Διατάξεις με σκοπό τον περιορισμό της φοροδιαφυγής
Αυστηρότερο καθεστώς εγγυήσεων για έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας, με σκοπό τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, προβλέπει το πολυνομοσχέδιο για τα προαπαιτούμενα της 4ης αξιολόγησης, με το οποίο ταυτόχρονα επέρχονται σημαντικές αλλαγές σε όλους τους τομείς της φορολογίας.
Συγκεκριμένα, όσοι φορολογούμενοι -φυσικά ή νομικά πρόσωπα- είχαν ασκήσει κατά το παρελθόν επιχειρηματικές δραστηριότητες, αλλά πτώχευσαν ή κατέστησαν αφερέγγυοι, αφήνοντας πίσω τους ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές άνω των 100.000 ευρώ, θα πρέπει να παράσχουν σημαντικού ύψους χρηματικές εγγυήσεις στην ΑΑΔΕ αν θέλουν να ξεκινήσουν νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 111 του πολυνομοσχεδίου, οι καπνοβιομηχανίες και οι λοιπές επιχειρήσεις καπνικών, τα προϊόντα των οποίων κατάσχονται από τις τελωνειακές αρχές σε μεγάλες ποσότητες ως λαθραίως διακινούμενα, θα καλούνται να πληρώνουν στη Φορολογική Διοίκηση ποσά-μαμούθ, από 100%-400% των διαφυγόντων φόρων και δασμών, ως αποζημιώσεις οφειλόμενες στο πλαίσιο αντικειμενικής ευθύνης έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για το γεγονός της εκτροπής των βιομηχανοποιημένων καπνών τους στο παράνομο εμπόριο, ανεξάρτητα από το εάν υπάρχει υπαιτιότητα, ακόμη και εάν είχαν συμμορφωθεί από κάθε άποψη προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις ισχύουσες τελωνειακές διατάξεις!
Επίσης, με βάση το άρθρο 110 του πολυνομοσχεδίου, κάθε νέος επιχειρηματίας θα απαλλάσσεται εξ ολοκλήρου από κάθε υποχρέωση σχετική με τον ΦΠΑ κατά το πρώτο έτος λειτουργίας της επιχείρησής του.
Τι προβλέπεται
Πιο αναλυτικά, με τα άρθρα 110-112 του πολυνομοσχεδίου προβλέπονται τα εξής:
1 Η Φορολογική Διοίκηση θα απαιτεί εγγύηση από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που πρόκειται να ασκήσει δραστηριότητα επιχειρηματικού περιεχομένου, εάν:
α) το ίδιο το φυσικό πρόσωπο, οποτεδήποτε κατά το τρέχον και τα προηγούμενα πέντε, πριν από την υποβολή της δήλωσης έναρξης, φορολογικά έτη, πτώχευσε ή κατέστη εν γένει αφερέγγυο ή υπήρξε διευθυντής, πρόεδρος, διαχειριστής, διευθύνων σύμβουλος ή πρόσωπο εντεταλμένο στη διοίκηση νομικού προσώπου ή οντότητας ή ήταν «συνδεδεμένο πρόσωπο» με άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, που πτώχευσαν ή κατέστησαν αφερέγγυα κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, είτε
β) μέτοχος με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον 33% ή εταίρος ή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας υπήρξε οποτεδήποτε κατά το τρέχον και τα 5 προηγούμενα φορολογικά έτη, πριν από την υποβολή της δήλωσης έναρξης, διευθυντής, πρόεδρος, διαχειριστής, διευθύνων σύμβουλος ή πρόσωπο εντεταλμένο στη διοίκηση νομικού προσώπου ή οντότητας ή ήταν «συνδεδεμένο πρόσωπο» με άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, που πτώχευσαν ή κατέστησαν εν γένει αφερέγγυα κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο.
Η εγγύηση θα απαιτείται υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι η πτώχευση ή άλλη αφερεγγυότητα είχε ως αποτέλεσμα να οφείλεται στη φορολογική διοίκηση κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης έναρξης συνολική βασική ληξιπρόθεσμη φορολογική οφειλή από φόρο εισοδήματος, φόρο προστιθέμενης αξίας, παρακρατούμενους φόρους μισθωτών υπηρεσιών και πρόστιμα τουλάχιστον 100.000 ευρώ. Εξαιρούνται ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές, οι οποίες κατά την υποβολή της δήλωσης έναρξης τελούν σε αναστολή που έχει χορηγηθεί με προσωρινή διαταγή, δικαστική απόφαση, πράξη διοικητικού οργάνου ή εκ του νόμου, καθώς και οφειλές οι οποίες έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής η οποία τηρείται και έχουν καταβληθεί τουλάχιστον 3 δόσεις αυτής.
