ΑΡΙΘΜΟΣ 884/2018
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα (ελβετικό φράγκο). Προστασία καταναλωτή. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Παραπέμπει στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Αριθμός 884/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Πέππα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Γεώργιο Λέκκα, Ιωάννη Μπαλιτσάρη – Εισηγητή, Αγγελική Τζαβάρα και Θωμά Γκατζογιάννη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Σεπτεμβρίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ξ. Α. του Ι., κατοίκου XXX, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αριάδνη Νούκα που ανακάλεσε την από 12/9/2017 δήλωση για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “XXX A.E.” και το διακριτικό τίτλο “XXX”, πρώην “XXX XXX AE” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Γρηγόριο Τιμαγένη και Γεώργιο Ορφανίδη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/2/2015 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
Εκδόθηκε η 8713/2016 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 3/2/2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, προσβάλλεται η 8713/2016 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, απερρίφθη, ως μη νόμιμη, η από 18-2-2015 αγωγή της αναιρεσείουσας, με την οποία και για τους εκτιθέμενους σε αυτή λόγους, ζητούσε, να αναγνωρισθεί: α) ότι είναι άκυρος, ως καταχρηστικός, ο όρος της μεταξύ αυτής και της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης καταρτισθείσης δανειακής συμβάσεως σε ξένο νόμισμα (ελβετικό φράγκο) με ρήτρα αποπληρωμής είτε στο ξένο νόμισμα είτε σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το ξένο νόμισμα κατά τον χρόνο πληρωμής, β) να αναγνωρισθεί, ως μόνη ισχύουσα ρήτρα μετατροπής σε ευρώ του οφειλομένου στο ξένο νόμισμα ποσού, η συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, που ίσχυε κατά τον χρόνο εκταμιεύσεως του δανεισθέντος ποσού και γ) να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία της οφειλής της (ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας) προς την εναγομένη – ήδη αναιρεσίβλητη, κατά το ποσό των 27.784,84 ελβετικών φράγκων, καθώς και ότι η τελευταία ουδεμία απαίτηση διατηρεί κατ’ αυτής (ενάγουσας) από την εν λόγω δανειακή σύμβαση.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 563 παρ. 2 περ. β’ ΚΠολΔ στην αρμοδιότητα της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου υπάγονται αιτήσεις αναιρέσεως κατά αποφάσεων πολιτικών δικαστηρίων που παραπέμπονται για εκδίκαση στην Ολομέλεια με κοινό Πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή με απόφαση του Τμήματος που δικάζει. Η παραπομπή μπορεί να γίνει για όλους ή για μερικούς μόνο από τους λόγους της αναίρεσης, αν σε κάθε περίπτωση κριθεί ότι δημιουργούνται ζητήματα με γενικότερο ενδιαφέρον ή ότι τούτο είναι αναγκαίο για την ενότητα της νομολογίας.
Περαιτέρω με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1, 6 και 7 περ. ε’ και ια’ του Ν. 2251/1994, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο καταρτίσεως της επίδικης συμβάσεως (2-1-2007) ορίζονται αντιστοίχως: “Όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων (γενικοί όροι των συναλλαγών) δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, αν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως και ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους.” (παρ. 1), “Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.” (παρ.6), “7. “Σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που:”, α) ….. ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο, στ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει σύμβαση αόριστης διάρκειας χωρίς εύλογη προθεσμία, … ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, …..” (παρ. 7). Εξ άλλου, με τον Ν. 2251/1994 ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο η οδηγία 93/13/ΕΟΚ. Με την παρ. 2 του άρθρου 1 της Οδηγίας 93/13, ορίζεται ότι: “Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Η έκφραση “νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμον μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως.”, στην δε 13η σκέψη του προοιμίου της Οδηγίας αυτής εκτίθεται, ότι “οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες- ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα- ότι, γι` αυτό τον λόγο, η έκφραση “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Τέλος, με το άρθρο 291 του ΑΚ ορίζεται ότι: “Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής.”