Δικαστήριο ΕΕ: Η απόφαση επιστροφής του αιτούντος αναστέλλεται αυτόματα μέχρι να εκδικασθεί η προσφυγή που έχει ασκήσει το πρόσωπο αυτό
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 19-06-2018 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι τα κράτη μέλη δικαιούνται να προβούν στην έκδοση απόφασης επιστροφής, κατά τα πλαίσια της οδηγίας 2008/115/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, μόλις απορριφθεί αίτηση για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, υπό τον όρο ότι η διαδικασία επιστροφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα εκκρεμεί η έκδοση απόφασης επί ασκηθείσας προσφυγής κατά της εν λόγω απόρριψης.
Επιπλέον, όπως επισημαίνει το ΔΕΕ, το πρόσωπο που έχει υποβάλλει αίτηση για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας θα διατηρεί την ιδιότητα του αιτούντος μέχρις ότου εκδοθεί οριστική απόφαση αναφορικά με αυτή την αίτηση.
Σύμφωνα δε με το ΔΕΕ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα στους αιτούντες να βασίζονται σε τυχόν αλλαγές στις περιστάσεις οι οποίες συμβαίνουν κατόπιν της έκδοσης της απόφασης επιστροφής και οι οποίες ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην αξιολόγηση της κατάστασης των προσώπων αυτών.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο Sadikou Gnandi, υπήκοος Τόγκο, υπέβαλε το 2011 αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας στο Βέλγιο. Η αρμόδια αρχή του Βελγίου απέρριψε την αίτηση αυτή το 2014 και ο Gnandi διατάχθηκε να εγκαταλείψει το έδαφος της βελγικής επικράτειας. Ο Gnandi άσκησε προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης και παράλληλα αιτήθηκε την ακύρωση της διαταγής με την οποία υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει το έδαφος του Βελγίου. Η εκδίκαση της προσφυγής κατά της διαταγής για εγκατάλειψη της βελγικής επικράτειας εκκρεμεί ενώπιον του βελγικού Conseil d’ État (Συμβούλιο της Επικρατείας).
Το δικαστήριο αυτό αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιον του διαδικασία και να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο. Το Conseil d’ État ζητεί, κατ’ ουσίαν, να μάθει εάν η οδηγία 2008/115/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, σε συνδυασμό με την οδηγία 2005/85/ΕΚ σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, υπό το φως της αρχής της μη επαναπροώθησης και το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία και δη αποτελεσματικής προσφυγής (τα οποία αμφότερα κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ), αποκλείει την έκδοση απόφασης επιστροφής αιτούντος τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, αφής στιγμής η αίτησή του απορριφθεί από την αρμόδια αρχή, σε πρώτο βαθμό, και πριν την εξάντληση όλων των διαθέσιμων σε αυτόν ενδίκων μέσων κατά αυτής της απόρριψης.
Απόφαση του Δικαστηρίου
Με αυτή την απόφασή του, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο αιτών τη χορήγηση διεθνούς προστασίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, μόλις απορριφθεί η αίτησή του για χορήγηση διεθνούς προστασίας από την αρμόδια αρχή. Το Δικαστήριο σημειώνει σχετικά πως η άδεια παραμονής στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους προκειμένου αυτός να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμά του σε αποτελεσματική προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης δεν αποκλείει το συμπέρασμα ότι μόλις εκδοθεί αυτή η απορριπτική απόφαση, η παραμονή του εν λόγω προσώπου καθίσταται, κατ’ αρχήν, παράνομη.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η οδηγία δεν βασίζεται στην έννοια ότι το παράνομο της παραμονής και, αντίστοιχα, η εφαρμογή της οδηγίας, προϋποθέτουν ότι δεν υπάρχει καμία κατά τον νόμο πιθανότητα παραμονής του τρίτου υπηκόου στο έδαφος του εμπλεκόμενου κράτους μέλους. Το Δικαστήριο ακόμα υπενθυμίζει ότι βασικός σκοπός της οδηγίας είναι η καθιέρωση μίας αποτελεσματικής πολιτικής απομάκρυνσης και επαναπατρισμού η οποία θα σέβεται πλήρως τα θεμελιώδη δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των προσώπων που αφορά. Ο σκοπός αυτός βρίσκει συγκεκριμένη έκφραση στη διάταξη της οδηγίας η οποία ρητά επιτρέπει στα κράτη μέλη να εκδίδουν μία και μοναδική διοικητική πράξη, περιλαμβάνοντας αμφότερες την απόφαση τερματισμού νόμιμης παραμονής και την απόφαση επιστροφής.