Ως αφερέγγυο για την εφαρμογή του παρόντος πρόσωπο, πλέον αυτού που πτώχευσε, νοείται και κάθε πρόσωπο που έχει υπαχθεί σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης εν λειτουργία, σε διαδικασία εξυγίανσης, σε ειδική διαχείριση του άρθρου 68 του ν. 4307/2014, καθώς και κάθε πρόσωπο που έχει υπαχθεί στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 (νόμου Κατσέλη). Εξαιρούνται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, δημόσιες επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αμιγείς ή μικτές επιχειρήσεις ΟΤΑ και των συνδέσμων δήμων, δημόσιοι οργανισμοί, καθώς και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται, τακτικώς, από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος.
Η εγγύηση, σύμφωνα με την παραπάνω περίπτωση, θα απαιτείται μόνο μετά από απόφαση της φορολογικής διοίκησης, από την οποία προκύπτει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ανωτέρω περίπτωσης και με την οποία προσδιορίζεται το ύψος της εγγύησης. Το ύψος της εγγύησης προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη ενδεικτικά το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών της ανωτέρω περίπτωσης καθώς και τη νομική μορφή του υποβάλλοντος τη δήλωση προσώπου.
2 Για τα φυσικά πρόσωπα, που προβαίνουν σε νέα έναρξη εργασιών και κατά την άσκηση προηγούμενης δραστηριότητας επιχειρηματικού περιεχομένου ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) τους είχε ανασταλεί ή πληρούνται οι προϋποθέσεις αναστολής αυτού, θα απαιτείται η κατάθεση εγγύησης. Το ύψος της εγγύησης θα μπορεί να είναι χαμηλότερο από 15.000 ευρώ και θα προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη το ύψος της φοροδιαφυγής, τον λόγο της αναστολής και την τυχόν υποτροπή. Η εν λόγω εγγύηση καταπίπτει αυτοδικαίως σε περίπτωση νέας αναστολής χρήσης του ΑΦΜ.
Τα ανωτέρω θα εφαρμόζονται και στην περίπτωση που νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα υποβάλλει δήλωση έναρξης και μέτοχος με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον 33% ή εταίρος ή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, που υποβάλλει τη δήλωση:
α) υπήρξε οποτεδήποτε κατά το τρέχον και τα προηγούμενα 5 φορολογικά έτη διευθυντής, πρόεδρος, διαχειριστής, διευθύνων σύμβουλος ή πρόσωπο εντεταλμένο στη διοίκηση νομικού προσώπου ή οντότητας ή ήταν «συνδεδεμένο πρόσωπο» με άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα του οποίου ο ΑΦΜ είχε ανασταλεί ή
β) άσκησε οποτεδήποτε κατά το τρέχον και τα προηγούμενα 5 φορολογικά έτη, ως φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο, δραστηριότητα επιχειρηματικού περιεχομένου και ο ΑΦΜ του είχε ανασταλεί.
Οι παραπάνω αλλαγές θα έχουν εφαρμογή από την 1η/1/2019 και μετά.
Βαριά πρόστιμα
3 Οι επιχειρήσεις καπνικών προϊόντων (οι αδειοδοτημένες καπνοβιομηχανίες, τα αδειοδοτημένα επαγγελματικά εργαστήρια, οι εισαγωγείς βιομηχανοποιημένων καπνών από τρίτη χώρα και οι παραλήπτες βιομηχανοποιημένων καπνών από άλλο κράτος-μέλος) οφείλουν να κοινοποιούν κατάλογο των εμπορικών τους σημάτων ή των σημάτων για τα οποία διαθέτουν άδεια χρήσης προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), καθώς και τα στοιχεία γνησιότητας, όπως τροποποιούνται και ισχύουν. Η πρώτη υποβολή του καταλόγου αυτού λαμβάνει χώρα εντός δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου. Για κάθε ημέρα καθυστέρησης στην υποβολή του καταλόγου των εμπορικών σημάτων επιβάλλεται από το αρμόδιο Τελωνείο πρόστιμο 100 ευρώ με ανώτατο όριο τις 5.000 ευρώ. Ο κατάλογος αυτός υποχρεωτικά επανυποβάλλεται επικαιροποιημένος απ’ όλους τους ανωτέρω εντός μηνός από την προσθήκη ή διαγραφή εμπορικού σήματος.
