ΑΝΑΛΥΣΗ ΆΡΘΡΟΥ 239 ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ – ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ:
1. Έννοια
Κατάχρηση εξουσίας διαπράττει ο υπάλληλος, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιόποινων πράξεων:
α) αν μεταχειρίστηκε παρανόμως εκβιαστικά μέσα, όπως πετύχει οιανδήποτε έγγραφη ή προφορική κατάθεση κατηγορούμενου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα,
β) αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο ή προκάλεσε την απαλλαγή του από την τιμωρία.
2. Προστατευόμενο έννομο αγαθό
Προστατευόμενο έννομο αγαθό, πρωταρχικώς, είναι η εμπιστοσύνη των πολιτών στην καλή λειτουργία των υπηρεσιών και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, δευτερευόντως δε, τα βλαπτόμενα από τη συμπεριφορά του δράστη ατομικά αγαθά του θύματος, όπως είναι η προσωπική ελευθερία, η υγεία, η τιμή, η γενετήσια αξιοπρέπεια.
Κατά την ορθότερη άποψη, με την αξιόποινη πράξη της καταχρήσεως εξουσίας κατ’ άρθρον 239 ΠΚ προσβάλλεται πρωτίστως το κοινωνικό έννομο αγαθό της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης .
Ειδικότερα, με το έγκλημα του άρθρου 239 ΠΚ θίγεται ο συνταγματικά καθορισμένος και θεσμοθετημένος τρόπος ασκήσεως του κρατικού έργου της ποινικής καταστολής, προσβάλλεται η ποινική λειτουργία από τα ίδια τα όργανα της όσον αφορά στη δίωξη και τιμώρηση των εγκλημάτων, τόσο στη διαμόρφωση της κρατικής βουλήσεως όσο και στην υλοποίηση της και όσον αφορά στη θετική και στην αρνητική της μορφή, που είναι η δίωξη και η τιμώρηση των ενόχων και η μη δίωξη και μη τιμώρηση των αθώων.
Το έννομο αγαθό, στην προκειμένη περίπτωση, της καλής λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας(δικαιοσύνη – αστυνομία) προσβάλλεται, όταν τα όργανά της, αντί να εκπληρώσουν τους γενικότερους σκοπούς της στα όρια που διαγράφει το κράτος δικαίου, παραβαίνουν το ύψιστο καθήκον της πολιτείας που αναφέρεται στο αρ. 2 § 1 Σ.
- 3. Σχέση του αρ. 239 ΠΚ – κατάχρηση εξουσίας με το αρ. 7 § 2 Σ.
Σύμφωνα με το αρ. 7 § 2 Σ «τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας ή άσκηση ψυχολογικής βίας, ως και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται ως ο νόμος ορίζει». Η διάταξη του Συντάγματος που προβλέπει και αυτή την κατάχρηση εξουσίας, είναι ευρύτερη του αρ. 239 ΠΚ. Στο αρ. 239 ΠΚ υπάγονται οι περιπτώσεις καταχρήσεως εξουσίας, αναφερόμενες όμως, μόνο στις περιπτώσεις διενέργειας τακτικής ανακρίσεως (αρ. 246 ΚΠΔ), προανάκρισης τακτικής (αρ. 243 § 1 ΚΠΔ), αστυνομικής αυτεπάγγελτης προανάκρισης (αρ. 243 § 2 ΚΠΔ) και προκαταρκτικής εξέτασης (αρ. 31 § 2 ΚΠΔ). Δεν καλύπτονται καταχρήσεις εξουσίας κατά διεξαγόμενη διοικητική ανάκριση (συνήθως οι περιπτώσεις αυτές καλύπτονται από κοινές διατάξεις, ιδίως από το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος – αρ. 259 ΠΚ).
- 4. Σχέση του αρ. 239 ΠΚ – κατάχρηση εξουσίας με το αρ. 2 § 1 Σ
Η ανθρώπινη αξία ή η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ορίζεται ως αξία που πρέπει να έχει ο άνθρωπος ως λογικό και συνειδητό ον, ως πρόσωπο. Το αρ. 2 § 1 Σ επιβάλλει στο κράτος και ειδικότερα σε διάφορα όργανά του, αφενός να σέβονται την αξία του ανθρώπου, δηλαδή να μην την προσβάλλουν κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας και αφετέρου να την προστατεύουν, δηλαδή να μεριμνούν για την αποτροπή της προσβολής της από φορείς της εξουσίας ή ιδιώτες.
Εξάλλου, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, ο οποίος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως λογικό ον, προσβάλλεται από πράξεις που τον υποβιβάζουν στο επίπεδο του πράγματος, δηλαδή ενός αντικειμένου ή ενός μέσου για την επίτευξη ενός αλλότριου σκοπού.
Τέτοιες περιπτώσεις είναι τα βασανιστήρια, με τα οποία ο δράστης, εκμεταλλευόμενος τον πόνο και την ανθρώπινη ταλαιπωρία, επιδιώκει να χρησιμοποιήσει το θύμα ως αντικείμενο για την εκπλήρωση των σκοπών του (το αρ. 7 § 2 Σ και τα αρ. 137Α – αρ. 137Δ προβλέπουν και τυποποιούν την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας η οποία αποτελεί έτσι ένα ειδικό – προστατευόμενο έννομο αγαθό).
- 5. Χαρακτηριστικό στοιχείο της κατάχρησης εξουσίας αποτελεί η υπέρβαση της εξουσίας που έχει ανατεθεί σε κάποιον υπάλληλο
Χαρακτηριστικό στοιχείο του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας, αποτελεί η υπέρβαση από κάποιον υπάλληλο της εξουσίας που του έχει ανατεθεί και συγχρόνως η προσβολή των εννόμων αγαθών των πολιτών, από την υπέρβαση αυτή.
Ειδικότερα, η άσκηση της δημόσιας εξουσίας συνεπάγεται πολλές φορές επεμβάσεις στα έννομα αγαθά των ιδιωτών, όπως είναι η προσωπική τους ελευθερία, η περιουσία τους και η τιμή τους. Ακριβώς επειδή οι επεμβάσεις αυτές είναι οδυνηρές, έχουν τεθεί ορισμένοι περιορισμοί, ορισμένα όρια σ’ αυτές, με διατάξεις νόμων ακόμη και του ίδιου του Συντάγματος. Πολλά από τα έννομα αγαθά έχουν έτσι περιχαρακωθεί με ιδιαίτερη προστασία και αναχθεί σε ατομικά δικαιώματα.
Τα δικαιώματα αυτά έχουν μια διπλή εμφάνιση:
- αφενός είναι δικαιώματα των εξουσιαζόμενων πολιτών,
- αφετέρου συνιστούν υποχρεώσεις των φορέων της εξουσίας (κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων).
Το έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας είναι έγκλημα των οργάνων του κράτους, δηλαδή των εξουσιαζόντων σε βάρος των εξουσιαζομένων. Η σχετική όμως διάταξη αποβλέπει και στην προστασία του πολίτη από τον κρατικό καταναγκασμό.
Έτσι, δημιουργείται ένα παράδοξο φαινόμενο. Ο πολίτης να δικαιούται να ζητεί την προστασία των οργάνων του κράτους από υπερβάσεις άλλων οργάνων του, με συνέπεια την τιμωρία των τελευταίων.
Η αντίφαση που συνιστά η επιστράτευση του κατασταλτικού κρατικού μηχανισμού εναντίον κρατικών οργάνων και υπέρ πολιτών, των οποίων παραβιάστηκαν τα δικαιώματα κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας, δημιουργεί στην πράξη πολλά προβλήματα. Συχνά, τα κρατικά διωκτικά όργανα, όταν αντιμετωπίζουν εγκλήματα υπαλλήλων και μάλιστα ανωτέρων βαθμών, διστάζουν ή δείχνουν απροθυμία να επιδείξουν το ζήλο και την αυστηρότητα που επεδείκνυαν σε απλούς πολίτες.
- 6. Σχέση του αρ. 239 ΠΚ – κατάχρηση εξουσίας, με τη διπλή λειτουργία του ποινικού δικαίου
Με το έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας, θίγεται ο συνταγματικά καθορισμένος, θεσμοποιημένος τρόπος άσκησης του κρατικού έργου της ποινικής καταστολής, προσβάλλεται η ποινική λειτουργία, όσον αφορά τη δίωξη και τιμώρηση των εγκλημάτων, τόσο στη διαμόρφωση της κρατικής βούλησης (απόφαση) όσο και στην υλοποίησή της. Η ποινική λειτουργία της κρατικής βούλησης εκδηλώνεται, τόσο με τη θετική, όσο και με την αρνητική της μορφή (δίωξη και τιμώρηση των ενόχων και μη δίωξη και μη τιμώρηση των αθώων).
Εκφράζεται έτσι πλήρως, η διπλή λειτουργία του ποινικού δικαίου, αφενός η προστατευτική των εννόμων αγαθών και η εγγυητική των ελευθεριών του πολίτη, αφετέρου η τιμώρηση αυτού που διαπράττει αξιόποινες πράξεις και η μη εμπλοκή κάποιου αθώου στην ποινική διαδικασία.
Η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, η άσκηση της ποινικής καταστολής, επιτυγχάνεται με τη διαδικασία, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους, που εγγυάται την κοινωνική ευρυθμία και τα δικαιώματα των κοινωνιών.
Η έννομη τάξη σε ένα κράτος δικαίου ενδιαφέρεται μόνο γι’ αυτή τη διαδικασία και την ανάγει σε αυτοτελή αξία και έννομο αγαθό. Η διαδικασία αυτή καθορίζεται και εξειδικεύεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα – φορείς της εξουσίας αυτής (εισαγγελείς, ανακριτές, ανακριτικούς υπαλλήλους) καθώς και σε σχέσεις των προσώπων αυτών μεταξύ τους ή με άλλους παράγοντες της ποινικής δίκης (κατηγορούμενο, μάρτυρες, πραγματογνώμονες).
- 7. Δομή και στοιχεία του εγκλήματος
Η διάταξη του αρ. 239 ΠΚ καλύπτει δύο (2) ξεχωριστές εγκληματικές προσβολές, ως αυτοτελείς μορφές.
Οι μορφές αυτές είναι:
- η χρήση παρανόμως εκβιαστικών μέσων από τον υπάλληλο, για να πετύχει οποιαδήποτε έγγραφη ή προφορική κατάθεση κατηγορούμενου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα (αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ – πλημμεληματική μορφή – εκβίαση για κατάθεση),
- η έκθεση από τον υπάλληλο αθώου, σε δίωξη ή τιμωρία ή σε παράλειψη της δίωξης κάποιου υπαίτιου ή πρόκληση της απαλλαγής του από την τιμωρία (αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ – κακουργηματική μορφή).
Α. ΧΡΗΣΗ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΕΚΒΙΑΣΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΑΛΛΗΛΟ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΤΥΧΕΙ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΕΓΓΡΑΦΗ Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ, ΜΑΡΤΥΡΑ Η ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΑ (αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ – πλημμεληματική μορφή – εκβίαση για κατάθεση)
- 1. Χαρακτηριστικά στοιχεία του εγκλήματος
Το έγκλημα αυτό είναι γνήσιο ιδιαίτερο, απλό, μη γνήσιο πολύτροπο υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, τυπικό (απλής συμπεριφοράς), βλάβης, μη ιδιόχειρο, στιγμιαίο, σκοπού (υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης).
ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ – ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ (ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ – αρ. 7 § 1Σ)
Απαρτίζεται από την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος.
Α) Αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος
α) Υποκείμενο του εγκλήματος (δράστης του εγκλήματος)
Εφόσον το έγκλημα είναι γνήσιο ιδιαίτερο, δράστης αυτού μπορεί να είναι μόνο το πρόσωπο που έχει την τυποποιημένη ιδιότητα στο νόμο, δηλαδή μόνο υπάλληλος, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιόποινων πράξεων.
α1. Έννοια του όρου της δίωξης
Ως δίωξη νοείται η ποινική δίωξη. Ως ποινική δίωξη θεωρείται η θεμελιώδης ενέργεια με την οποία αρχίζει η ποινική διαδικασία, δηλαδή η πράξη με την οποία η εισαγγελική αρχή απευθύνεται στη δικαστική αρχή, όπου τίθεται στην κρίση του ποινικού δικαστή η αξιόποινη πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε και ενδεχομένως, ο φερόμενος ως δράστης της πράξης αυτής, για να διαπιστωθεί αν πραγματικά τελέστηκε η πράξη και αν ο κατηγορούμενος για την τέλεσή του, είναι πραγματικά ένοχος.
Κατ’ άλλη άποψη, η ποινική δίωξη αποτελεί το μέσο με το οποίο κινητοποιείται ο δικονομικός μηχανισμός, για να εξακριβωθεί αν παραβιάστηκε πραγματικά ποινική διάταξη και σε καταφατική περίπτωση, να βεβαιωθεί ο βαθμός ενοχής του δράστη, ώστε να επιβληθεί σ’ αυτόν η ποινή που αρμόζει.
Η ποινική δίωξη περιλαμβάνει μια σειρά πράξεων που γίνονται από τα αρμόδια όργανα (εισαγγελέα – δημόσιο κατήγορο) για λογαριασμό της πολιτείας και οι οποίες πράξεις ενεργούνται, για να επιτευχθεί ο σκοπός της ποινικής δίκης, δηλαδή η τιμωρία του ενόχου.
Ο Κώδικας της Ποινικής Δικονομίας χρησιμοποιεί τους όρους «κίνηση» και «άσκηση της ποινικής δίωξης».
Κίνηση είναι έναρξη της ποινικής δίωξης με την παραπάνω έννοια. Ο όρος άσκηση ποινικής δίωξης έχει δύο έννοιες. Σε στενή έννοια, ταυτίζεται με την έναρξη ή την κίνηση της ποινικής δίωξης, ενώ με την ευρύτερη, αναφέρεται στην εκπροσώπηση της κατηγορίας σε ολόκληρη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, μέχρι την αμετάκλητη περάτωσή της.
α2. Αρμόδιος για την έναρξη της ποινικής δίωξης
Η έναρξη της ποινικής δίωξης γίνεται στο όνομα της πολιτείας (αρ. 27 § 1 εδ. α’ ΚΠΔ), δηλαδή μοναδικός και αποκλειστικός φορέας της διώξεως των εγκλημάτων είναι η πολιτεία και επομένως ισχύει απολύτως η αρχή της κρατικής διώξεως των εγκλημάτων ή της δημόσιας κατηγορίας.
