Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ.3 του Ν.2112/20 «περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων» και του άρθρου 8 του ΒΔ της 16/13/7/20, αποχή υπαλλήλου ή εργατοτεχνίτη από την εργασία του, η οποία οφείλεται σε ασθένεια βραχείας σχετικώς διαρκείας προσηκόντως αποδεδειγμένη ή προκειμένου περί γυναικός σε λοχεία, δε θεωρείται ως λύση της σύμβασης εργασίας εκ μέρους αυτού. Η διάταξη αυτή θέτει ένα αμάχητο τεκμήριο, σύμφωνα με το οποίο, σε περίπτωση αποχής του εργαζομένου από την εργασία, που οφείλεται σε ασθένεια, της οποίας η διάρκεια δεν ξεπερνά τα παραπάνω χρονικά όρια, αποκλείεται να θεωρηθεί η αποχή ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας από την πλευρά του εργαζομένου. Για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης δεν απαιτείται να έχει γνωστοποιήσει έγκαιρα ο εργαζόμενος στον εργοδότη την ασθένεια του, η παράλειψη όμως της γνωστοποιήσεως αυτής, η οποία επιβάλλεται από τις αρχές της καλής πίστης (ΑΚ 288), ενδέχεται να θεμελιώσει σε βάρος του εργαζομένου υποχρέωση αποζημίωσης του εργοδότη (ΑΠ 447/1989, ΑΠ 1364/1992).
Διευκρινίζεται ότι ο εργαζόμενος έχει καθήκον, αφενός μεν να ειδοποιήσει εγκαίρως περί της ασθενείας του τον εργοδότη με κάθε πρόσφορο και κατάλληλο τρόπο, ώστε να μπορέσει ο τελευταίος να μεριμνήσει για την αντικατάστασή του όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ασθένειά του, αφετέρου δε να αποδείξει την ασθένειά του κατά τον προσήκοντα τρόπο. Από την εργατική νομοθεσία δεν ορίζεται ειδικός και περιοριστικός τρόπος απόδειξης της ασθένειας του εργαζομένου.
Επισημαίνεται ότι η ικανότητα ή μη προς εργασία ενός εργαζομένου κρίνεται από το θεράποντα ιατρό του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο αυτός υπάγεται, σύμφωνα με τα δεδομένα της ιατρικής επιστήμης. Έτσι, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος έχει τις προϋποθέσεις για περίθαλψη από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό τη βεβαίωση αποδείξεως της ικανότητας ή ανικανότητας για εργασία λόγω ασθενείας θα τη ζητήσει από τον ιατρό του ασφαλιστικού του οργανισμού. Σε περίπτωση όμως που ο εργαζόμενος δεν έχει τις απαιτούμενες, κατά νόμο, προϋποθέσεις περιθάλψεως από τον οικείο ασφαλιστικό του οργανισμό, ή, για άλλους λόγους, δεν είναι δυνατή η εξέταση του από τον ιατρό του ασφαλιστικού οργανισμού, τότε την ιατρική εξέταση και συνεπώς τη βεβαίωση απόδειξης της ασθενείας του θα τη ζητήσει από το θεράποντα ιδιώτη ιατρό.
Σε περίπτωση καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου κατά την διάρκεια της ασθένειας ενός μισθωτού, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει τις προβλεπόμενες αποδοχές ασθενείας, ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας που έχει διανύσει στην επιχείρηση (του ενός μηνός ή του μισού μήνα) για όσο διάστημα είναι ενεργός η εργασιακή σχέση, συνεπώς δεν υποχρεούται να καταβάλει το τυχόν υπόλοιπο των αποδοχών ασθενείας που αφορά την περίοδο μετά από το χρονικό σημείο λύσης της σχέσης εργασίας.
Σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω ασθενείας του, καθ υπέρβαση των χρονικών ορίων, διάρκειας της βραχείας ασθένειας η λύση ή μη της εργασιακής συμβάσεως κρίνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά τα άρθρα 200 και 288 ΑΚ. Ειδικότερα με βάση τις αρχές της καλής πίστεως, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, μετά από εκτίμηση της αιτίας της αποχής, της διαρκείας της, της υπαιτιότητας ή συνυπαιτιότητας του μισθωτού και γενικά των συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, απόκειται στο δικαστή να κρίνει αν αυτή η αποχή, κατά αντικειμενική κρίση, δηλαδή ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού για λύση ή μη της συμβάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία της συμβάσεως, ήτοι ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεως του μισθωτού για τη λύση από αυτόν της εργασιακής συμβάσεως.
Άλλα στοιχεία τα οποία βοηθούν στη σχετική κρίση είναι ο χρόνος υπηρεσίας του μισθωτού στον εργοδότη, η προηγούμενη εν γένει συμπεριφορά του, η ικανοποιητική ή η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του και η συχνότητα των απουσιών του. Πέρα όμως από τα παραπάνω, δεν απαγορεύεται στον εργοδότη, να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, ακόμη και κατά τη διάρκεια της ασθένειας του εργαζομένου (ΑΠ 1201/1998), τηρώντας όμως τις νόμιμες προϋποθέσεις για την καταγγελία της. Απαγορεύεται στον εργοδότη να απολύσει τον μισθωτό, μόνο κατά το διάστημα που διαρκεί η χορηγηθείσα σε αυτόν ετήσια κανονική άδεια (ΑN 539/1945 άρθρο 5 παρ.6). Προς πληρέστερη ενημέρωση, στο Έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας 1517/ 24-6-1985 που αναφέρεται στη λύση της σχέσεως εργασίας σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων βραχείας σχετικά διάρκειας ασθένειας , ορίζονται τα εξής: «α) Μέχρι το έτος 1959, πάγια ήταν η νομολογία του Αρείου Πάγου , η οποία δεχόταν, ότι σε υπέρβαση των ορίων βραχείας ασθένειας επέρχονταν λύση της σχέσεως εργασίας, από υπαιτιότητα του εργαζομένου (τεκμήριο αμάχητο), (ΑΠ 305/1951, 12/1953, 588/1954, 409/1955). β) Από το έτος όμως 1959, το τεκμήριο αυτό ανατράπηκε από τη νομολογία του Αρείου Πάγου η οποία δέχεται από τότε, ότι η απουσία του εργαζομένου, δεν θεωρείται ως λύση αυτοδικαίως, της σχέσεως εργασίας , παρά το γεγονός ότι αυτή υπερβαίνει τα όρια του Ν.4558/1930, αλλά το αν λύθηκε ή όχι η εργασιακή σχέση θα κριθεί βάσει των αρχών της καλής πίστεως (ΑΠ 363/1959, 465/1959, 528/1966, 874/1966)».
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από άρθρο του κ. Πέτρου Ραπανάκη, με τίτλο «Βραχεία ασθένεια μισθωτού» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Απριλίου 2018 του περιοδικού Epsilon7.