. Από την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων δημιουργούνται ζητήματα, τόσον στην θεωρία όσον και στην νομολογία, σχετικά με το αν σε σύμβαση μεταξύ τράπεζας (επαγγελματία) και δανειολήπτη (καταναλωτή), που έχει συμφωνηθεί σε ξένο νόμισμα και διαλαμβάνεται σε αυτήν ο προδιατυπωμένος όρος ότι: “Εφ’ όσον το Δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο/οι Οφειλέτης/τες υποχρεούται/ούνται να εκπληρώσει/ουν της εντεύθεν υποχρεώσεις του/τους προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε EURO με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής”, ο όρος αυτός απηχεί το περιεχόμενο διατάξεως του ενδοτικού δικαίου και δη εκείνο του άρθρου 291 ΑΚ, αποτελώντας έτσι δηλωτικό όρο της συμβάσεως και επομένως εκφεύγει του ελέγχου της καταχρηστικότητας κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Ν. 2251/1994 ή και του άρθρου 1 παρ.2 της Οδηγίας 93/13, εφόσον ήθελε γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή έχει μεταφερθεί στο ελληνικό δίκαιο, ή αντιθέτως δεν αποτελεί δηλωτικό όρο και υπόκειται στον έλεγχο για καταχρηστικότητα, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις. Ειδικότερα, κατά τη θεωρία (Γαζής ΕρμΑΚ 291 αρ.3, Σταθόπουλος Γενικό Ενοχικό έκδ. 2004 παρ. 11, αρ. 47 σημ. 33, Ταμπάκης σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, άρθρον 291 αρ. 9) η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ επί διαζευκτικής πληρωμής, δηλαδή είτε με αλλοδαπό είτε με ημεδαπό νόμισμα, είναι εφαρμοστέα μόνον αν ο οφειλέτης επέλεξε την πληρωμή στην ημεδαπή με αλλοδαπό νόμισμα και όχι αν επέλεξε την πληρωμή με ημεδαπό νόμισμα. Με βάση την άποψη αυτή υποστηρίζεται περαιτέρω από την θεωρία, ότι η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις, που αναφέρεται το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13 και επομένως ο υπό το ανωτέρω περιεχόμενο όρο της συμβάσεως υπόκειται σε έλεγχο για καταχρηστικότητα με βάση τις ανωτέρω διατάξεις (Ι. Κ. γνωμοδοτήσεις από 11-5-2015 και 23-9-2014, Γ. Δ. – Α. Β. γνωμοδοτικά σημειώματα από 10-6-2015 και 14-9-2015, Ι. Βενιέρης γνωμοδοτήσεις από 12-5-2015 και 10-9-2015, Σ. Ψ. γνωμοδότηση από 7-5-2015, αντιθ. Λ. σε ΧρΙΔ 2016.244, Γιοβαννόπουλος σε ΕπισκΕμπΔ 2014.664). Διχογνωμία για το θέμα αυτό υφίσταται επίσης και στην νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας, ενώ δεν έχει αχθεί, μέχρι τούδε, προς κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου.
Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, όπως από την επισκόπησή της προκύπτει, τα εξής, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, δέχθηκε τα εξής: “Με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, εκθέτει, όπως παραδεκτά διόρθωσε το περιεχόμενο αυτής, ότι την 02.01.2007, στη Θεσσαλονίκη σύναψε με την εναγόμενη τράπεζα την αναφερόμενη εκεί σύμβαση στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου, ποσού 243.225,00 ελβετικών φράγκων, που αντιστοιχούσε, σύμφωνα με την ισχύουσα κατά την παραπάνω ημερομηνία ισοτιμία, σε 150.000,00 ευρώ, με τους αναφερόμενους σε αυτήν όρους, οι οποίοι είχαν προδιατυπωθεί από την εναγόμενη και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων. Ότι την απόφαση να λάβει το εν λόγω δάνειο σε ελβετικό φράγκο (CHF) και όχι σε ευρώ, την έλαβε κατόπιν προτροπής των υπαλλήλων της εναγομένης, οι οποίοι της το παρουσίασαν ως την πλέον συμφέρουσα πρόταση, λόγω του χαμηλού επιτοκίου, χωρίς ποτέ να της επισημανθεί ο κίνδυνος ανατροπής των συναλλαγματικών ισοτιμιών, που υπέκρυπτε η σύμβαση αυτή, ούτε να της προταθεί κάποιο πρόγραμμα αντιστάθμισης του κινδύνου αυτού, αν και γνώριζαν ότι η ίδια δεν είχε εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο. Ότι σύμφωνα