Έτσι, την ποινική δίωξη κινεί στο όνομα της πολιτείας:
- ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών (αρ. 27 § 1 ΚΠΔ),
- ο εισαγγελέας εφετών (αρ. 29 § 2 ΚΠΔ),
- ο δημόσιος κατήγορος ή ο πταισματοδίκης για τα πταίσματα (αρ. 27 § 2 ΚΠΔ),
- ο εισαγγελέας της στρατιωτικής δικαιοσύνης για πρόσωπα που υπάγονται στα στρατιωτικά δικαστήρια.
Από όσα έχουν προηγηθεί, προκύπτει το συμπέρασμα ότι, η εμβέλεια της δίωξης περιλαμβάνει μόνο την ποινική, όχι και την πειθαρχική ή άλλη διοικητικής φύσεως, η δε έννοια είναι στενότερηεκείνης του αρ. 231 ΠΚ – υπόθαλψη εγκληματία.
Παραβιάσεις σχετικές προς την πειθαρχική διαδικασία ή άλλες, διοικητικής φύσεως, είναι δυνατόν να αποτελούν πειθαρχικό παράγοντα ή να υπάγονται στην έννοια του αρ. 259 ΠΚ – παράβαση καθήκοντος.
α3. Έννοια του όρου της ανάκρισης
Ως ανάκριση νοείται το τμήμα εκείνο της ποινικής προδικασίας, το οποίο έχει ως σκοπό τη συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να αποφασιστεί η παραπομπή ή μη του φερόμενου ως δράστη στο ακροατήριο.
α3.1. Διάκριση της ανάκρισης
Η ανάκριση διακρίνεται:
- σε κύρια ή τακτική ανάκριση, η οποία ενεργείται μόνο από τον ανακριτή, μετά από προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα (αρ. 246 ΚΠΔ σε συνδ. με αρ. 43 § 1 ΚΠΔ) – τρόπος άσκησης ποινικής δίωξης. Διεξάγεται, κατά λεπτομερέστερο τρόπο, αντιδιαστελλόμενη έτσι προς τον χαρακτήρα της από τη συνοπτικότερη προανάκριση και σε
- προανάκριση. Η προανάκριση μπορεί να είναι προεισαγωγική ανάκριση, όπου διενεργείται αυτοπρόσωπα από τον ίδιο τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή από κάποιο ανακριτικό υπάλληλο, μετά από γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα (αρ, 243 § 1 ΚΠΔ σε συνδ. με αρ. 43 § 1 ΚΠΔ) – τρόπος άσκησης της ποινικής δίωξης, αλλά και αυτεπάγγελτη προανάκριση, όπου διενεργείται από τους ανακριτικούς υπαλλήλους (γενικούς ή ειδικούς), χωρίς προηγούμενη εισαγγελική παραγγελία, δηλαδή πριν κινηθεί η ποινική δίωξη και πριν αρχίσει η ποινική δίωξη (αρ. 243 § 2 ΚΠΔ).
Ο όρος «ανάκριση», στην προκειμένη περίπτωση νοείται υπό ευρεία έννοια του όρου, που περιλαμβάνει και την προκαταρκτική εξέταση (αρ. 31 § 2 ΚΠΔ).
Επομένως, από όσα έχουν προηγηθεί, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, υπάλληλοι στους οποίους ανάγεται η ανάκριση αξιόποινων πράξεων, είναι:
- οι αρμόδιοι εισαγγελείς,
- οι τακτικοί ανακριτές,
- οι γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι (αρ. 33 ΚΠΔ – αστυνομικοί – αστυφύλακες που αποφοίτησαν από τις σχολές 2ετούς εκπαίδευσης και ανω-πταισματοδίκης)
- οι ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι (αρ. 34 ΚΠΔ – δασικοί υπάλληλοι, αγρονόμοι, λιμενικοί, πυροσβέστες βαθμοφόροι).
Μια τελευταία παρατήρηση, που απαιτείται στο σημείο αυτό, σε σχέση με τους υπαλλήλους, να τονιστεί είναι ότι, αρκεί η γενική και αφηρημένη αρμοδιότητά τους να ασκούν ποινική δίωξη ή να ανακρίνουν πράξεις, χωρίς να απαιτείται να είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιοι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την ευκαιρία της οποίας διαπράττουν την πράξη.
Η πράξη για την οποία έγινε η δίωξη ή η ανάκριση, δεν ενδιαφέρει, διότι μπορεί να είναι και πταίσμα, χωρίς ο νόμος να διακρίνει. Εάν στην ίδια πράξη διεξάγουν ανάκριση πλείονες του ενός αρμόδιοι προς τούτο υπάλληλοι, υφίσταται ευθύνη του καθένα χωριστά.
Τέλος, η διεύρυνση που επιχειρεί το αρ. 263α ΠΚ είναι στην προκειμένη περίπτωση χωρίς σημασία, διότι το αρ. 239 ΠΚ προσδιορίζει ειδικά ως υποκείμενο του εγκλήματος, εκείνο μόνο τον υπάλληλο που έχει καθήκον τη δίωξη ή ανάκριση αξιόποινων πράξεων (η ποινική δίωξη σε όλες τις φάσεις, από την έναρξη μέχρι την απόφαση και την εκτέλεση αυτής, είναι υπόθεση του ιδίου του κράτους, ασκείται δηλαδή από όργανα του κράτους, με τη στενή έννοια του όρου – οργανική έννοια του υπαλλήλου).
Αν ο ενεργήσας την πράξη δεν είναι από τους υπαλλήλους που έχουν καθήκον να κινήσουν τη δίωξηή να ανακρίνουν αξιόποινες πράξεις, η πράξη θα φέρει το χαρακτήρα ψευδούς καταμήνυσης (αρ. 229 ΠΚ), αντιποίησης αρχής (αρ. 175 ΠΚ) ή άλλης παρεμφερούς πράξεως.
Επίσης, αν ο υπάλληλος δεν έχει την ιδιότητα (αρμοδιότητα γενική ή ειδική στη συγκεκριμένη περίπτωση), αλλά είναι υποχρεωμένος να καταγγείλει την αξιόποινη πράξη (απλός αστυφύλακας που αποφοίτησε από τη Σχολή Αστυφυλάκων πριν από το 1996), δεν διαπράττει το παρόν αδίκημα, αλλά ενδεχομένως το έγκλημα της υπόθαλψης εγκληματία (αρ. 231 ΠΚ).
Επιστρέφοντας στην εννοιολογική ανίχνευση, κρίνεται σκόπιμο στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι, ως προς την ανάκριση αξιόποινων πράξεων, ότι ο τόπος όπου έγινε η ανάκριση, είναι αδιάφορος. Ο τόπος αυτός μπορεί να είναι κάποιο μέρος, έξω από το χώρο της υπηρεσιακής δραστηριότητας του υπαλλήλου.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και για το χρόνο της ανάκρισης. Σημασία δεν έχει αν το έγκλημα γίνεται κατά τις ώρες ή ημέρες που λειτουργεί η υπηρεσία ή σε άλλες ώρες και μέρες που είναι κλειστή.
β) Υλικό αντικείμενο της πράξης
Υλικό αντικείμενο της πράξης που εξατομικεύει το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό στο έγκλημα αυτό, είναι ο κατηγορούμενος, ο μάρτυρας, ο πραγματογνώμονας.
β1. Έννοια του κατηγορουμένου
Ποιος αποκτά την ιδιότητα του κατηγορούμενου αναφέρει το αρ. 72 ΚΠΔ. Σύμφωνα με τη σχετική αυτή διάταξη, την ιδιότητα του κατηγορούμενου την αποκτά εκείνος, εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε ρητά την ποινική δίωξη και εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης, αποδίδεται η αξιόποινη πράξη.
β2. Έννοια του μάρτυρα
Μάρτυρας είναι το πρόσωπο που καταθέτει πραγματικά περιστατικά, τα οποία γνωρίζει από δική του αντίληψη ή από διήγηση άλλων και τα οποία έχουν σχέση με το αντικείμενο της απόδειξης (αρ. 209 ΚΠΔ).
β3. Έννοια του πραγματογνώμονα
Πραγματογνώμονας είναι το πρόσωπο το οποίο κατέχει ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης και αποφαίνεται για γεγονότα που έχουν σχέση με ορισμένη πράξη αξιόποινη (αρ. 183 ΚΠΔ).
γ) Η πράξη προσβολής του εννόμου αγαθού (εγκληματική συμπεριφορά)
Η πράξη με την οποία προσβάλλεται το έννομο αγαθό στο έγκλημα αυτό, εκδηλώνεται με τη μορφή της χρησιμοποίησης παράνομων εκβιαστικών μέσων σε βάρος κατηγορούμενου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα από τον δράστη, με σκοπό να πετύχει οποιαδήποτε έγγραφη ή προφορική κατάθεση των προσώπων αυτών.
γ1. Έννοια των εκβιαστικών μέσων
Ως εκβιαστικά μέσα νοούνται όλα τα μέσα τα οποία δεν επιτρέπονται από τον κώδικα ποινικής δικονομίας και κατευθύνονται για να παρεμποδίσουν την ελεύθερη βούληση του υποβαλλόμενου σε εξέταση.
Τέτοια εκβιαστικά μέσα είναι:
- Η χρήση σωματικής βίας. Στη σωματική βία υπάγεται η προκαλούμενη κόπωση δι’ ορθοστασίας, η οποία οδηγεί σε κατάσταση εξαντλήσεως, ώστε να αποκλείεται ο ελεύθερος σχηματισμός της βούλησης, η στέρηση του ύπνου, της τροφής, του νερού.
- Η βλάβη της σωματικής (σωματική κάκωση) και ψυχικής υγείας κάποιου που δε φτάνει μέχρι του σημείου εκείνου, ώστε να συνιστά βασανισμό, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση διεκδικούν εφαρμογή οι βαρύτερες διατάξεις των άρθρων 137Α και 137Β ΠΚ. Εκβιαστικά μέσα υπάρχουν και χωρίς βλάβη της υγείας του θύματος, με την ύπαρξη μιας σωματικής ή ψυχικής κακομεταχείρισης, όπως ο εγκλεισμός του μάρτυρα ή κατηγορούμενου σε ένα υγρό και σκοτεινό δωμάτιο, η εξουθενωτική και κοπιώδης ανάκριση, η οποία διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα και προκαλεί κόπωση του εξεταζόμενου, ο οποίος έτσι στερείται της ελευθερίας να εκφραστεί όπως θέλει, η μακρά και όχι πρόσκαιρη απομόνωση του εξεταζόμενου, όταν αυτή αποβλέπει στην επίτευξη της κατάθεσης, η χρήση εκτυφλωτικού φωτός (η σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας, η σωματική και ψυχολογική βία υπάγονται στο αρ. 137Α § 3 ΠΚ).
- Η χρήση ναρκωτικών, υπνωτικών ή άλλων αναλόγων ουσιών, με τις οποίες περιάγεται κάποιος σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για αντίσταση (αρ. 13 δ ΠΚ).
- Η εφεύρεση μεθόδων αναζήτησης της αλήθειας, οι οποίες προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, όπως η επέμβαση στο σώμα του εξεταζόμενου με τον λεγόμενο ανιχνευτή ψεύδους, η ενδοσκόπηση στον ψυχικό του κόσμο με την ναρκοανάλυση (ορός της αλήθειας).
- Η απειλή (ψυχολογική βία), δηλαδή η προαναγγελία κακού που πρόκειται να πραγματοποιηθεί από τον δράστη ή τρίτο που αυτός (δράστης) ελέγχει, κατά του απειλούμενου ή άλλου προσώπου που συνδέεται στενά με αυτόν και που αποβλέπει σε εξαναγκασμό του θύματος να πράξει, να παραλείψει ή να ανεχθεί κάτι.
- Η βία κατά πραγμάτων, που δεν στρέφεται πάντως, ούτε και έμμεσα στο σώμα του θύματος, επηρεάζει όμως την ελεύθερη διαμόρφωση της βούλησής του. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις όπου ο ανακριτικός υπάλληλος καταστρέφει ένα πράγμα – αντικείμενο (ρολόι-γυαλιά) του κατηγορούμενου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα, προκειμένου να τον εξαναγκάσει να προβεί σε κατάθεση.
- Η σύνδεση της κατάθεσης του κατηγορούμενου ή μάρτυρα με την ικανοποίηση κάποιας οργανικής του ανάγκης (ψυχολογική βία). Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία, ο ανακριτικός υπάλληλος υπόσχεται σε έναν κατηγορούμενο ή μάρτυρα ή ναρκομανή, να του δώσει τη «δόση του» εάν προβεί σε κατάθεση, εφόσον κάτι τέτοιο δεν φτάνει στο σημείο να αποτελεί σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
- Η πρόκληση ενός ιδιαίτερου ψυχικού πόνου (ψυχικός καταναγκασμός), όπως όταν ο κατηγορούμενος προσάγεται ενώπιον του πτώματος του γιου του, έτσι ώστε να εξαναγκαστεί υπό το κράτος ψυχικής πίεσης – κρίσεως να προβεί στην έκθεση του τρόπου με τον οποίο τελέστηκε το έγκλημα.
- Η εξαπάτηση, η χρήση πλαγίων μεθόδων εκμαίευσης κατάθεσης εκ μέρους του κατηγορούμενου ή μάρτυρα, αλλά και η υποβολή, πρόδηλα παραπειστικών ερωτήσεων, οι οποίες οδηγούν στην παγίδευση του εξεταζόμενου (αρ. 223 § 5 ΚΠΔ σε συνδ. με αρ. 273 § 3 ΚΠΔ). Παραπειστικές είναι οι ερωτήσεις οι οποίες, είτε εμφανίζουν ως αληθινά, γεγονότα που είναι ανύπαρκτα, διότι δενειπώθηκαν ποτέ από τον εξεταζόμενο ή αναπόδεικτα, ότι δηλαδή εντοπίστηκε ο ηθικός αυτουργός ή ότι αποδείχθηκε σε ποιον ανήκουν τα ίχνη, είτε προσδίδουν σε ένα γεγονός, διαφορετική σημασία από αυτήν που πραγματικά έχει ή προτάσσουν επί γεγονότων με διπλή σημασία, τη μία μόνο σημασία τους.
- Η υποβολή στον κατηγορούμενο – μάρτυρα υποβλητικών ερωτήσεων ή σύνθετων ερωτήσεων. Υποβλητικές είναι οι ερωτήσεις που υποβάλλουν τον εξεταζόμενο να δώσει την επιθυμητή από τον ανακρίνοντα απάντηση (ερώτηση που εμφανίζει ως παραδεδεγμένο, εκείνο ακριβώς που ζητείται να αποδεχθεί). Σύνθετες είναι οι ερωτήσεις που περιέχουν διαζεύξεις, με αποτέλεσμα η κατάφαση της μιας να μην προϋποθέτει την κατάφαση των άλλων και συνεπώς, τα όποια συμπεράσματα να καθίστανται μετέωρα και αυθαίρετα (η απάντηση με ναι στο τελευταίο από μια σειρά απανωτών ερωτημάτων, δεν σημαίνει ότι καλύπτει και τα προηγούμενα μερικότερα ερωτήματα).