Ωστόσο, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι σε σχέση με την απόφαση επιστροφής και την απόφαση πιθανής απομάκρυνσης, η προστασία που προσφέρουν το δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή και η αρχή της μη επαναπροώθησης θα πρέπει να διασφαλίζεται με την απονομή στον αιτούντα τη χορήγηση διεθνούς προστασίας του δικαιώματος σε αποτελεσματική προσφυγή σε συνδυασμό με αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα ενώπιον τουλάχιστον ενός δικαστηρίου. Σε πλήρη συμμόρφωση με αυτή την απαίτηση, δεν παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης ή το δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή το γεγονός και μόνο ότι η παραμονή του εν λόγω προσώπου χαρακτηρίζεται ως παράνομη μόλις απορριφθεί σε πρώτο βαθμό από την αρμόδια αρχή η αίτησή του για χορήγηση διεθνούς προστασίας και αυτή η απόφαση επιστροφής μπορεί, εξ αυτού του λόγου, να εκδοθεί κατόπιν της απορριπτικής απόφασης ή μαζί με αυτή σε μία κοινή διοικητική πράξη.
Πρόσθετα, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν τη δυνατότητα άσκησης αποτελεσματικής προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης σε αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με την αρχή της ισότητας των όπλων, το οποίο, ειδικότερα, σημαίνει ότι όλα τα αποτελέσματα της απόφασης επιστροφής θα πρέπει να αναστέλλονται καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της προθεσμίας για την άσκηση τέτοιας προσφυγής και, σε περίπτωση που ασκηθεί τέτοια προσφυγή, μέχρι να αποφανθεί οριστικά επ’ αυτής το επιληφθέν δικαστήριο. Έτσι, δεν αρκεί το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να απέχει από την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής. Αντίθετα, είναι απαραίτητο, ιδίως, να μην αρχίσει να τρέχει η προθεσμία εθελοντικής αναχώρησης του εν λόγω προσώπου για όσο χρονικό διάστημα επιτρέπεται να παραμείνει και, κατά το ίδιο διάστημα, δεν θα πρέπει να κρατείται σε εγκαταστάσεις των προς απέλαση προσώπων. Επιπλέον, το εν λόγω πρόσωπο θα διατηρεί την ιδιότητα του αιτούντος τη χορήγηση διεθνούς προστασίας μέχρις ότου εκδοθεί οριστική απόφαση αναφορικά με αυτή την αίτηση. Ακόμα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα στους αιτούντες να βασίζονται σε τυχόν αλλαγές στις περιστάσεις οι οποίες συμβαίνουν κατόπιν της έκδοσης της απόφασης επιστροφής και οι οποίες ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην αξιολόγηση της κατάστασής τους. Τέλος, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι ο αιτών ενημερώνεται με διαφανή τρόπο για την τήρηση αυτών των εγγυήσεων.
Στην υπόθεση εν προκειμένω, το Conseil d’ État διευκρινίζει ότι, παρόλο που η απόφαση επιστροφής δε μπορεί να εκτελεστεί πριν το ίδιο αποφανθεί οριστικά επί της προσφυγής που άσκησε ο Gnandi, εντούτοις ο ίδιος επηρεάζεται δυσμενώς δεδομένου ότι υποχρεώνεται να εγκαταλείψει την βελγική επικράτεια. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι δεν πληρούται η απαίτηση να ανασταλεί η απόφαση επιστροφής ενόσω εκκρεμεί η εκδίκαση αυτής της προσφυγής, γεγονός το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA