 άρχισαν να κοινοποιούνται δικόγραφα εις βάρος της εταιρείας και η μηνύτρια, οδηγήθηκε στην απόφαση να παραιτηθεί και όπως υποστηρίζει ο κατηγορούμενος, την έθεσε ενώπιον εκβιαστικού διλήμματος για τη μη τακτοποίηση των οφειλών και την ανάγκασε να παραμείνει στη θέση της.
Είχε, όπως επισημαίνει η μηνύτρια, δημιουργήσει την ψευδή εικόνα στην ίδια και στο υπόλοιπο προσωπικό ότι τα προβλήματα επρόκειτο να λυθούν, ενώ φέρεται να προέβαλλε τη διαπραγμάτευση εμπορικής συνεργασίας με γνωστό εκδότη από τον οποίο, όπως υποστηρίζει η μηνύτρια, απέσπασε υπέρογκα χρηματικά ποσά.
Τον Μάιο του 2005 η ανώνυμη εταιρεία, με απόφαση του κατηγορούμενου σταμάτησε τη δραστηριότητά της, εξανάγκασε σε παραίτηση το προσωπικό τους και με πρωτοβουλία του, ενόψει συνεργασίας του με τον εκδότη, συστάθηκε άλλη ανώνυμη εταιρεία με το ίδιο αντικείμενο.
Τον Ιούνιο του 2005 η μηνύτρια υπέβαλε την παραίτησή της από το δ.σ. της ανώνυμης εταιρείας και η θέση της στη νεοσύστατη εταιρεία ήταν αυτή της υπαλλήλου γραφείου.
Το Νοέμβριο του 2005 τόσο η ίδια όσο και οι υπόλοιποι υπάλληλοι βρήκαν την εταιρεία κλειστή και τον κατηγορούμενο εξαφανισμένο.
Ενημερώθηκε αργότερα ότι είχε δραστηριοποιηθεί στο χώρο της νυχτερινής διασκέδασης στην Πάτρα.
Τον Απρίλιο του 2006 η μηνύτρια ενημερώθηκε ότι ο κατηγορούμενος επρόκειτο να πωλήσει πολυτελές αυτοκίνητο, που ανήκε στην κυριότητα της εταιρείας, χωρίς τη συναίνεση και την υπογραφή της.
Διαπίστωσε παραπέρα ότι δεν είχε προβεί σε καμία αποπληρωμή των οφειλών της εταιρείας με αποτέλεσμα να διώκεται η ίδια ποινικώς για αδικήματα περί επιταγών και στην μήνυσή της αναφέρει 20 τέτοιες περιπτώσεις.
Σε τρείς περιπτώσεις φέρεται να έθεσε την υπογραφή της αυθαίρετα, ενώ σε βάρος της εταιρείας και της ίδιας ως νομίμου εκπροσώπου ασκήθηκαν 7 αγωγές με απαιτούμενα κονδύλια ύψους 28.887 ευρώ και 24 διαταγές πληρωμής με απαιτούμενα κονδύλια ύψους 237.457 ευρώ.
Η μηνύτρια διατείνεται ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε κανένα προσωπικό περιουσιακό στοιχείο για να καλύπτει τις οφειλές που δημιούργησε και εξετέλεσε σχέδιο για να αποσπάσει χρήματα από αντισυμβαλλόμενούς του και να τα καρπωθεί προσωπικά, εκθέτοντας ως οφειλέτρια την ίδια.
Η βλάβη, που όπως υποστηρίζει της προκάλεσε, ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 276.491,12 ευρώ!
Ο 57χρονος, που έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη τις αρχές, είναι πλέον φυγόποινος.