- Η ενδεχόμενη πίεση του μάρτυρα να καταθέσει περιστατικά, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη (αρ. 223 § 4 ΚΠΔ). Θα ήταν άλλωστε παράδοξο να υποχρεωθεί ο μάρτυρας σε αυτοενοχοποίηση, όταν αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο το δικαίωμα σιωπής και απαγορεύεται να υποχρεωθεί σε ομολογία της ενοχής του.
- Η σοβαρή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας του εξεταζόμενου.
- Η υπόσχεση οφέλους στον εξαναγκαζόμενο, που δεν προβλέπεται από το νόμο.
- Η υποβολή σε κάθε μέτρο που επηρεάζει τη μνήμη ή την ικανότητα αντίληψης του προσώπου που καλείται να καταθέσει.
- Η σύνδεση της κατάθεσης του μάρτυρα ή κατηγορούμενου με την περαιτέρω νόμιμη συμπεριφορά του υπαλλήλου (ο ανακριτής δίνει στον κατηγορούμενο να καταλάβει ότι θα εξαρτήσει την έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης εναντίον του, από το αν θα έχει κάποια συγκεκριμένη κατάθεση από αυτόν).
- Η απειλή καταστρατήγησης των δικαιωμάτων του μάρτυρα ή κατηγορούμενου, όπως αυτά καθορίζονται από το νόμο, όταν συνδυάζεται με κατάθεση αυτών.
Με σημείο αναφοράς τις εννοιολογικές διακρίσεις των εκβιαστικών μέσων, στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να τονιστεί με έμφαση ότι, τα εκβιαστικά μέσα πρέπει να μην εξικνούνται σε βασανισμό, να μην συνιστούν βασανιστήρια, διότι τότε, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου, εφαρμογή θα έχουν τα αρ. 137Α και 137Β ΠΚ.
Εάν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του την ευρεία έννοια των βασανιστηρίων, όπως ορίζεται στο αρ. 137Α § 2,3, ΠΚ, τότε ως εκβιαστικά μέσα, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, θεωρούνται κυρίως μορφές βίας κατά πραγμάτων που δεν στρέφονται, ούτε έμμεσα, στο σώμα του θύματος και που επηρεάζουν την ελεύθερη διαμόρφωση της βουλήσεώς του, ως και εκείνα που δεν θα είχαν το χαρακτήρα παρατεταμένης απομόνωσης ή σοβαρό χαρακτήρα προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Είναι φανερό ότι οι κυριότερες και σπουδαιότερες περιπτώσεις μεταχείρισης εκβιαστικών μέσων από ανακριτικούς ή διωκτικούς υπαλλήλους προκειμένου να αποσπάσουν από κάποιο πρόσωπο ομολογία, κατάθεση, πληροφορία, όπως είναι η σωματική κάκωση και βλάβη υγείας ή σωματική και ψυχολογική βία, υπάγονται πλέον στη διάταξη του αρ. 137Α § 3 ΠΚ. Αν λάβει δε κανείς υπόψη και τη γενική ρήτρα «και κάθε άλλη σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», όπου ως τέτοια ενδείκνυται – απαριθμείται από το νόμο η χρησιμοποίηση ανιχνευτή αλήθειας, η παρατεταμένη απομόνωση, η σοβαρή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, φαίνεται πως ήπιες κακομεταχειρίσεις μόνο, έμεναν πλέον ως αντικείμενο ρύθμισης του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας (αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ).
Κατά συνέπεια, περιπτώσεις που δεν εμφανίζουν ένα σοβαρό χαρακτήρα προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, μεταξύ άλλων και ανάλογες περιπτώσεις σωματικών κακώσεων ή παράνομης βίας μένουν να υπαχθούν στην εφεδρική διάταξη του αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ.
γ2. Ποια μέσα δεν θεωρούνται εκβιαστικά
Δεν θεωρούνται εκβιαστικά μέσα:
- Τα επιτρεπόμενα από το νόμο και μάλιστα από την ποινική δικονομία κατά τη διεξαγωγή της ανακρίσεως, όπως η πρόσκαιρη απομόνωση του κατηγορούμενου, η υπόδειξη των επακολουθημάτων της αρνήσεως αυτού προς ομολογία της ενοχής του. Είναι όμως δυνατό, η υπόδειξη αυτή να θεωρηθεί ως εκβιαστικό μέσο, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπερβαίνειτο επιτρεπόμενο όριο ανακριτικής δράσεως.
- Οι ενέργειες του υπαλλήλου με τις οποίες εξαπατά το θύμα του, δημιουργώντας σ’ αυτό ψευδείς εντυπώσεις για την περαιτέρω τύχη του στην υπόθεση (αν μας βοηθήσεις, να ξέρεις ότι αντί να τιμωρηθείς με 4 χρόνια, θα τιμωρηθείς μόνο με 4 μήνες – η ψεύτικη υπόσχεση στον κατηγορούμενο ότι θα απολυθεί αν ομολογήσει).
- Η απλή ή επανειλημμένη υπόμνηση στον κατηγορούμενο ή μάρτυρα των δυνατοτήτων που παρέχει ο νόμος στον υπάλληλο (ο Αστυνόμος Β απευθύνεται στον κατηγορούμενο Κ για κλοπή, και του λέει ότι αν δεν του δώσει τα 200 ευρώ που έχει κρύψει στην τσέπη του, θα αναγκαστεί να τα πάρει με το ζόρι).
- Η μεταφορά παραπλανητικής εικόνας της αντιμετώπισης της ψευδολογίας από το νόμο (ο Υπαστυνόμος Α, απευθύνεται στον κατηγορούμενο Κ κατά τη διάρκεια αστυνομικής προανάκρισης – αρ. 243 § 2 ΚΠΔ, και του λέει ότι αν πει ψέματα θα σαπίσει στα κρατητήρια της Αστυνομίας).
γ3. Η χρήση των εκβιαστικών μέσων πρέπει να είναι παράνομη
Το εκβιαστικό μέσο πρέπει να χρησιμοποιείται παρανόμως, δεδομένου ότι υπάρχουν εκβιαστικά μέσα, τα οποία χρησιμοποιούνται νομίμως, με τη χρήση μέσων που αναγνωρίζονται από την ανακριτική επιστήμη.
Παράνομη είναι η χρήση των εκβιαστικών μέσων, όταν οδηγεί στον επηρεασμό της βούλησης του κατατεθέντος, υπερβαίνοντας έτσι με τον τρόπο αυτό τα επιτρεπόμενα όρια ανακριτικής δράσεως.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο Αστυνόμος Α, στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης (αρ. 243 § 2 ΚΠΔ), όταν εξετάζει τον Δ, ύποπτο κλοπής ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, του υπόσχεται ότι αν ομολογήσει, θα παραγγείλει στον αρμόδιο εισαγγελέα να τον παραπέμψει για πταίσμα, ενώ διαφορετικά θα παραπεμφθεί για κακούργημα, η ομολογία που τελικά δίνει ο ύποπτος Δ, πρέπει να θεωρηθεί ότι αποσπάστηκε παράνομα, αφού είναι προϊόν εξαπάτησης με μέσο που δενπροβλέπεται από το νόμο, οπότε ο Αστυνόμος Α θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας (αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ – χρήση παρανόμως εκβιαστικών μέσων για επιτυχία προφορικής κατάθεσης – ομολογίας, του κατηγορούμενου Δ). Ενδεχόμενη αξιοποίηση της ομολογίας του Δ συνεπάγεται την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το αρ. 171 § 1 εδ. δ’ ΚΠΔ.
Κρίνεται όμως στο σημείο αυτό σκόπιμο να σημειωθεί ότι, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί γενικά ότι κάθε μέσο που επηρεάζει τη βούληση του εξεταζόμενου είναι παράνομο, διότι τότε θα καθίστατο δυσχερής η διεξαγωγή κάθε ανάκρισης.
Δεν είναι παράνομα τα μέσα επηρεασμού της βούλησης, τα οποία επιτρέπει η ποινική δικονομία. Τέτοια μέσα, βέβαια σε πολύ περιορισμένη κλίμακα, που επιτρέπονται είναι:
- η βίαιη προσαγωγή μάρτυρα και κατηγορούμενου,
- η σύλληψη του κατηγορούμενου,
- η υπόμνηση του μάρτυρα των ποινών της λιπομαρτυρίας, αν δεν εμφανιστεί για να εξετασθεί ή των ποινών των αρ. 225 § 2 εδ. β’ ΠΚ – ψευδής ανώμοτη κατάθεση, αν αρνείται να καταθέσει και ψευδορκίας (αρ. 224 ΠΚ, αν υπάρχει υπόνοια ότι καταθέτει αναληθή.
Ειδικότερα, πράξεις που είναι συμφυείς προς τη νόμιμη εκτέλεση της ποινής, άλλου νόμιμου περιορισμού της ελευθερίας ή προς άλλο νόμιμο μέσο δικονομικού καταναγκασμού, είναι επιτρεπτές από την ποινική δικονομία.
Έτσι, αν ο κρατούμενος Κ, βάσει δικαστικής απόφασης, υποστεί, λόγω του μακρού του εγκλεισμού, που γίνεται με σκοπό την τιμωρία του, ψυχική κατάθλιψη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπέστη βασανιστήρια.
γ4. Χρήση παράνομων εκβιαστικών μέσων από τον δράστη δεν πρέπει να λάβουν τη μορφή των βασανιστηρίων ή των άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
γ4.1. Έννοια των βασανιστηρίων
Ως βασανιστήρια ορίζονται «κάθε μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, καθώς και κάθε παράνομη χρησιμοποίηση χημικών ναρκωτικών ή άλλων φυσικών τεχνικών μέσων να κάμψουν τη βούληση του θύματος» (αρ. 137Α § 2 ΠΚ σε συνδ. με αρ. 7 § 2 Σ).
Ο όρος «μεθοδευμένη» πρέπει να ερμηνευθεί αντικειμενικά ως, με πρόσφορα μέσα – μεταχείριση τεχνασμάτων και υποκειμενικά ως σκόπιμη. Οποιοδήποτε μέσο είναι πρόσφορο και χρησιμοποιείται σκόπιμα, υπάγεται στη διάταξη αυτή, όπως και ένας ξυλοδαρμός, χωρίς να είναι ειδικά άγριος και διαρκής.
Ο νόμος θέλει, προφανώς, να διαστείλει την πρόκληση πόνου με βασανιστήρια, από τις περιπτώσεις όπου προκαλείται πόνος σε κάποιο κρατούμενο, όχι σκόπιμα και με πρόσφορα γι’ αυτό μέσα, αλλά συμπτωματικά, λόγω των κακών συνθηκών κράτησής του, που οφείλεται σε ανεπάρκεια μέσων ή και σε αδιαφορία ή αμέλεια ή και ενδεχόμενο δόλο των αρμόδιων υπαλλήλων.
Δεν μπορεί να θεωρηθεί βασανιστήριο, κατά την έννοια του νόμου, η κράτηση προσώπου σε χώρο όπου υπάρχει ένα κρεβάτι μόνο, επειδή από την υπηρεσία δεν διατίθεται στρώμα. Αυτό δε, σημαίνει ότι βέβαια δεν υπάρχουν άλλου είδους ευθύνες των αρμοδίων.
Αν χρονικά συνυπάρξουν περισσότεροι από ένας τρόποι τέλεσης (χτυπήματα που προκαλούν έντονο σωματικό πόνο και υποχρεωτική πολύωρη ορθοστασία που προκαλεί σωματική εξάντληση επικίνδυνη για την υγεία), τελείται ένα μόνο έγκλημα. Ευνόητο είναι ότι, αν οι τρόποι αυτοί απέχουν χρονικά, τότε τελούνται περισσότερες πράξεις, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ως έγκλημα κατ’ εξακολούθηση (αρ. 98 ΠΚ).
Με τους τρόπους αυτούς τέλεσης που αναφέρθηκαν παραπάνω, προσβάλλεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ανεξάρτητα αν λόγω αυτών θα βλαφθεί τελικά άλλο έννομο αγαθό, το οποίο τίθεται ήδη σε κίνδυνο (η πρόκληση έντονου σωματικού πόνου, εφόσον τελείται υπό τους όρους του αρ. 137 Α ΠΚ βλάπτει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια).
Τέλος, αν ο δράστης χορηγήσει φάρμακα στο θύμα για να τον αναγκάσει να υποστεί μια ιατροχειρουργική επέμβαση που θα του σώσει τη ζωή, ενώ αυτός αρνείται, η πράξη αυτή δεν είναι παράνομη και δεν συνιστά βασανιστήριο. Αν όμως χορηγηθούν φάρμακα σε κρατούμενο για να μηνκάνει φασαρία στο κρατητήριο, η χορήγηση είναι παράνομη και συνιστά βασανιστήριο.
Έτσι, το συμπέρασμα το οποίο προκύπτει από την παραπάνω συνολική, αναλυτική θεώρηση της έννοιας των βασανιστηρίων, είναι ότι τα παράνομα εκβιαστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο δράστης, δεν πρέπει να λάβουν τη μορφή των βασανιστηρίων ή των άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, διότι σύμφωνα με τη ρήτρα σχετικής επικουρικότητας που αναφέρει το αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ, η συμπεριφορά του δράστη πραγματώνει το έγκλημα του αρ. 137Α ΠΚ ή 137Β ΠΚ.
γ5. Η χρησιμοποίηση των εκβιαστικών μέσων (παρανόμως εκβιαστικά μέσα) πρέπει να συνδέεται με την προσπάθεια του δράστη να πετύχει κάποια προφορική ή έγγραφη κατάθεση κατηγορούμενου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα
Ο σύνδεσμος που αναφέρεται παραπάνω (στοιχείο γ5) πρέπει να είναι έκδηλος αντικειμενικά και να γνωστοποιήθηκε στο θύμα (στον σύνδεσμο – σκοπό έγκειται και η βαρύτητα του εγκλήματος). Η κατάθεση πρέπει να έχει και κάποιο περιεχόμενο, το οποίο μπορεί να είναι οποιοδήποτε. Ο υπάλληλος θα πρέπει να εκβιάζει κάποιον να καταθέσει ή να καταθέσει κάτι συγκεκριμένο (εκβίαση για κατάθεση).
Από το γράμμα του νόμου, συνάγει κανείς το συμπέρασμα ότι, αποκλείονται εδώ περιπτώσεις που τα εν λόγω πρόσωπα εξαναγκάζονται να παραλείψουν την κατάθεσή τους. Αυτές, μόνο ως απλές περιπτώσεις παράνομης βίας (αρ. 330 ΠΚ) θα μπορούσαν να κριθούν, εφόσον συντρέχουν βέβαια τα συγκεκριμένα στοιχεία της σωματικής βίας ή απειλής.