με τον όρο 7° περ. α’ παρ. 2, που περιλαμβάνεται στο κείμενο της ως άνω σύμβασης “Ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα καταβολής”. Ότι η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου ανερχόταν σε 1 προς 1,6215, πλην όμως σταδιακά, η ισοτιμία αυτή έφτασε την 04.02.2015 στο 1 προς 1,0175. με αποτέλεσμα να μεταβληθεί και το αρχικό κεφάλαιο του δανείου, το οποίο από 150.000 ευρώ κατά την ημέρα εκταμίευσης, ανήλθε την 04.02.2015 στο ποσό των 239.041,76 ευρώ. Ότι εξαιτίας της μεταβολής αυτής έχει εξανεμιστεί σήμερα σημαντικό μέρος των μηνιαίων καταβολών της, καθώς το άληκτο κεφάλαιο την 04.02.2015 ήταν ίσο προς 27.784,85 ελβετικά φράγκα και με βάση την ισχύουσα κατά την ως άνω ημερομηνία ισοτιμία με 27.306,97 ευρώ παρά τις εν τω μεταξύ καταβολές, που είχε πραγματοποιήσει για την αποπληρωμή του κεφαλαίου, συνολικού ποσού 177.821,59 ευρώ. Ότι εάν είχε ενημερωθεί από τους υπαλλήλους της εναγόμενης ως προς τη μετακύλιση του συναλλαγματικού κινδύνου και τις συνέπειες αυτού, δεν θα είχε προβεί στην κατάρτιση της επίδικης σύμβασης, αφού επεδίωκε τη σύναψη σύμβασης στεγαστικού δανείου, προκειμένου να προβεί στην αγορά ακινήτου για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών της οικογένειάς της. Ότι ο προαναφερόμενος όρος 7 περ. α’ §2 της δανειακής σύμβασης, ο οποίος προβλέπει την εξόφληση των υποχρεώσεών της έναντι της τράπεζας, με βάση την εκάστοτε ισοτιμία των δύο νομισμάτων, είναι καταχρηστικός και ως εκ τούτου αυτοδικαίως άκυρος, σύμφωνα με τα άρθρ. 4 § 2 και άρθρ. 5 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ και το Ν. 2251/1994, με τις διατάξεις του οποίου ενσωματώθηκε η Οδηγία αυτή στο εθνικό δίκαιο, αφενός διότι δεν είναι σαφής και κατανοητός ο οικονομικός λόγος για τον οποίο τέθηκε η ως άνω ρήτρα, ούτε και οι οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από αυτήν, ως προς το συνολικό εν τέλει ύψος του προς απόδοση ποσού, με αποτέλεσμα η ρήτρα αυτή να παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας, που προβλέπεται στις ανωτέρω διατάξεις και αφετέρου διότι εμφανίζει αοριστία ως προς τα κριτήρια διακύμανσης των δόσεων και του άληκτου κεφαλαίου, επιτρέποντας στην τράπεζα να τα προσδιορίζει οποτεδήποτε μονομερώς, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στους ίδιους τα ειδικά και εύλογα κριτήρια, από τα οποία προκύπτει η εκάστοτε συναλλαγματική ισοτιμία. Ότι το κενό που δημιουργείται μετά την αναγνώριση της ακυρότητας του ως άνω όρου της σύμβασης θα πρέπει να συμπληρωθεί ερμηνευτικά με βάση την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, με την εφαρμογή ως ρήτρας μετατροπής των ελβετικών φράγκων σε ευρώ, της συναλλαγματικής ισοτιμίας που ίσχυε κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου. Ότι κατ’ εφαρμογή της τελευταίας αυτής ισοτιμίας και με δεδομένο ότι ήδη έχει καταβάλει στην εναγόμενη το συνολικό ποσό των 199.590,73 ευρώ, από τα οποία το ποσό των 177.821,59 ευρώ καταλογίσθηκε προς αποπληρωμή του κεφαλαίου, ουδέν ποσό της οφείλει στα πλαίσια της ως άνω δανειακής σύμβασης, η οποία έχει εξοφληθεί ολοσχερώς. Με βάση το ιστορικό αυτό και ισχυριζόμενη επιπροσθέτως ότι οι υπάλληλοι της τράπεζας ουδέποτε την ενημέρωσαν επαρκώς, ως όφειλαν. για τους κινδύνους από τη μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ζητεί: Α) Να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρος ως καταχρηστικός ο ανωτέρω όρος της δανειακής σύμβασης. Β) να αναγνωρισθεί ως μόνη ρήτρα μετατροπής σε ευρώ του οφειλόμενου σε ελβετικά φράγκα ποσού, η συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, όπως ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του ποσού του δανείου, δηλαδή η ισοτιμία 1 προς 1,6215 και Γ) να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία της οφειλής της προς την εναγόμενη, βάσει της επίδικης δανειακής σύμβασης, ύψους την 04.02.2015 27.784,84 ελβετικών φράγκων, καθώς και ότι η εναγόμενη ουδεμία χρηματική απαίτηση διατηρεί εναντίον της από τη σύμβαση αυτή. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να δικαστεί με την παρούσα τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρ. 18 και 33 ΚΠολΔ), και είναι επαρκώς ορισμένη, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η εναγόμενη, εφόσον περιέχει όλα τα στοιχεία που θεμελιώνουν κατά νόμο το αγωγικό δικαίωμα και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από την ενάγουσα κατά της εναγομένης (άρθρ. 111 §2, 118 περ. 4 και 216 §1 ΚΠολΔ. Ωστόσο το υπό στοιχείο Α’ αίτημα της αγωγής, με το οποίο προβάλλεται η ακυρότητα του υπ’ αριθμ. 7 συμβατικού όρου της επίδικης σύμβασης, αποκλειστικά λόγω αντίθεσής του στις διατάξεις των άρθρ. 2 παρ. 1, 6 και 7 ν. 2251/1994 και 281 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο. Τούτο διότι ο όρος αυτός, κατά το εκτιθέμενο στο αγωγικό δικόγραφο περιεχόμενό του, εντάσσεται στους δηλωτικούς όρους (naturalia negotii) της επίδικης σύμβασης, όπως βασίμως ισχυρίζεται η εναγόμενη, αφού επαναλαμβάνει τη διάταξη του άρθρ. 291 ΑΚ, χωρίς να εισάγει απόκλιση από αυτήν και χωρίς να τη συμπληρώνει με επιπλέον ρυθμίσεις, ώστε δεν αποτελεί αυτός αντικείμενο δικαστικού ελέγχου σύμφωνα και με ρητή επιταγή της Οδηγίας 93/13 (βλ. 13η σκέψη του Προοιμίου και το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας), κατά την οποία αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οι συμβατικές ρήτρες, που απηχούν τις ενδοτικού δικαίου διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας χωρίς να τροποποιούν το περιεχόμενό τους ή το πεδίο εφαρμογής τους. Σε κάθε δε περίπτωση, τούτος δεν φέρει καταχρηστικό χαρακτήρα, ούτε πάσχει από αοριστία κατά το περιεχόμενό του, ενόψει του ότι ο προσδιορισμός της παροχής (μηνιαίας δόσης ή συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου), σ’ αυτήν την περίπτωση δεν καθίσταται αόριστος, αλλά προσδιορίζεται επαρκώς και η ακριβής καταγραφή του είναι θέμα απλού μαθηματικού υπολογισμού, δοθέντος ότι η τιμή πώλησης συναλλάγματος αποτελεί διαγνωστό αντικειμενικό μέτρο, αφού ισχύει για το σύνολο των συναλλασσομένων, και καθορίζεται από τη διατραπεζική αγορά, διαμορφούμενη ημερησίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία εκδίδει δημόσιο δελτίο αναφοράς των ισοτιμιών για κάθε νόμισμα. Με βάση τα ανωτέρω και εφόσον και τα υπό στοιχείο Β’ και Γ’ αιτήματα, έχουν ως αναγκαίο προαπαιτούμενο την ακυρότητα του αναφερόμενου ανωτέρω όρου και στηρίζονται σε αυτήν, η οποία όμως κρίθηκε μη νόμιμη, πρέπει να απορριφθούν για τον ίδιο λόγο και τα αιτήματα αυτά, απορριπτομένης έτσι της αγωγής στο σύνολό της.”.
Με τον πρώτο λόγο και το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το οικείο μέρος του προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, με το να δεχθεί, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, ότι ο ανωτέρω όρος της υπό το προαναφερόμενο περιεχόμενο δανειακής συμβάσεως είναι δηλωτικός όρος αυτής, υπό την ανωτέρω έννοια και επομένως εκφεύγει του ελέγχου καταχρηστικότητας, εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του N. 2251/1994 και εσφαλμένα εφάρμοσε τη μη μεταφερθείσα στο εθνικό δίκαιο διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 της Οδηγίας 93/13 της Ε.Ε.. Ενόψει τούτων το Τμήμα τούτο κρίνει, ομόφωνα ότι δημιουργείται ζήτημα γενικοτέρου ενδιαφέροντος και είναι αναγκαίο να παραπεμφθούν στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο πρώτος λόγος και ο δεύτερος λόγος κατά το οικείο μέρος του με τους οποίους αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 2 περ. β’ ΚΠολΔ και 23 παρ. 1 και 2 εδ. γ’ περ. β’ του κυρωθέντος με το Ν. 1756/1988 “Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών”, επιφυλάσσεται δε για την έρευνα των λοιπών αναιρετικών αιτιάσεων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους πρώτο και τον δεύτερο (κατά το οικείο μέρος του) από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, λόγους της από 3 Φεβρουαρίου 2017 αιτήσεως της Ξ. Α. του Ι. για αναίρεση της 8713/2016 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Μαρτίου 2018.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και νυν Πρόεδρος Αρείου Πάγου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Μαΐου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