Διαδικασία διενέργειας ανάλυσης DNA σε περίπτωση εγκλημάτων που καταλαμβάνονται επ΄ αυτοφώρω, ενόψει της απόφασης 1/2017 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου
Με γνωμοδότησή της η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου απάντησε σε ερώτημα της Ελληνικής Αστυνομίας αναφορικά με τη διαδικασία διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, κατ’ άρθρο 200Α Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ανάλυση DNA), σε περίπτωση εγκλημάτων που καταλαμβάνονται επ΄ αυτοφώρω, ενόψει της υπ’αριθμ. 1/2017 απόφασης της Ολομέλειας του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου.
Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της Εισαγγελίας ΑΠ, στα καταλαμβανόμενα επ’ αυτοφώρω εγκλήματα και δη στο πλαίσιο της διενεργούμενης , κατά το άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ, προανάκρισης, δεν απαιτείται, ως προϋπόθεση για την εγκυρότητα της, κατά το άρθρο 200Α ΚΠΔ, διαδικασίας, η γνωστοποίηση στο υπό εξέταση πρόσωπο της απόφασης του αρμόδιου ανακριτικού υπαλλήλου για λήψη από αυτό γενετικού υλικού και περαιτέρω ανάλυσής του, καθώς και η χορήγηση στο ίδιο πρόσωπο προθεσμίας για τον εκ μέρους του διορισμό τεχνικού συμβούλου.
Όπως αναφέρεται μεταξύ άλλων στη γνωμοδότηση, η λήψη γενετικού υλικού και η ανάλυση του δεοξυριβονουκλεϊκού οξέος (Deoxyribonucleic Acid-DNA), κατά το αρχικό διαδικαστικό στάδιο και ιδίως αυτό της αστυνομικής προανάκρισης , προκειμένου να διαπιστωθεί η ταυτότητα του δράστη κακουργήματος ή πλημμελήματος , το οποίο τιμωρείται με ποιν ή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους , λειτουργεί αμφίπλευρα , δηλαδή, όχι μόνο για την επιβεβαίωση της κατάφασης και την ενοχοποίηση του προσώπου που φέρεται να έχει τελέσει κάποια αξιόποιν η πράξη, η οποία υπάγεται στις ανωτέρω κατηγορίες εγκλημάτων , αλλά και για τη διασκέδαση των υποκείμενων σε βάρος του ενδείξεων, σύμφωνα με το άρθρο 239 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, γεγονός που έχει ως συνέπεια, στην τελευταία περίπτωση, να αποτρέπεται η αδικαιολόγητη πρόσκτηση από το πρόσωπο αυτό της ιδιότητας του κατηγορουμένου , με ό,τι αυτό συνεπάγετα ι για τη μετέπειτα δικονομικ ή μεταχείρισή του.
Επιπρόσθετα, ούτε από τη γραμματικ ή διατύπωση της διάταξης ούτε από το σκοπό του νόμου προκύπτει και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υποστηριχθεί , ότι ο νομοθέτης , με την εισαγωγή της προειρημένης διάταξης και ιδιαίτερα με την αναφορά στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 200Α ΚΠΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 4322/2015 , ότι «…Σε κάθε περίπτωση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208», αποδέχθηκε το ενδεχόμενο να ατονήσει ή να καταστεί ουσιαστικά ανενεργός η αυτόφωρ η διαδικασία, λόγω της υποχρέωσης του ανακριτικού υπαλλήλου που διενεργεί την προανάκριση να γνωστοποιεί στο υπό διερεύνηση , για επιλήψιμη συμμετοχή στην τέλεση κάποιου από τα ανωτέρω εγκλήματα , πρόσωπο , ότι πρόκειτα ι να ληφθεί από αυτό γενετικό υλικό και ότι έχει τη δυνατότητα , μέσα στην τασσόμενη από τον ίδιο (ανακριτικό υπάλληλο ) προθεσμία , να διορίσει τεχνικό σύμβουλο , ο οποίος θα μπορεί να ασκήσει τα από το άρθρο 207 ΚΠΔ δικαιώματά του, τόσο κατά τη λήψη όσο και κατά την ανάλυση του γενετικού υλικού.
Άλλωστε , δεν πρέπει να παραβλέπεται , ότι, κατά την αυτόφωρη διαδικασία, η οποία, από τη φύση της, διακρίνεται για την αμεσότητα της διενεργείας των αναγκαίων ανακριτικών πράξεων , επέρχεται σχετική έκπτωση των δικαιωμάτων που απολαύει ο κατηγορούμενος και ανάγονται στην υπεράσπισή του, όπως , σε περίπτωση άμεσης παραπομπής του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου , η μη κοινοποίηση σ’ αυτόν κλητήριου θεσπίσματος , η μη γνωστοποίηση των μαρτύρων κατηγορίας , η εισαγωγή της απαίτησης του άμεσα ζημιωθέντος από την πράξη χωρίς προδικασία κ.λ.π., χωρίς , παρά ταύτα, να έχουν διατυπωθε ί σοβαρές αντιρρήσεις για την ασυμβατότητα των ρυθμίσεων της συνοπτικής αυτής διαδικασίας με συνταγματικές διατάξεις ή με εκείνες των άρθρων 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ και 14 του ΔΣΑΠΔ.
Τέλος, επισημαίνεται ότι, με την προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου έγινε δεκτό, ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών , με το να κηρύξει άκυρη τη διενεργηθείσα λήψη και περαιτέρω ανάλυση του ληφθέντος από κατηγορούμενο γενετικού υλικού, η οποία διατάχθηκε από τον Τακτικό Ανακριτή Αθηνών , στο πλαίσιο της διενεργούμενης από αυτόν κύριας ανάκρισης , για το λόγο ότι η εν λόγω ανακριτική πράξη έγινε πριν παρέλθει η προθεσμία που είχε ταχθεί από τον ίδιο Ανακριτή στον κατηγορούμενο για το διορισμό τεχνικού συμβούλου , δεν έσφαλε κατά τούτο και δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 1, 171 παρ. 1 εδ. δ’ , 176 παρ. 1, 184, 192, 200Α και 204 έως 208 ΚΠΔ.
Με την εκφορά δε στην ίδια απόφαση, ότι η ανάγκη της μη παραβίασης του δικαιώματος του κατηγορουμένου να διορίζει τεχνικό σύμβουλο και κατά τη λήψη του γενετικού υλικού είναι μείζονος σημασίας από εκείνη της ταχείας διερεύνησης της υπόθεσης , επιχειρείται η ενίσχυση της άποψης , ότι ο διορισμός τεχνικού συμβούλου , είτε κατά τη δίοδο της κύριας ανάκρισης είτε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο , καταλαμβάνει και το στάδιο της λήψης γενετικού υλικού, καθόσον , τα στοιχεία αυτού παραμένουν αναλλοίωτα από την πάροδο του χρόνου και έτσι υπάρχει η δυνατότητα ανάλυσης του εν λόγω υλικού ακόμη και σε απώτερο χρόνο.
Η περίπτωση, όμως, αυτή είναι διαφορετική εκείνης του προκείμενου ερωτήματος και δεν σχετίζεται με τις προηγούμενες αναπτύξει ς που αφορούν στον κατεπείγοντα και εξαιρετικό χαρακτήρα της διαδικασίας για τα αυτόφωρα εγκλήματα, όπου δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι, περί γνωστοποίησης της επικείμενης εξέτασης , χορήγησης προθεσμίας και διορισμού τεχνικού συμβούλου , σχετικές , ως άνω, διατάξεις.
Δείτε αναλυτικά τη γνωμοδότηση της Εισαγγελίας εδώ.