Αρκεί μόνο η μεταχείριση των εκβιαστικών μέσων που γίνεται με το σκοπό να εξαναγκαστούν τα αναφερόμενα πρόσωπα να καταθέσουν γραπτά ή προφορικά, χωρίς να είναι αναγκαίο να επέλθει το αποτέλεσμα. Ο συγκεκριμένος υπάλληλος δεν απαιτείται να έχει αναλάβει την υπόθεση, αρκεί η γενική αρμοδιότητά του να διώκει ή ανακρίνει αξιόποινες πράξεις.
Η συγκεκριμένη θέση του υπαλλήλου στην ποινική διαδικασία, δίνει τη δυνατότητα σ’ αυτόν να επέμβει στην ανακριτική διαδικασία των μαρτυρικών καταθέσεων, έστω και κατά παράβαση των ενδοϋπηρεσιακών κανόνων (ο Αστυνόμος Β προβαίνει σε ανακριτικές πράξεις, ενώ αυτές έχουν ανατεθεί στον Υπαστυνόμο Α).
Θύμα του εγκλήματος, στο βαθμό που θίγονται και ατομικά αγαθά, δεν είναι κάθε παράγοντας της δίκης όπως ο συνήγορος, αλλά μόνο όσοι εμφανίζονται ή καλούνται να καταθέσουν ως κατηγορούμενοι ή μάρτυρες ή να γνωμοδοτήσουν ως πραγματογνώμονες.
Υποστηρίζεται ότι στην έννοια του μάρτυρα, περιλαμβάνεται και ο τεχνικός σύμβουλος. Στον όρο κατάθεση περιλαμβάνεται και η απολογία του κατηγορούμενου, διότι και αυτή είναι ένα είδος κατάθεσης. Η κατάθεση είναι δυνατόν να μην είναι μόνο θετική, αλλά και αρνητική, δηλαδή να μην καταθέσει κάτι το συγκεκριμένο, πρόσωπο που υφίσταται τα εκβιαστικά μέσα.
Είναι αδιάφορο αν, ο προς ον τα εκβιαστικά μέσα είναι ένοχος ή αθώος, αφού λαμβάνεται υπόψη το μέσο αφενός και αφετέρου ο χρόνος αυτού. Επίσης, είναι αδιάφορο αν η ληφθείσα κατάθεση με τα εκβιαστικά μέσα ανταποκρίνεται στην αλήθεια.
δ) Η αντικειμενική προσφορότητα (καταλληλότητα) της πράξης να οδηγήσει στην απόσπαση της επιδιωκόμενης κατάθεσης.
Τέτοια προσφορότητα (καταλληλότητα) έχει η πράξη του δράστη, όταν αντικειμενικά αυτή μπορεί να κάμψει την αντίσταση του θύματος και να το υποχρεώσει να δώσει μια κατάθεση γραπτή ή προφορική, όπως ακριβώς την επιθυμεί ο δράστης. Δεν έχει σημασία αν κάμφθηκε τελικά η αντίσταση του θύματος και δόθηκε η κατάθεση του μάρτυρα, η απολογία του κατηγορούμενου ή η γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα όπως ακριβώς την επεδίωκε ο δράστης. Αρκεί ότι η χρησιμοποίηση των παράνομων εκβιαστικών μέσων, μπορούσε αντικειμενικά να οδηγήσει στην απόσπαση της επιδιωκόμενης κατάθεσης.
Β) Υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος
Απαιτείται δόλος και μάλιστα κάθε είδους, άρα και ενδεχόμενος για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος (αρ. 18, 26 § 1 ΠΚ, 27 ΠΚ και 239 εδ. α’ ΠΚ).
Ειδικότερα, ο δράστης θα πρέπει να γνωρίζει ότι είναι αρμόδιος προς δίωξη ή ανάκριση, ότι μεταχειρίζεται παρανόμως εκβιαστικά μέσα και στην αντίστοιχη θέληση. Σύμφωνα με την αρχή της επικάλυψης, ο δόλος θα πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος.
Επιπλέον όμως, ο δράστης πρέπει να εμπνέεται από ορισμένο σκοπό, να επιδιώκει δηλαδή να αποσπάσει έγγραφη προφορική κατάθεση μάρτυρα, απολογία κατηγορούμενου ή γνωμοδότηση πραγματογνώμονα, σύμφωνη προς την επιθυμία του (πρέπει ο σύνδεσμος των πράξεών του με την επιδίωξη αυτή να έχει ψυχικό αντίκρισμα).
Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητο να γίνει η εξής διευκρίνιση. Ως προς την πραγμάτωση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αρκεί και ενδεχόμενος δόλος, ενώ για την επίτευξη έγγραφης ή προφορικής κατάθεσης, χρειάζεται απαραίτητα δόλος σκοπού – επιδίωξη – άμεσος δόλος α’ βαθμού – αρ. 27 § 2 εδ. β’ ΠΚ (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης).
Αν ο ανακριτικός υπάλληλος αγνοεί πότε κάποιος αποκτά την ιδιότητα του κατηγορούμενου, η πλάνη αυτή δεν τον ωφελεί, διότι είναι αρκετό να γνωρίζει ότι εξετάζει αυτόν, έστω και ως μάρτυρα. Ο δράστης δεν απαιτείται να επιδιώκει ορισμένου περιεχομένου ομολογία ή κατάθεση, ούτε απαιτείται για την ολοκλήρωση του εγκλήματος να επιτευχθεί τελικά ο σκοπός των χρησιμοποιηθέντων μέσων. Η πλάνη ως προς το επιτρεπτό των μέσων είναι νομική (αρ. 31 ΠΚ), η δε συναίνεση του παθόντος σε χρήση παρανόμων μέσων, δεν αίρει την ευθύνη του δράστη.
Γ. Τετελεσμένο έγκλημα και απόπειρα του εγκλήματος
α) Ως προς την τελείωση του εγκλήματος
Ο πρώτος τυποποιημένος τρόπος τελέσεως, του στοιχ. α΄ του άρθρου 239 ΠΚ, η μεταχείριση παρανόμως εκβιαστικών μέσων προκειμένου ο υπάλληλος να αποσπάσει έγγραφη ή προφορική κατάθεση κατηγορουμένου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα, θα είναι τετελεσμένος όταν χρησιμοποιηθούν τα εκβιαστικά μέσα παρανόμως και υφίσταται ο πρόσθετος σκοπός της αποσπάσεως καταθέσεως, χωρίς όμως για την ολοκλήρωση του εγκλήματος να απαιτείται και η επέλευση του επιζητούμενου αποτελέσματος, η κατάθεση του κατηγορουμένου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα.
β) Ως προς την απόπειρα του εγκλήματος
Η απόπειρα του εγκλήματος αυτού είναι νοητή σε ένα προστάδιο του εξαναγκασμού, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του αρ. 42 § 1 ΠΚ.
Αξιόποινη απόπειρα είναι δυνατή, η οποία θα συντρέχει όταν ο υπάλληλος αρχίζει να χρησιμοποιεί τα εκβιαστικά μέσα με σκοπό την απόσπαση της καταθέσεως, αλλά ανακόπτεται από εξωτερικά εμπόδια, γιατί γίνεται αντιληπτός .
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο Υπαστυνόμος Α μεταχειρίζεται εκβιαστικά μέσα κατά την εξέταση του κατηγορούμενου Κ στα πλαίσια της αστυνομικής αυτεπάγγελτης προανάκρισης – αρ. 243 § 2 ΚΠΔ, για παράβαση του αρ. 336 ΠΚ – βιασμός, με σκοπό την μέσω αυτών επίτευξη της απολογίας του, ανάψει τον προβολέα της εξέτασης, ο Υπαστυνόμος Α θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της απόπειρας κατάχρησης εξουσίας (αρ. 42 § 1 ΠΚ σε συνδ. με αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ).
- 2. Σχέση του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας – αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ – εκβίαση για κατάθεση, με τις διατάξεις περί συμμετοχής – αρ. 45 – 49 ΠΚ.
Η συμμετοχή στο έγκλημα αυτό είναι δυνατή σε όλες τις μορφές της, εκτός από τη μορφή της συναυτουργίας και έμμεσης αυτουργίας, διότι είναι έγκλημα γνήσιο ιδιαίτερο. Εφόσον το έγκλημα είναι ιδιαίτερο, η συναυτουργία είναι δυνατή, μόνο μεταξύ προσώπων που έχουν την απαιτούμενη για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης ιδιότητα. Αυτό συμβαίνει διότι, αν δεν μπορεί κάποιος να είναι φυσικός αυτουργός ενός εγκλήματος, δεν μπορεί να είναι ούτε συναυτουργός στην τέλεσή του.
Στην περίπτωση αυτή, ο συμπράττων στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του ιδιαίτερου εγκλήματος, τελώντας πράξεις αυτής, θα τιμωρηθεί:
- είτε ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός άλλου, μη ιδιαίτερου εγκλήματος και όχι ως συναυτουργός του ιδιαίτερου,
- είτε θα τιμωρηθεί ως άμεσος (αναγκαίος) συνεργός του ιδιαίτερου εγκλήματος (αρ. 46 § 1β ΠΚ). Στην περίπτωση όμως αυτή θα του επιβληθεί ελαττωμένη ποινή (αρ. 83 ΠΚ) σύμφωνα με το αρ. 49 § 1 εδ. α’ ΠΚ.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο Αστυνόμος Α, στα πλαίσια της αστυνομικής αυτεπάγγελτης προανάκρισης (αρ. 243 § 2 ΚΠΔ) σε βάρος του Κ για ληστεία με τη στενή έννοια (αρ. 380 § 1 εδ. α’ ΠΚ), μαζί με το φίλο του ιδιώτη Φ, για να αποσπάσουν ομολογία από τον Κ ότι διέπραξε το έγκλημα, χρησιμοποιούν βία, ο Αστυνόμος Α θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας (αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ – εκβίαση για κατάθεση), ενώ ο Φ θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της παράνομης βίας (αρ. 330 ΠΚ).
Κατ’ άλλη άποψη όμως, ο Φ θα κριθεί – τιμωρηθεί ως άμεσος (αναγκαίος) συνεργός του ιδιαίτερου εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας (αρ. 46 § 1β ΠΚ σε συνδ. με αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ) ή τέλος, ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της παράνομης βίας (αρ. 330 ΠΚ) σε αληθινή κατ’ ιδέα συρροή (αρ. 94 § 2 ΠΚ) και ως άμεσος (αναγκαίος) συνεργός του ιδιαίτερου εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας (αρ. 46 § 1β ΠΚ σε συνδ. με αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ).
Ορθότερη άποψη φαίνεται η τιμώρηση του Φ ως άμεσου (αναγκαίου) συνεργού του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας (αρ. 46 § 1β ΠΚ σε συνδ. με αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ).
Τέλος, αν επελήφθησαν πλείονες αρμόδιοι, υπάρχει ευθύνη όλων.
- 3. Σχέση του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας – αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ – εκβίαση για κατάθεση, με άλλα εγκλήματα
Το έγκλημα αυτό συρρέει αληθινά με τα εξής εγκλήματα:
- της παράνομης βίας (αρ. 330 ΠΚ) λόγω της ετερότητας των εννόμων αγαθών. Η κατάχρηση εξουσίας – εκβίαση για κατάθεση – αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ, δεν είναι ειδική μορφή παράνομης βίας, αλλά ως έννοια είναι ευρύτερη αυτής, διότι πέρα από το γεγονός ότι καλύπτει περιπτώσεις απόπειρας παράνομης βίας, χωρίς να απαιτεί την πραγμάτωση της κατάθεσης, η έννοια του εκβιαστικού μέσου είναι ευρύτερη εκείνης της σωματικής βίας ή απειλής σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξης,
- της απλής (αρ. 308 ΠΚ), επικίνδυνης (αρ. 309 ΠΚ), βαριάς (αρ. 310 ΠΚ) και θανατηφόρας σωματικής βλάβης (αρ. 311 ΠΚ),
- της εξύβρισης (αρ. 361 ΠΚ),
- της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 337 ΠΚ),
- εάν η συγκεκριμένη συμπεριφορά στην οποία εξαναγκάστηκε το θύμα (μάρτυρας, κατηγορούμενος ή πραγματογνώμονας) συνιστά κάποιο άλλο έγκλημα, όπως ψευδορκία – αρ. 224 ΠΚ, υπόθαλψη εγκληματία (αρ. 231 ΠΚ), ψευδή βεβαίωση (αρ. 242 ΠΚ), τότε ο υπάλληλος υπέχει ποινική ευθύνη και για ηθική αυτουργία στα εγκλήματα αυτά, όπου συρρέει αληθινά με το έγκλημα του αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ – εκβίαση για κατάθεση, λόγω ετερότητας των εννόμων αγαθών.
4. Ποινική κύρωση του εγκλήματος
Η ποινή που προβλέπεται για το έγκλημα αυτό είναι φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους (πλαίσιο ποινής 1 έτος έως 5 έτη – αρ. 53 ΠΚ).
Η σχετική όμως ρήτρα επικουρικότητας που προστέθηκε στη διάταξη αυτή, δίνει το προβάδισμα στις διατάξεις περί βασανιστηρίων (αρ. 137Α ΠΚ και 137Β ΠΚ) που σε κάθε τους μορφή προβλέπουν μεγαλύτερες ποινές.
- 5. Άσκηση ποινικής δίωξης (αρ. 27, 36, 43, 243 ΚΠΔ) του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας – εκβίασης για κατάθεση – αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ
Η ποινική δίωξη του εγκλήματος αυτού ασκείται αυτεπαγγέλτως.
ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ
Ως διακεκριμένες παραλλαγές του στοιχ. α΄ του άρθρου 239 ΠΚ, επισύροντας βαρύτερη ποινή σε βαθμό κακουργήματος, ενέχουσες καταφανώς μεγαλύτερη απαξιολογική βαρύτητα εις βάρος του υπερατομικού εννόμου αγαθού της απονομής δικαιοσύνης, προβλέπονται στο στοιχ. β΄ του άρθρου 239 ΠΚ τρεις (3) ανεξάρτητες μεταξύ τους μορφές εγκλήματος. Ειδικότερα:
Β.1. ΕΚΘΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΑΛΛΗΛΟ ΑΘΩΟΥ ΣΕ ΔΙΩΞΗ Ή ΤΙΜΩΡΙΑ Ή ΣΕ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΔΙΩΞΗΣ ΚΑΠΟΙΟΥ ΥΠΑΙΤΙΟΥ Ή ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΙΜΩΡΙΑ (αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ – ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ).
1. Δομή και στοιχεία του εγκλήματος
Το έγκλημα προβλέπει τρεις (3) ανεξάρτητες μεταξύ τους μορφές εγκλήματος, ήτοι:
α) έκθεση σε δίωξη ή τιμωρία κάποιου αθώου,
β) παράλειψη δίωξης κάποιου υπαιτίου,
γ) πρόκληση της απαλλαγής του υπαιτίου από την τιμωρία.
2. Προστατευόμενο έννομο αγαθό
Προστατευόμενο έννομο αγαθό στο έγκλημα αυτό είναι το κοινωνικό συμφέρον, το συμφέρον της πολιτείας ως προς τη διατήρηση και εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας και εμπιστοσύνης των πολιτών προς αυτήν.
3. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εγκλήματος
Το έγκλημα αυτό είναι γνήσιο ιδιαίτερο, συγκεκριμένης διακινδύνευσης (έκθεση αθώου σε δίωξη ή τιμωρία), γνήσιας παράλειψης (παράλειψη δίωξης κάποιου υπαιτίου), βλάβης, ουσιαστικό – αποτελέσματος (πρόκληση απαλλαγής κάποιου υπαιτίου από την τιμωρία, μη ιδιόχειρο, στιγμιαίο, μη γνήσιο πολύτροπο, σωρευτικώς μικτό έγκλημα.
ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ – ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ (ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ – αρ. 7 § 1Σ)
Απαρτίζεται από την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος.
Α) Αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος
α) Υποκείμενο του εγκλήματος (δράστης του εγκλήματος)
Εφόσον το έγκλημα είναι γνήσιο ιδιαίτερο, δράστης του εγκλήματος μπορεί να είναι μόνο ο υπάλληλος, ο επιφορτισμένος με τη δίωξη ή ανάκριση αξιοποίνων πράξεων (δικαστής, εισαγγελέας, ανακριτικός υπάλληλος γενικός – ειδικός). Αποκλείονται ως δράστες του εγκλήματος οι απλοί ιδιώτες, έστω και αν συμβάλλουν στην ποινική δίκη (μάρτυρες που ψευδομαρτυρούν).
Ομοίως, ο απλός αστυνομικός, πυροσβέστης, λιμενοφύλακας, στο βαθμό που δεν ασκεί καθήκοντα προανακριτικού υπαλλήλου, αλλά λειτουργεί ως απλό εκτελεστικό όργανο στις προανακριτικές πράξεις (ο Αστυφύλακας, κατά την κατ’ οίκον έρευνα, βρίσκει τα ναρκωτικά ή το όπλο και επιμελώς το αποκρύπτει ή κατά την αιμοληψία οδηγού αυτοκινήτου, στέλνει άλλο δείγμα αίματος προς εξέταση), δεν υπάγεται στο αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ.
Επίσης, δεν υπάγεται και η γραμματέας του ανακριτή που παραποιεί την μαρτυρική κατάθεση ή τα διάφορα έγγραφα που απαιτεί ο νόμος, για την πιστοποίηση των δικαστικών ενεργειών.
β) Υλικό αντικείμενο της πράξης
Υλικό αντικείμενο της πράξης που εξατομικεύει το προστατευόμενο έννομο αγαθό στο έγκλημα αυτό είναι κάθε άτομο, το οποίο θεωρείται ότι είναι αθώο ή υπαίτιο σε σχέση με τη διάπραξη κάποιας αξιόποινης συμπεριφοράς.
γ) Η πράξη προσβολής του εννόμου αγαθού (εγκληματική συμπεριφορά)
Η πράξη με την οποία προσβάλλεται το έννομο αγαθό στο έγκλημα αυτό εκδηλώνεται με τρεις (3) μορφές, ήτοι:
- με τη μορφή της έκθεσης σε δίωξη ή τιμωρίας κάποιου αθώου,
- με τη μορφή της παράλειψης δίωξης κάποιου υπαιτίου και
- με τη μορφή της πρόκλησης της απαλλαγής ενός υπαιτίου.
γ1. Έκθεση σε δίωξη ή τιμωρίας κάποιου αθώου
γ1.1. Έννοια της έκθεσης σε δίωξη ή τιμωρία κάποιου αθώου
Εκθέτω σημαίνει εμβάλλω σε κίνδυνο δίωξης ή τιμωρίας κάποιον αθώο για πράξη που δεν τέλεσε ή τέλεσε πράξη διαφορετική. Ο δράστης, με τη συμπεριφορά του, προκαλεί κίνδυνο ποινικής δίωξης ή τιμωρίας (δεν έχει σημασία αν διώχθηκε ή αν τιμωρήθηκε ή όχι τελικά το πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στη σχετική διάταξη).
Πρόκειται για επέμβαση του υπαλλήλου που είναι δυνατή σε δύο (2) στάδια:
- είτε κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης,
- είτε κατά τη διαδικασία που ακολουθεί την ποινική δίωξη και οδηγεί στην έκδοση δικαστικής απόφασης ή βουλεύματος.
Η δίωξη νοείται εδώ ως τυπική διαδικαστική πράξη ή κίνηση ή έναρξη της ποινικής διαδικασίας, που γίνεται με την από μέρους του εισαγγελέα παραγγελία προανάκρισης ή ανάκρισης ή με την απευθείας κλήση του κατηγορούμενου στο ακροατήριο, σε ορισμένες περιπτώσεις (αρ. 43 ΚΠΔ). Στην έννοια της ποινικής δίωξης περιλαμβάνεται, όχι μόνο η δίωξη με την έννοια του αρ. 43 § 1 ΚΠΔ, αλλά και η προκαταρκτική εξέταση (αρ. 31 § 2 ΚΠΔ).
Ο κίνδυνος της δίωξης θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται σε κάθε πρόσωπο, χωρίς να αποκλείεται αυτό να συμβαίνει και σε μια καταρχήν in rem άσκηση της ποινικής δίωξης. Απαιτείται δηλαδή μόνο πρόκληση κινδύνου ποινικής δίωξης, έστω και αν τελικά η ποινική δίωξη δενευδοκιμήσει και η διαδικασία σταματήσει λόγω νομικών ή πραγματικών εμποδίων (ο αρμόδιος εισαγγελέας θέτει την ψευδή αναφορά του αστυνομικού υπαλλήλου στο αρχείο).
Η έκθεση κάποιου σε δίωξη, μπορεί να γίνει και με διάφορες ανακριτικές πράξεις των αστυνομικών υπαλλήλων στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης (αρ. 243 § 2 ΚΠΔ), όπως με την υποβολή ψευδών πειστηρίων ή την αλλαγή των μαρτυρικών καταθέσεων, αλλά και από την υπηρεσιακή αναφορά του αστυνομικού υπαλλήλου στις εισαγγελικές αρχές, με την οποία ψευδώςυποστηρίζει την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης από κάποιον.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο Υπαστυνόμος Α σχηματίζει εικονική δικογραφία σε βάρος του κρατούμενου Κ για παράβαση του αρ. 173 ΠΚ σε συνδ. με αρ. 42 § 1 ΠΚ (απόπειρα απόδρασης κρατουμένου), ενώ στην πραγματικότητα δεν συνέβη αυτό, αλλά σχηματίστηκε δικογραφία για να δικαιολογηθούν οι κακώσεις που έγιναν στον κρατούμενο Κ, ο Υπαστυνόμος Α θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας (αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ – έκθεση σε δίωξη ή τιμωρία αθώου ατόμου).
Εκτός από την έκθεση σε δίωξη κάποιου αθώου, ο νομοθέτης τυποποιεί αυτοτελώς και την έκθεση σε τιμωρία. Με αυτή θέλει να καλύψει και όλες εκείνες τις διαδικαστικές πράξεις που ακολουθούν την εναρκτήρια πράξη (δίωξη) μέχρι το αμετάκλητο της δικαστικής απόφασης. Από εκεί και πέρα βέβαια οι παρεμβάσεις αφορούν την εκτέλεση της ποινής (αρ. 240 ΠΚ).
Πρόκειται για επεμβάσεις των κρατικών οργάνων που επιλαμβάνονται της υπόθεσης μετά την ασκηθείσα δίωξη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία ο ανακριτής ενεργεί την κύρια ανάκριση (αρ. 246 ΚΠΔ), ο δικαστής, ο οποίος ως μέλος του συμβουλίου ή του δικαστηρίου, εκθέτει κάποιον αθώο σε τιμώρηση (ανεξάρτητα τελικά αν αυτός δεν θα τιμωρηθεί, διότι έγιναν δεκτά τυχόν ένδικα μέσα που άσκησε κατά του βουλεύματος ή της απόφασης).
γ1.2. Τρόποι τέλεσης της έκθεσης σε δίωξη ή τιμωρίας κάποιου αθώου
Αυτή η έκθεση μπορεί να γίνει:
- είτε με πλαστοποίηση ή νόθευση αποδεικτικών μέσων ή με την παραποίηση των πραγματικών περιστατικών,
- είτε ακόμη και με τη «λανθασμένη» εφαρμογή των νομικών διατάξεων ουσιαστικού ή δικονομικού περιεχομένου, ακόμη και με την παράλειψη λήψης κάποιων αναγκαίων μέτρων (λήψη κάποιων πειστηρίων ή την «αγνόηση» κάποιου λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου).
Ο όρος «σε δίωξη ή τιμωρία αθώου» αναφέρεται έτσι από το νομοθέτη, διότι η δίωξη σχετίζεται με την τιμωρία. Η δίωξη, ως εναρκτήρια πράξη, οδηγεί στην τιμωρία. Η ρητή αναφορά του νομοθέτη στη δίωξη, εναρμονίζεται με τη σημασία που έχει ως εναρκτήρια πράξη για την έκβαση της όλης ποινικής διαδικασίας.
Αυτή προσδιορίζει την κατηγορία με την οποία νομικά και πραγματικά καταπιάνεται στη συνέχεια η ποινική διαδικασία, έτσι ώστε με αυτή και η ψυχική και η κοινωνική ταλαιπωρία κάποιου αθώου να είναι σημαντική (η δίωξη έχει μια αυτοτέλεια σε σχέση με την τιμωρία και αναφέρεται στην ψυχική και κοινωνική ταλαιπωρία αθώου ατόμου μέχρι της αθωώσεώς του).
γ1.3. Έννοια του αθώου
Ο όρος «αθώος» δεν ανταποκρίνεται στη δικονομική έννοια. Αθώος είναι βεβαίως αυτός που δεντέλεσε την πράξη που του αποδίδεται, αλλά και εκείνος που τέλεσε μια άλλη ελαφρότερη πράξη από εκείνη που εμφανίζεται ότι τέλεσε.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο Αστυνόμος Β, στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης (αρ. 243 § 2 ΚΠΔ), εν γνώσει του ότι ο συλληφθείς Σ μέσα στα όρια του αυτοφώρου τέλεσε κλοπή (αρ. 372 ΠΚ), σχημάτισε δικογραφία για ληστεία με στενή έννοια (αρ. 380 § 1 εδ. α’ ΠΚ), ο Αστυνόμος Β θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας (αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ).
Αθώος είναι ακόμη και εκείνος για τον οποίο συντρέχει κάποιος λόγος άρσης του αδίκου ή λείπει το στοιχείο της ενοχής (διώκεται για ανθρωποκτονία με πρόθεση – αρ. 299 ΠΚ, ενώ υπάρχει μόνο ανθρωποκτονία από αμέλεια – αρ. 302 ΠΚ).
Το έγκλημα πραγματώνεται επίσης και αν κάποιος καταδικάζεται, παρόλο που υπάρχει στο πρόσωπό του κάποιος λόγος που αποκλείει το άδικο (άμυνα – αρ. 22 ΠΚ, κατάσταση ανάγκης – αρ. 25 ΠΚ), λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου (υπαναχώρηση – αρ. 44 ΠΚ, έμπρακτη μετάνοια – αρ. 384 ΠΚ).
Αθώος είναι και εκείνος όταν δεν παύει η ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος του, ενώ έχει παραγραφεί το έγκλημα.
Τέλος, η έννοια του αθώου προσδιορίζεται, όχι μόνο από λόγους του ουσιαστικού δικαίου, αλλά ακόμη και από τυπικά δικονομικά εμπόδια, όπως όταν κινείται ή συνεχίζεται η δίωξη χωρίς έγκληση ή παρά την ανάκλησή της ή χωρίς άδεια της βουλής ή παρά την ετεροδικία κάποιου.
Επομένως, με αφετηρία τις παραπάνω σκέψεις συνδυασμένες με την όλη δομή του αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ, το συμπέρασμα το οποίο προκύπτει είναι ότι η έννοια αθώος, παρόλο που έχει διατυπωθεί στενά, δεν σημαίνει μόνο αυτόν που δεν τέλεσε κάποιο έγκλημα, αλλά τον καθένα που δεν μπορεί, σύμφωνα με το νόμο (ουσιαστικού όσο και δικονομικού χαρακτήρα), να διωχθεί και να τιμωρηθεί ποινικά.
γ2. Παράλειψη δίωξης κάποιου υπαιτίου
γ2.1. Έννοια της δίωξης
Ως δίωξη νοείται εδώ, μόνο η ποινική (είτε της κοινής, είτε της στρατιωτικής δικαιοσύνης), η οποία ασκείται από τα κατά νόμο αρμόδια όργανα (αρ. 27 ΚΠΔ). Δεν εμπίπτει στην έννοια της δίωξης η πειθαρχική δίωξη και επομένως εκείνος ο οποίος παραλείπει να διώξει πειθαρχικά τον υπαίτιοορισμένης πειθαρχικής παράβασης, δεν διαπράττει το έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας.
γ2.2. Έννοια της δίωξης του υπαιτίου
Ως υπαίτιος νοείται εκείνος, ο οποίος φέρεται ότι τέλεσε ορισμένη αξιόποινη πράξη, για τη δίωξη της οποίας συντρέχουν στο πρόσωπό του όλες οι ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις του νόμου. Υπαίτιος εδώ, δεν σημαίνει το αντίστροφο του όρου αθώος, κάποιου δηλαδή που τέλεσε την αποδιδόμενη σ’ αυτήν πράξη, αλλά πρέπει και να μην υπάρχουν στο πρόσωπό του λόγοι που αποκλείουν την ποινή.
Τον όρο «υπαίτιος» χρησιμοποιεί συχνά ο νόμος ως συνώνυμο του όρου «δράστης» (ο υπαίτιος στο αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ δεν έχει τη σημασία του ενόχου). Είναι όμως αδιάφορο για την ποινική ευθύνη του δράστη, εάν ο υπαίτιος διώχθηκε αργότερα από άλλον ή τιμωρήθηκε τελικά.
γ2.3. Έννοια της παράλειψης δίωξης του υπαιτίου
Ως έννοια, «παράλειψη δίωξης» νοείται η μη ενέργεια πράξεων των οποίων όφειλε να ενεργήσει ο αρμόδιος υπάλληλος, ήτοι η παράλειψη κάθε πράξεως επιβεβλημένη κατά καθήκον. Η παράλειψη πρέπει να αφορά τη δίωξη, προϋποθέτει δε, ότι υπέρ του οποίου γίνεται, έχει τελέσει πράγματι αξιόποινη πράξη. Ως παράλειψη δίωξης νοείται και η διακοπή της ήδη αρξάμενης.
Επομένως, δεν αρκεί να παρελήφθησαν ορισμένες ανακριτικές πράξεις, διότι η παράλειψη αυτή δενσυνιστά κατάχρηση εξουσίας. Σε παράλειψη δίωξης μπορεί να υποπέσει μόνο αρμόδιος εισαγγελέας ή επί πταισμάτων δημόσιος κατήγορος (αρ. 27 ΚΠΔ) και όχι ο ανακριτής (αρ. 246 ΚΠΔ) ή οι προανακριτικοί υπάλληλοι (γενικοί – αρ. 33 ΚΠΔ, ειδικοί – αρ. 34 ΚΠΔ). Αυτό συμβαίνει διότι στο ισχύον δικονομικό μας σύστημα επικρατεί η αρχή της νομιμότητας στην άσκηση της ποινικής δίωξης (αρ. 43, 47 ΚΠΔ).
Ο εισαγγελέας δεσμεύεται προς την άσκηση της ποινικής δίωξης, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας. Ο εισαγγελέας, όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά σχετικά με την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης, κινεί την ποινική δίωξη παραγγέλλοντας ανάκριση ή προανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορούμενου στο ακροατήριο, στις περιπτώσεις που η εισαγωγή αυτή επιτρέπεται (αρ. 43 § 1 ΚΠΔ).
Στα κακουργήματα όμως κινεί την ποινική δίωξη μόνο εφόσον έχει ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή αστυνομική προανάκριση ή ΕΔΕ και εφόσον προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Επομένως, αν κινηθεί ποινική δίωξη για τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις χωρίς να προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση, αστυνομική προανάκριση ή ΕΔΕ, παράγεται απόλυτη ακυρότητα (αρ. 171 § 1β ΚΠΔ).
Αν όμως ο εισαγγελέας κρίνει ότι, η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, την αρχειοθετεί και υποβάλλει αντίγραφο στον εισαγγελέα εφετών, αναφέροντας τους λόγους που τον οδήγησαν να μην κινήσει την ποινική δίωξη. Διευκρινίζεται ωστόσο ότι η εν λόγω αρχειοθέτηση τελεί υπό την αίρεση της έγκρισής της από τον εισαγγελέα εφετών (αρ. 43 § 2 ΚΠΔ).
Ομοίως, όταν ο εισαγγελέας κρίνει ότι η έγκληση δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως ή πειστεί ότι είναι προφανώς ψευδής στην ουσία της, την απορρίπτει με διάταξή του, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία, όπου ο εγκαλών έχει δικαίωμα να λάβει γνώση και αντίγραφο της διάταξης (αρ. 47 § 1 ΚΠΔ).
Η μήνυση είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της (αρ. 43 § 1 ΚΠΔ) και η έγκληση προφανώς ψευδής στην ουσία της (αρ. 47 § 2 ΚΠΔ), όταν στο περιεχόμενό της δεν καταλείπεται η παραμικρή αμφιβολία για το ότι δεν τελέστηκε η καταγγελλόμενη πράξη.
Ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως είναι η μήνυση ή η έγκληση, όταν τα καταγγελλόμενα γεγονότα εμφανίζονται ακατανόητα, αντιφατικά και ακατάληπτα, έτσι ώστε να είναι αδύνατηοποιαδήποτε ποινική διερεύνηση.
Ιδιαίτερα, θα πρέπει να προσεχθεί η έννοια της κατά νόμο αστήρικτης μήνυσης ή έγκλησης. Μια μήνυση ή έγκληση στηρίζεται στο νόμο όταν το περιεχόμενό της, από πλευράς υπαγωγής, εμπίπτει στη νομοτυπική περιγραφή μιας αξιόποινης συμπεριφοράς. Θα πρέπει λοιπόν τα καταγγελλόμενα γεγονότα να χαρακτηρίζονται ως έγκλημα. Αυτό συμβαίνει όταν τα γεγονότα αυτά συνιστούν πράξη τελικά άδικη και τελικά καταλογιστή, η οποία τιμωρείται από το νόμο (αρ. 14 ΠΚ).
Υπό τη βάσιμη αυτή παραδοχή, η έρευνα του εισαγγελέα για το κατά νόμο αστήρικτο της μηνύσεως ή της εγκλήσεως, αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής ή μη των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης των τυχών λόγων άρσης του αρχικού αδίκου, του αρχικού καταλογισμού, των τυχόν απαιτούμενων εξωτερικών όρων του αξιοποίνου και των λόγων εξάλειψης του αξιοποίνου.
Ως κατά νόμο αστήρικτη θα πρέπει να θεωρηθεί η μήνυση ή η έγκληση και όταν υπάρχει λόγος που καθιστά απαράδεκτη την ποινική δίωξη (δεδικασμένο, εκκρεμοδικία, έλλειψη έγκλησης). Εδώ δενπρόκειται ακριβέστερα για ουσιαστικά αστήρικτο, αλλά για δικονομικό, με την ίδια φυσικά κατά νόμο συνέπεια.
Συνοψίζοντας τις παραπάνω σκέψεις, εύκολα πλέον παρατηρεί κανείς ότι η υποχρέωση της ποινικής δίωξης ανακύπτει, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, όταν υφίστανται οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις (αρ. 43 ΚΠΔ, 47 ΚΠΔ). Όταν διαπιστωθεί ότι δεν υφίστανται οι κατά τα αρ. 43, 47 ΚΠΔ αναγκαίες προϋποθέσεις (ουσιαστικές και διαδικαστικές), η παράλειψη της δίωξης δεν θεμελιώνει το παρόν έγκλημα (η ορθή νομική ή πραγματική αξιολόγηση μιας υποθέσεως, ουδέποτε συνιστά κατάχρηση εξουσίας).
Ως καταρχήν σημαντικό στοιχείο, θα πρέπει να επισημάνει κανείς ότι, αξιόποινη είναι η παράλειψη δίωξης τότε μόνο, όταν παραλείπονται ή παραβιάζονται οι νομικές διαδικασίες που συνδέονται με την εισαγγελική λειτουργία.
Η παράλειψη του εισαγγελέα να ασκήσει την ποινική δίωξη, αποτελεί αξιόποινο μέγεθος όταν δενερευνά καν την υπόθεση διατάζοντας κάποια προκαταρκτική εξέταση ή απορρίπτει αναιτιολόγητα τη μήνυση ή έγκληση, πολύ περισσότερο δε, όταν την εξαφανίζει από το νόμιμο δρόμο της ή παραποιεί τα στοιχεία που υπάρχουν (παράλειψη δι’ ενεργείας τελούμενη).
Ο εισαγγελέας, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, είναι υποχρεωμένος αυτεπαγγέλτως να ασκεί την ποινική δίωξη για όσα υπέπεσαν στην αντίληψή του κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του κατά την υπηρεσιακή του δραστηριότητα, όχι όμως και για όσα αντιλήφθηκε ιδιωτικώς στην καθημερινή του ζωή, διαβάζοντας εφημερίδα ή παρακολουθώντας TV ή ακούγοντας συνομιλία.
Δύσκολο άλλωστε θα ζητούσε κανείς από τον Εισαγγελέα επί ποινή να ενεργεί για ό,τι τυχόν αξιόποινο παρατηρεί στην ιδιωτική του ζωή (ο εισαγγελέας καθίσταται αξιόποινος για παράλειψη δίωξης μόνο όταν δεν ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, εφόσον γνωρίζει για τη διάπραξη μιας αξιόποινης πράξης εξαιτίας της υπηρεσιακής ενασχόλησής του και δραστηριότητας).
γ3. Πρόκληση της απαλλαγής του υπαιτίου
γ3.1. Έννοια της απαλλαγής του υπαιτίου
Ως απαλλαγή, νοείται η δημιουργία μιας ευνοϊκής για τον υπαίτιο κατάστασης, που οδηγεί στην οριστική ή την προσωρινή ατιμωρησία αυτού. Η απαλλαγή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόποκαι να συντελεστεί, τόσο με ενέργεια, όσο και με παράλειψη του δράστη.
Η απαλλαγή από την τιμωρία, όπως και στο έγκλημα της υπόθαλψης εγκληματία, αφορά άλλον. Μένει συνεπώς ατιμώρητη η περίπτωση αυτοϋπόθαλψης του διωκτικού ή ανακριτικού υπαλλήλου και για τις περιπτώσεις εκείνες που ο εν λόγω υπάλληλος παραλείπει να διώξει κάποιον υπαίτιο ή προκαλεί την απαλλαγή του από την τιμωρία, προκειμένου να μην αποκαλυφθεί η τυχόν αξιόποινη συμμετοχή του στην εγκληματική πράξη του τρίτου.
γ3.2. Σε ποιες περιπτώσεις επέρχεται πράγματι το αποτέλεσμα της απαλλαγής του υπαιτίου
Νομική οριστική μορφή απαλλαγής του υπαιτίου, είναι βέβαια η έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης, καθώς και η οριστική παύση της ποινικής δίωξης, λόγω συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής.
Ως απαλλαγή όμως, θα μπορούσε να θεωρηθεί και η περίπτωση που ολοκληρώνεται μια απαλλακτική κρίση, έστω και αν νομικά θα ήταν δυνατή η ανατροπή της (περιπτώσεις οιονεί δεδικασμένου, όταν δηλαδή η μήνυση ή η αναφορά αρχειοθετείται ή εκδίδεται διάταξη, απορριπτική της έγκλησης – αρ. 43 § 1 ΚΠΔ, 47 § 1 ΚΠΔ).
Απαλλαγή από την τιμωρία υπάρχει και με την επέμβαση σ’ ένα άλλο στάδιο, μετά την ύπαρξη μιας ολοκληρωμένης καταδικαστικής κρίσης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της διαδικασίας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
γ3.3. Προβληματική που αναφέρεται σε μια δικαστική απόφαση, σε σχέση με την απαλλαγή του υπαιτίου
Ορισμένες φορές, προκύπτει φανερά από τους σχετικούς κανόνες δικαίου, πότε αντικειμενικά μια δικαστική ενέργεια ή παράλειψη είναι λανθασμένη. Συχνά όμως κάτι τέτοιο δεν είναι σαφές, όταν υπάρχουν περισσότερες της μιας ερμηνευτικές δυνατότητες του σχετικού κανόνα δικαίου που καταλήγουν σε διαφορετικά αποτελέσματα. Εδώ, θα έλεγε κανείς ότι η δικαστική απόφαση είναι αντικειμενικά σωστή, εφόσον ακολουθεί κάποιον από τους υποστηριζόμενους στην επιστήμη τρόπους ερμηνείας.
Σε περίπτωση επομένως που ο δικαστής ακολουθεί μια υποστηριζόμενη θέση, η εφαρμογή της διάταξης του αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ και η τιμώρησή του, έστω και αν υποκειμενικά επέλεξε την επαχθέστερη ή μη για να καταδικάσει ή απαλλάξει τον υπαίτιο δεν είναι δυνατή.
Η παραβίαση μπορεί να συνίσταται ακόμη, όχι σε κανόνες του ουσιαστικού ποινικού δικαίου,αλλά και σ’ εκείνους του δικονομικού ποινικού δικαίου. Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία ένας δικαστής, τηρώντας τις δικονομικές διατάξεις, οδηγείται σε μια άποψη ουσίας λανθασμένη απόφαση, δηλαδή να απαλλάσσει κάποιον ένοχο από την τιμωρία, γιατί η χρήση του μοναδικού αποδεικτικού μέσου ήταν, σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις, απαγορευμένη. Στην περίπτωση αυτή, δεν πραγματώνεται η διάταξη του αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ (η αναζήτηση της αλήθειας δενγίνεται με οποιοδήποτε τίμημα, αλλά μέσα σε καθορισμένα πλαίσια προστασίας των προσωπικών απορρήτων και της ιδιωτικής ζωής).
γ3.4. Προβληματική που αναφέρεται στις ενέργειες των ανακριτικών υπαλλήλων της ΕΛ.ΑΣ. στο στάδιο της προανάκρισης – αστυνομικής αυτεπάγγελτης – αρ. 243 § 2 ΚΠΔ ή τακτικής – αρ. 243 § 1 ΚΠΔ
Η ρητή αναφορά στην παράλειψη δίωξης του υπαιτίου, σημαίνει ότι, για τον νομοθέτη έχει σημασία, εκτός από την τελική απαλλαγή και η δικαστική εκείνη ενέργεια, που συνιστά, σύμφωνα με τους κανόνες της ποινικής δικονομίας, το στάδιο έναρξης της ποινικής διαδικασίας, ασχέτως από την τελική της έκβαση.
Η έναρξη αυτή, βρίσκεται στα χέρια του ανακριτικού υπαλλήλου, έτσι ώστε η παράλειψη εκείνων των ενεργειών, που θα έθεταν σε κίνηση την ποινική διαδικασία, να θεωρείται ότι ενέχει αυτοτελή απαξία, λόγω ακριβώς της σημασίας της,, για την όλη ποινική διαδικασία.
Δεν ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση αν δεν απαλλάχτηκε τελικά ο υπαίτιος, γιατί επενέβει ο εισαγγελέας εφετών και παρήγγειλε την άσκηση της ποινικής δίωξης.
Έτσι, συνοψίζοντας τις παραπάνω σκέψεις, εύκολα παρατηρεί πλέον κανείς ότι, η αυτοτελής αναφορά της παράλειψης της ποινικής δίωξης, δεν σημαίνει ότι πριν από την άσκηση αυτής δενμπορεί να θεμελιωθεί ευθύνη σε ανακριτικούς υπαλλήλους για απαλλαγή του υπαιτίου από την τιμωρία (ορθότερη άποψη σύμφωνα με την οποία δεν προϋποθέτει προηγούμενη άσκηση ποινικής δίωξης).
Με σημείο αναφοράς τις παραπάνω επισημάνσεις, κρίθηκε ότι τέλεσαν το έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας, νομολογιακά, με τη μορφή της απαλλαγής υπαιτίου από την τιμωρία (αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ), οι εξής:
- ο Υπαστυνόμος Β, που σε περίπτωση κινδύνου απώλειας των αποδεικτικών μέσων ή επ’ αυτοφώρου εγκλήματος, δεν σχημάτισε δικογραφία με μαρτυρικές καταθέσεις, ούτε προέβηστις αναγκαίες κατασχέσεις των πειστηρίων ή στη σύλληψη του επ’ αυτοφώρω καταληφθέντος ή στη σχετική αναφορά στην αρμόδια εισαγγελική αρχή (πληροφορία για αξιόποινη πράξη που περιήλθε σε γνώση του ανακριτικού υπαλλήλου από την υπηρεσιακή του δραστηριότητα),
- ο Ανθυπαστυνόμος Α, που υπηρετούσε στη Δ/νση δίωξης ναρκωτικών και ειδοποιούσε τους δράστες τηλεφωνικά προς αποφυγή αυτόφωρης σύλληψης,
- ο Διοικητής Τμήματος Αστυνόμος Β, ο οποίος στο στάδιο της αστυνομικής αυτεπάγγελτης προανάκρισης (αρ. 243 § 2 ΚΠΔ), όχι μόνο δεν συνελάμβανε τους δράστες, αλλά άφηνε ελεύθερους τους συλληφθέντες από άλλους αστυνομικούς,
- ο Αστυνόμος Α, ο οποίος παρέλειψε προσαγωγή ατόμων που είχαν συλληφθεί για ίδρυση οίκου ανοχής χωρίς άδεια,
- ο Υπαστυνόμος Β, ενώ είχε γραπτή παραγγελία του αρμόδιου εισαγγελέα για ενέργεια προανάκρισης (αρ. 243 § 1 ΚΠΔ) για τις συνθήκες θανάτου προσώπου, δεν έκανε καμία ανακριτική πράξη και συνέταξε πόρισμα ότι ο θάνατος οφειλόταν σε τυχαίο γεγονός,
- ο Αστυνόμος Β, στα πλαίσια της γραπτής παραγγελίας του αρμόδιου εισαγγελέα για προανάκριση (αρ. 243 § 1 ΚΠΔ), ενώ του ζητήθηκε από τον εισαγγελέα η λήψη απολογίας κατηγορούμενου, δενέλαβε αυτή, αλλά απέκρυψε τη δικογραφία επί 5ετία, με αποτέλεσμα να παραγραφεί το αδίκημα,
- ο Υπαστυνόμος Α, διοικητής του Τμήματος Τροχαίας, ο οποίος δεν υπέβαλε σε αλκοτέστ και στην απαραίτητη εξέταση αίματος του μεθυσμένου και υπαίτιου ατυχήματος οδηγό, με συνέπεια να απαλλαγεί αυτός από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (αρ. 302 ΠΚ),
- ο Αστυνόμος Β, ο οποίος δεν πήρε την κατάθεση του μοναδικού αυτόπτη και μεγάλης ηλικίας μάρτυρα, που έχει πεθάνει κατά την ημέρα της δίκης, με συνέπεια, ελλείψει άλλων αποδεικτικών στοιχείων να απαλλαγεί ο κατηγορούμενος λόγω αμφιβολιών,
- ο δασονόμος Δ, ο οποίος παρέλειψε να σχηματίσει δικογραφία μετά από γραπτή παραγγελία του αρμόδιου εισαγγελέα (αρ. 243 § 1 ΠΚ, με αποτέλεσμα η παράλειψή του να προκαλέσει αιτιακά την απαλλαγή του υπαιτίου.
Στο σημείο όμως αυτό, κρίνεται απαραίτητο να τονιστεί ότι κατ’ άλλη άποψη, για να τελεστεί το αδίκημα του αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ – πρόκληση απαλλαγής του υπαιτίου από την τιμωρία, απαιτείται η προηγούμενη άσκηση ποινικής δίωξης, άλλως τελείται το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος(αρ. 259 ΠΚ) ή της υπόθαλψης εγκληματία (αρ. 231 ΠΚ).
Σύμφωνα με τη δογματικά και δικαιοπολιτικά ορθότερη άποψη, για την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως της απαλλαγής του υπαιτίου από την τιμωρία είναι απαραίτητο να έχει προηγηθεί άσκηση ποινικής διώξεως, δεδομένου ότι απαλλαγή υπαιτίου από την τιμωρία νοείται μόνον όταν έχει κινηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη, καθόσον δε νοείται απαλλαγή κάποιου χωρίς κατηγορία, χωρίς δηλαδή να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη.
Με βάση την άποψη αυτή, κρίθηκε ότι αποτελούν παράβαση καθήκοντος (αρ. 259 ΠΚ) οι πράξεις του Διοικητή Αστυνομικού Τμήματος που γνώριζε κλοπές αρχαίων και δεν το ανακοίνωσε στον αρμόδιο εισαγγελέα, αλλά αντιθέτως, κάλυψε τον δράστη προσδοκώντας μερίδιο από την πώληση.
Ομοίως, κρίθηκε ότι τέλεσε το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος (αρ. 259 ΠΚ) ο Διοικητής Ασφαλείας, ο οποίος έδωσε εντολή να μη σχηματιστεί δικογραφία κατά συλληφθέντος επ’ αυτοφώρω διακινητή λαθρομεταναστών ή κατά συλληφθέντος επ’ αυτοφώρω κλέφτη αυτοκινήτου ή που δεν εκτέλεσε τη σφράγιση καταστήματος και δεν ειδοποίησε την πολεοδομία για την κίνηση της διαδικασίας επιβολής προστίμου.
Επίσης, κρίθηκε ότι τέλεσε το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος (αρ. 259 ΠΚ) ο Αστυνόμος Β, αναπληρωτής Διοικητού, που δεν υπέβαλε μήνυση κατά υπευθύνων καταστήματος ηλεκτρονικών παιγνίων που λειτουργούσε χωρίς άδεια και κατά των υπεύθυνων του καταστήματος αυτού.
Τέλος, το συμπέρασμα το οποίο προκύπτει από την παραπάνω συνολική αναλυτική θεώρηση είναι ότι η απαλλαγή από την τιμώρηση, δεν σημαίνει την πλήρη απαλλαγή του υπαιτίου (απόκρυψη ή μη αξιολόγηση ενοχοποιητικών στοιχείων, αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης χωρίς λόγο προκειμένου να παραγραφεί το έγκλημα), αλλά και τη μερική απαλλαγή (αγνόηση του στοιχείου της παράνομης βίας που μετατρέπει την κλοπή σε ληστεία, αποδοχή του κατηγορούμενου ως δήθεν ανίκανου προς καταλογισμό για να περιοριστεί κανείς στην επιβολή μόνο μέτρου ασφάλειας).
δ) Το αποτέλεσμα της πράξης
Τυποποιημένο αποτέλεσμα της πράξης στο έγκλημα της πρόκλησης της απαλλαγής του υπαιτίου από την τιμωρία, είναι η πραγματική πρόκληση της απαλλαγής του υπαιτίου.
Το έγκλημα είναι ουσιαστικό ή αποτελέσματος και για την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως δεν αρκεί η προσπάθεια απαλλαγής του υπαιτίου, αλλά προαπαιτείται η προσπάθεια αυτή να τελεσφόρησε, ήτοι η επιδιωχθείσα απαλλαγή του υπαιτίου εκ της τιμωρίας να επήλθε πράγματι, ως αποτέλεσμα της παραλείψεως ή ενέργειας του υπαλλήλου.
Από την ενέργεια του δράστη θα πρέπει να έχουμε το αποτέλεσμα, δηλαδή την απαλλαγή του υπαιτίου από την τιμωρία. Εάν, παρά την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, δεν προκληθεί τελικά η απαλλαγή του υπαιτίου, τότε δεν υπάρχει τετελεσμένη κατάχρηση εξουσίας. Ο δράστης στην προκειμένη περίπτωση, μόνο για απόπειρα του εγκλήματος μπορεί να τιμωρηθεί.
ε) Αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην πράξη της προσβολής και στο αποτέλεσμα
Ανάμεσα στην πράξη της προσβολής και στο αποτέλεσμα που επήλθε, δηλαδή ανάμεσα στην ενέργεια ή παράλειψη του δράστη και στην απαλλαγή του υπαιτίου, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, όπως την προσδιορίζει η κρατούσα στη θεωρία και στην επιστήμη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων.
Αυτό σημαίνει ότι η παράνομη συμπεριφορά του υπαλλήλου στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η ανάκριση αξιόποινων πράξεων, είτε εκδηλώνεται με τη μορφή παραλείψεως μη λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, μη σύλληψη επ’ αυτοφόρω καταληφθέντος δράστη, αλλοίωση, απόκρυψη αποδεικτικών στοιχείων, πειστηρίων πρέπει να αποτελεί αντικειμενικά τον όρο, ο οποίος αιτιωδώς προκαλεί την απαλλαγή του υπαιτίου από την τιμώρηση . Αν, αντιθέτως, η τελευταία προκαλείται κυριαρχικά από μια άλλη αιτία, θα πρόκειται μόνο για αξιόποινη απόπειρα.
Το ότι τελικά την απαλλαγή την κάνει κάποιος άλλος υπάλληλος (εισαγγελέας), βάσει των ψευδών δεδομένων που του παρουσιάζει ένας άλλος υπάλληλος (Υπαστυνόμος Α), δεν σημαίνει ότι η αιτιώδης σύνδεση της πράξης του Υπαστυνόμου Α με το αποτέλεσμα ανακόπτεται (η απαλλαγή του υπαιτίου θα πρέπει να είχε ως γενεσιουργό αιτία τη σχετική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη). Αν η απαλλαγή προκαλείται κυριαρχικά από μια άλλη αιτία, δεν πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού.
Β) Υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος
Απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση και στη θέληση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης, ήτοι στη γνώση του δράστη – υπαλλήλου ότι εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο και ότι παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο ή προκάλεσε την απαλλαγή του υπαιτίου από την τιμωρία. Ο δόλος πρέπει να είναι άμεσος δόλος α’ βαθμού – δόλος σκοπού – επιδίωξη ή άμεσος δόλος β’ βαθμού – αναγκαίος δόλος, χωρίς να αρκεί ενδεχόμενος δόλος (εν γνώσει – αρ. 27 § 2 εδ. α’ ΠΚ).
Ειδικότερα, ο δράστης υπάλληλος, δικαιούμενος στην άσκηση ποινικής δίωξης ή ανακριτικός γενικός ή ειδικός, θα πρέπει να γνωρίζει ότι κάποιος είναι αθώος, ότι δεν μπορεί να διωχθεί για κάποιο λόγο ποινικά ή είναι υπαίτιος και επιπλέον να έχει απόλυτη βεβαιότητα ότι με τη σχετική συμπεριφορά του εκθέτει στον κίνδυνο της δίωξης ή τιμωρίας κάποιον αθώο ή ότι παραλείπει να διώξει κάποιον υπαίτιο ή ότι προκαλεί την απαλλαγή του από την τιμωρία.
Εάν ο δράστης υπάλληλος αμφιβάλλει, κατά πόσο εκθέτει στον κίνδυνο της δίωξης ή τιμωρίας έναν αθώο ή κατά πόσο παραλείπει να διώξει τον υπαίτιο ή ότι προκαλεί την απαλλαγή του από την τιμωρία, τότε υπάρχει ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος όμως δεν αρκεί να καλύψει το στοιχείο αυτό της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, οπότε παραμένει ατιμώρητος ο δράστης.
Δεν έχει σημασία από πού αντλεί ο δράστης αυτή τη βεβαιότητα, από πού δηλαδή γνωρίζει την αθωότητα ή υπαιτιότητα κάποιου, αρκεί και από ίδια αντίληψη. Αδιάφορο είναι επίσης και από ποια κίνητρα πράττει ή παραλείπει ο δράστης, όπως από εκδίκηση, ιδιοτέλεια, πολιτική σκοπιμότητα. Επίσης, δεν εξετάζεται σε τι αποβλέπει ο σκοπός του υπαλλήλου, ήτοι αν αποβλέπει σε βλάβη του κατηγορούμενου ή σε όφελος του υπαλλήλου ή κάποιου τρίτου.
Γ) Τετελεσμένο έγκλημα και απόπειρα του εγκλήματος
α) Ως προς την τελείωση του εγκλήματος σε σχέση με τις μορφές του εγκλήματος (αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ)
α1. Έκθεση σε δίωξη ή τιμωρία κάποιου αθώου
Το έγκλημα αυτό ολοκληρώνεται με την έκθεση κάποιου αθώου σε δίωξη ή τιμωρία, χωρίς να ενδιαφέρει και αν έγινε η δίωξη ή επήλθε πράγματι η τιμωρία. Απαιτείται να επήλθε από την πράξη ή την παράλειψη του δράστη, σοβαρός κίνδυνος δίωξης ή τιμώρησης κάποιου αθώου. Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία αναμένεται πλέον με μεγάλη πιθανότητα που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας η δίωξη ή η τιμώρηση (με την ύπαρξη της ενοχοποιητικής κατάθεσης δημιουργείται ο κίνδυνος, παίρνοντας την ο αρμόδιος εισαγγελέας, να ασκήσει την ποινική δίωξη – έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης).
Επίσης, το έγκλημα είναι ολοκληρωμένο αν ενεργηθεί οποιαδήποτε πράξη, η οποία προκαλεί κίνδυνο δίωξης (προκαταρκτική εξέταση) ή τιμωρίας του αθώου. Επομένως, δεν απαιτείται ο αθώος να υποβληθεί σε εξέταση, ως κατηγορούμενος.
α2. Παράλειψη δίωξης κάποιου υπαιτίου
Τετελεσμένο είναι το έγκλημα αυτό μόλις παρέλθει ο εύλογος χρόνος για την ενέργεια της δίωξης. Έτσι, το έγκλημα θεωρείται τετελεσμένο, με την αρχειοθέτηση της μήνυσης ή της αναφοράς, αφού δι’ αυτής, ο εισαγγελέας παραλείπει τελειωτικά να πράξει το οφειλόμενο από εκείνον, ήτοι να ασκήσει την ποινική δίωξη και δεν απαιτείται για τη στοιχειοθέτησή του η οριστική ματαίωση της ασκήσεως της ποινικής δίωξης με την έγκριση από τον Εισαγγελέα Εφετών της αρχειοθέτησης στην οποία προέβη ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών. Αν συνέβαινε αυτό θα ισοδυναμούσε με συνδρομή εξωτερικού όρου του αξιοποίνου, τον οποίο όμως δεν περιέχει η σχετική διάταξη – έγκλημα γνήσιας παράλειψης.
Περαιτέρω είναι χωρίς σημασία για το τετελεσμένο του εγκλήματος, αν τελικά η ποινική δίωξη ασκήθηκε με παραγγελία του Εισαγγελέα Εφετών, επειδή ο τελευταίος διαφώνησε με την αρχειοθέτηση της υπόθεσης, όπως επίσης είναι αδιάφορο αν παρά την παράλειψη του δράστη, τελικά ο υπαίτιος τιμωρήθηκε.
α3. Πρόκληση της απαλλαγής του υπαιτίου από την τιμωρία
Το έγκλημα αυτό είναι τετελεσμένο μόλις επέλθει η απαλλαγή του υπαιτίου, διότι απαιτείται να επέλθει η απαλλαγή του από την τιμωρία – έγκλημα βλάβης.
β) Ως προς την απόπειρα του εγκλήματος σε σχέση με τις μορφές του εγκλήματος (αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ)
β1. Έκθεση σε δίωξη ή τιμωρία κάποιου αθώου
Απόπειρα (αρ. 42 ΠΚ) στο έγκλημα αυτό είναι νοητή σε ένα προστάδιο του κινδύνου, σ’ ένα στάδιο που υπάρχει δυνατότητα πρόκλησης ενός τέτοιου κινδύνου (ο Υπαστυνόμος Α, στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης, ετοιμάζει κάποια ενοχοποιητικά πειστήρια σε βάρος κάποιου αθώου).
β2. Παράλειψη δίωξης κάποιου υπαιτίου
Απόπειρα (αρ. 42 ΠΚ) στο έγκλημα αυτό δεν φαίνεται να είναι νοητή. Κατ’ άλλη άποψη, η οποία κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί και αυτή, η απόπειρα είναι δυνατή σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις (ο εισαγγελέας συντάσσει τη διάταξη της απορριπτικής της έγκλησης).
β3. Πρόκληση της απαλλαγής του υπαιτίου από την τιμωρία
Απόπειρα (αρ. 42 ΠΚ) στο έγκλημα αυτό είναι νοητή σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις. Αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος αυτού αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη ενέργειας, που γίνεται από κάποιο αρμόδιο υπάλληλο και η οποία στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας είναι αποφασιστικής σημασίας για την τελική απαλλαγή του υπαιτίου, η οποία, για άλλο λόγο, δεν επήλθε τελικά (ο δικαστής προσπαθεί να αποδείξει το δήθεν ακαταλόγιστο του υπαιτίου, χωρίς τελικά να πειστεί το δικαστήριο).
- 4. Σχέση του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας – αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ έκθεσης σε δίωξη ή τιμωρία αθώου και παράλειψη δίωξης κάποιου υπαιτίου ή πρόκληση απαλλαγής υπαιτίου από την τιμωρία με τις διατάξεις περί συμμετοχής (αρ. 45 – 49 ΠΚ)
Η συμμετοχή στο έγκλημα αυτό είναι δυνατή σε όλες τις μορφές της, εκτός από τη μορφή της συναυτουργίας και έμμεσης αυτουργίας, διότι είναι έγκλημα ιδιαίτερο (γνήσιο).
Ειδικότερα, ο αρμόδιος εισαγγελέας (υπάλληλος) καθίσταται συναυτουργός του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας (αρ. 45 ΠΚ σε συνδ. με αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ), εφόσον γνωρίζει τα ψευδή δεδομένα που του παρουσιάζει ένας άλλος υπάλληλος (Υπαστυνόμος Α) και βάσει των στοιχείων αυτών, ασκεί ποινική δίωξη σε βάρος ενός αθώου.
Όσον αφορά βέβαια τώρα τον τρίτο, μη υπάλληλο, ψευδομάρτυρα ή πραγματογνώμονα, που σε συνεννόηση με τον ανακριτή δίνει ψευδή κατάθεση ο μάρτυρας ή ψευδή γνωμοδότηση για το ακαταλόγιστο του δράστη ο πραγματογνώμονας, μπορεί να τιμωρηθεί με ελαττωμένη ποινή σύμφωνα με το αρ. 49 § 1 ΠΚ.
- 5. Σχέση του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας – αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ έκθεσης σε δίωξη ή τιμωρία αθώου και παράλειψη δίωξης κάποιου υπαιτίου ή πρόκληση απαλλαγής υπαιτίου από την τιμωρία, με άλλα εγκλήματα
α) Σχέση του εγκλήματος του αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ με το έγκλημα του αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ
Καταρχήν, είναι δυνατή η συρροή των εγκλημάτων του αρ. 239 εδ. α’ ΠΚ και του αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ. Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία ο αρμόδιος ανακριτικός υπάλληλος επιτυγχάνει με εκβιαστικά μέσα κάποια μαρτυρική κατάθεση, εκθέτοντας έτσι σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο ή οδηγώντας σε απαλλαγή κάποιον ένοχο.
Σχετικά δε με την αυτουργία του εγκλήματος, η έννοια της έκθεσης κάποιου αθώου σε δίωξη ή τιμωρία ή εκείνη της πρόκλησης της απαλλαγής του υπαιτίου, μπορεί να στοιχειοθετηθεί, τόσο με ενέργεια, όσο και με παράλειψη, όπου βέβαια η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του δράστη προκύπτει από τα ίδια ανακριτικά ή διωκτικά του καθήκοντα.
β) Το έγκλημα του αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ συρρέει αληθινά με το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας – δωροληψίας (αρ. 235 ΠΚ). Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία ο αρμόδιος εισαγγελέας χρηματίζεται για να παραλείψει να ασκήσει ποινική δίωξη σε βάρος του υπαιτίου ή ο Αστυνόμος Β για να εξαφανίσει τα ενοχοποιητικά στοιχεία. Τα εγκλήματα αυτά, αν και ανήκουν συστηματικά στο γενικότερο κεφάλαιο των εγκλημάτων περί την υπηρεσία, θίγουν διαφορετικάέννομα αγαθά. Το έγκλημα του αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ προσβάλλει το έννομο αγαθό της λειτουργίας της ποινικής καταστολής, ενώ το έγκλημα του αρ. 235 ΠΚ, τη σχέση εκείνη μεταξύ υπαλλήλων και πολίτη που απαιτείται γενικότερα να υπάρχει (της μη εξαγοράς της υπηρεσιακής λειτουργίας) για την εύρυθμη λειτουργία της.
γ) Το έγκλημα του αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ σε σχέση με το αρ. 229 ΠΚ – ψευδή καταμήνυση και αρ. 231 ΠΚ – υπόθαλψη εγκληματία
Το αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ αναφέρεται στη δίωξη ή τιμωρία αθώου και μη δίωξη ή απαλλαγή ενόχου.Ως δεδομένο θεωρείται ότι η περίπτωση της έκθεσης αθώου σε δίωξη ή τιμωρία, αποτελεί μια μορφή ψευδούς καταμήνυσης, ιδίως με την έννοια της υποβολής, αλλοίωσης, απόκρυψης αποδεικτικού μέσου (καθιστά άλλον ύποπτο – αρ. 229 § 2 ΠΚ) τελούμενη από ορισμένα πρόσωπα – όργανα της ποινικής δικαιοσύνης, ενώ στην περίπτωση της μη δίωξης ή απαλλαγής ενόχου, στην ουσία αποτελεί μια υπόθαλψη εκ μέρους του υπαλλήλου που ασκεί διωκτικά ή ανακριτικά καθήκοντα, χωρίς το αρ. 239 εδ. β’ περ. β’ ΠΚ να αποτελεί ειδική διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος του αρ. 231 ΠΚ, διαφοροποιούμενη μόνο ως προς το υποκείμενο του εγκλήματος, δηλαδή ως προς το πρόσωπο που είναι επιφορτισμένο με την ποινική λειτουργία της πολιτείας.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο Α ιδιώτης, παίρνει το παράνομο πιστόλι από το αυτοκίνητο του Κ και το τοποθετεί στο αυτοκίνητο του Λ, αποενοχοποιεί τον Κ και ενοχοποιεί τον Λ. Ο Α, στην προκειμένη περίπτωση, θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της υπόθαλψης εγκληματία (αρ. 231 ΠΚ) ως προς τον Κ, σε αληθινή πραγματική συρροή (αρ. 94 § 1 ΠΚ) με το έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης (αρ. 229 § 2 ΠΚ – υποβολή αποδεικτικού μέσου – με σκοπό εν γνώσει και ψευδώς να καταστήσει ύποπτο στην αρχή για αξιόποινη πράξη του Λ).
Το αρ. 231 ΠΚ, αναφερόμενο στη ματαίωση της δίωξης του υπαιτίου για το έγκλημα που τέλεσε, εννοεί τη δίωξη που κάποιος άλλος (τα αρμόδια προς τούτο όργανα της πολιτείας) θεσμικά ασκεί ή έπρεπε να ασκήσει. Δεν μπορεί να ματαιώσει κανείς τη δίωξη άλλου όταν είναι ο ίδιος αρμόδιος να την ασκήσει, οπότε αυτός παραλείπει να διώξει το έγκλημα (σχέση αλληλοαποκλεισμού μεταξύ του αρ. 231 ΠΚ και αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ).
Αν όμως ο Α ανακριτικός αρμόδιος υπάλληλος ή διωκτικός υπάλληλος, πάρει το παράνομο πιστόλι από την τσέπη του παντελονιού του Δ χωρίς να το καταλάβει και το τοποθετήσει στην τσέπη του παντελονιού του Ε, τότε ο Α θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας (αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ), τόσο με τη μορφή της πρόκλησης της απαλλαγής από την τιμωρία του υπαιτίου Δ, όσο και με τη μορφή της έκθεσης σε δίωξη ή τιμωρία του αθώου Ε (διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν αληθινά – πραγματικά – αρ. 94 § 1 ΠΚ).
Η υπόθαλψη εγκληματία από τις διωκτικές και ανακριτικές αρχές που διενεργούν την ποινική διαδικασία, είναι περίπτωση του αρ. 239 εδ. β’ περ. β’ ΠΚ. Το ίδιο θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς και σε σχέση με το έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης (αρ. 229 ΠΚ). Ο αρμόδιος ανακριτικός υπάλληλος, που αναφέρει στην αρχή ψευδώς ότι κάποιος τέλεσε ένα έγκλημα ή που καθιστά άλλον ύποπτο, αλλοιώνοντας ή αποκρύπτοντας αποδεικτικά μέσα, στην ουσία πραγματώνει το έγκλημα του αρ. 229 ΠΚ – ψευδής καταμήνυση, που όμως είναι περίπτωση του αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ και δενκαλύπτεται εννοιολογικά από τη διάταξη του αρ. 229 ΠΚ, η οποία προϋποθέτει η ψευδής καταμήνυση να γίνεται από τρίτον στην αρχή και όχι από την ίδια την αρχή που είναι αρμόδια για την ανάκριση και τη δίωξη αξιόποινων πράξεων (και ο τρίτος που προβαίνει στην ψευδή καταμήνυση με τον τρόπο αυτό εκθέτει κάποιο αθώο σε δίωξη ή τιμωρία).
Εφόσον όμως ο Α δεν είναι ανακριτικός υπάλληλος (απλός αστυνομικός) ή άλλος υπάλληλος της διοικητικής μηχανής, σε ανάλογη περίπτωση θα ευθύνεται όπως και ο ιδιώτης (αρ. 231 ΠΚ – υπόθαλψη εγκληματία) σε αληθινή πραγματική συρροή (αρ. 94 § 1 ΠΚ) με το έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης (αρ. 229 § 2 ΠΚ), βεβαρημένος όμως και με τη διάταξη του αρ. 262 ΠΚ – γενικές διατάξεις και όχι με την επικουρική διάταξη του αρ. 259 ΠΚ – παράβαση καθήκοντος.
δ) Το έγκλημα του αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ σε σχέση με το αρ. 259 ΠΚ – παράβαση καθήκοντος
Τα δικαστήρια, αποφεύγοντας τη διάταξη του αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ, βρίσκουν καταφύγιο στην επικουρική διάταξη του αρ. 259 ΠΚ και στην εκεί ποινική κύρωση, διότι σε ένα δικονομικό σύστημα που βασίζεται στην αρχή της ηθικής απόδειξης (αρ. 177 ΚΠΔ), προσφέρονται συχνά περισσότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, αλλά και διότι το έγκλημα του αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ προϋποθέτει στην υποκειμενική υπόσταση μόνο άμεσο δόλο α’ και β’ βαθμού, γνώση, δηλαδή των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης.
Η επιλογή του αρ. 259 ΠΚ από τους δικαστές, γίνεται διότι είναι άδικο και ισοπεδωτικό να τιμωρείται με κάθειρξη ο αρμόδιος για τη δίωξη εισαγγελέας που παρέλειψε να διώξει μια αξιόποινη πράξη, είτε αυτή είναι ανθρωποκτονία (αρ. 299 ΠΚ), βιασμός (αρ. 336 ΠΚ) ή εμπορία ναρκωτικών, είτε είναι μια απλή αγορανομική παράβαση ή μια χρήση ναρκωτικών ουσιών. Άδικο είναι εξίσου, επίσης να τιμωρείται ο αρμόδιος ανακριτικός υπάλληλος που «κουκούλωσε» μια ληστεία (αρ. 380 ΠΚ) ή μια λαθρεμπορία, το ίδιο όπως και για μια απλή παράβαση του Κ.Ο.Κ.
6. Δικονομικά ζητήματα
Παράσταση πολιτικής αγωγής . Δυνάμει του άρθρου 64 παρ. 2 ΚΠΔ, ο ζημιωθείς δύναται να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου υπαλλήλου μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας .
7. Ποινική κύρωση του εγκλήματος
Το έγκλημα αυτό τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 χρόνια (πλαίσιο ποινής 5 χρόνια έως 10 χρόνια – αρ. 52 ΠΚ).
Μεταβολή κατηγορίας από αρ. 259 – παραβίαση καθήκοντος, σε αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ είναι δυνατή. Έτσι παραπέμπεται κατ’ επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας από αρ. 259 ΠΚ σε αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ ο Διοικητής Τμήματος Ασφαλείας, ο οποίος, λαμβάνοντας έγγραφη αναφορά για τέλεση αδικήματος, δενδιενήργησε, ως όφειλε, αστυνομική αυτεπάγγελτη προανάκριση (αρ. 243 § 2 ΚΠΔ), ούτε διαβίβασε την αναφορά στον αρμόδιο εισαγγελέα για άσκηση ποινικής δίωξης (αρ. 27, 43 ΚΠΔ), αλλά την έθεσε στο αρχείο.
Ομοίως, είναι επιτρεπτή η μεταβολή κατηγορίας από κατάχρηση εξουσίας (αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ) ή απλή συνέργεια στο έγκλημα αυτό, σε παράβαση καθήκοντος (αρ. 259 ΠΚ).
8. Άσκηση ποινικής δίωξης (αρ. 27, 36, 43, 243, 246 ΚΠΔ) του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας (αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ)
Η ποινική δίωξη του εγκλήματος αυτού ασκείται αυτεπαγγέλτως.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Το έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας μπορεί να πραγματωθεί με τέσσερις (4) μορφές που αποτελούν εγκλήματα:
|