4 Οι επιχειρήσεις καπνικών προϊόντων υποχρεούνται σε πληρωμές αποζημιωτικής φύσης προς το ελληνικό Δημόσιο οφειλόμενες εξ αντικειμενικής ευθύνης σε κάθε περίπτωση που κατάσχονται γνήσια βιομηχανοποιημένα καπνά τους, σε ποσότητες 50.000 τεμαχίων και άνω. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, η ΑΑΔΕ, εντός 30 εργασίμων ημερών από την επιβολή της κατάσχεσης, προβαίνει σε γνωστοποίηση της κατάσχεσης στην επιχείρηση, με επιστολή της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής. Εντός τριάντα 30 εργάσιμων ημερών από τη γνωστοποίηση της κατάσχεσης στην επιχείρηση, μικτά κλιμάκια από εκπροσώπους των Γενικών Διευθύνσεων Τελωνείων, Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης και Γενικού Χημείου του Κράτους και εκπροσώπων της επιχείρησης, μετά από πρόσκληση που κοινοποιείται σε αυτούς από υπάλληλο της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής προ 5 ημερών, μεταβαίνουν στην Τελωνειακή Υπηρεσία ή όπου αλλού φυλάσσονται τα λαθραία βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης και λαμβάνουν τέσσερα όμοια δείγματα βιομηχανοποιημένων καπνών για εργαστηριακή εξέταση, δύο για την επιχείρηση και δύο για την ΑΑΔΕ.
Εάν τα κατασχεθέντα βιομηχανοποιημένα καπνά είναι λαθραία βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης, τότε επιβάλλεται αμελλητί, με καταλογιστική πράξη του προϊσταμένου του αρμοδίου Τελωνείου, η υποχρεωτική πληρωμή προς το ελληνικό Δημόσιο:
(α) Ποσού που ισούται με το 100% των φόρων και δασμών που θα βεβαιώνονταν εάν τα λαθραία βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης καπνικών προϊόντων είχαν διατεθεί νόμιμα προς ανάλωση στο έδαφος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
(β) Εάν τα γνήσια βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης που έχουν κατασχεθεί εντός ενός ημερολογιακού έτους στην Ελληνική Επικράτεια, ανέρχονται σε συνολικό αριθμό που υπερβαίνει τα 20.000.000 τεμάχια, η επιχείρηση προβαίνει σε συμπληρωματική πληρωμή ποσού ίσου με το 200% του ποσού των φόρων και δασμών επί του συνόλου των ποσοτήτων που έχουν κατασχεθεί εντός του έτους αυτού, οι οποίοι θα βεβαιώνονταν εάν τα βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης είχαν διατεθεί νόμιμα προς λιανική πώληση στο έδαφος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Εφόσον η ποσότητα των κατασχεμένων βιομηχανοποιημένων καπνών ανέρχεται σε συνολικό αριθμό που υπερβαίνει τα 40.000.000 τεμάχια, η επιχείρηση θα προβαίνει σε συμπληρωματική πληρωμή ποσού ίσου με το 400% του ποσού των φόρων και δασμών επί του συνόλου των ποσοτήτων που έχουν κατασχεθεί εντός του έτους αυτού, οι οποίοι θα βεβαιώνονταν εάν τα βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης είχαν διατεθεί νόμιμα προς λιανική πώληση στο έδαφος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το ποσό της περίπτωσης αυτής διατίθεται για τη χρηματοδότηση των προσπαθειών καταπολέμησης της λαθραίας διακίνησης καπνικών προϊόντων.
Οι προϋποθέσεις του καταλογισμού δεν συντρέχουν αν τα λαθραία βιομηχανοποιημένα καπνά εκλάπησαν από τρίτους ή διέφυγαν της κατοχής της επιχείρησης από λόγους ανωτέρας βίας. Τα γεγονότα αυτά πρέπει να αποδεικνύονται επαρκώς από τις επιχειρήσεις καπνικών προϊόντων.
Αλλαγές στον ΦΠΑ
5 Στις περιπτώσεις πράξεων (παραδόσεων αγαθών ή/και παροχών υπηρεσιών) μεταξύ συγγενικών ή/και συνδεδεμένων προσώπων κατά τη φορολογία εισοδήματος, ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται πλέον η κανονική αξία, για τις περιπτώσεις που η αντιπαροχή – τίμημα είναι κατώτερη από αυτήν.
6 Στις περιπτώσεις πλειστηριασμού ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται το εκπλειστηρίασμα, προκειμένου να μην υφίσταται αμφισβήτηση για τη φορολογητέα βάση σε περίπτωση πλειστηριασμού.
7 Επιτρέπεται πλέον να υπάγονται στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων, που συνεπάγεται απαλλαγή από την υποχρέωση είσπραξης και απόδοσης ΦΠΑ και όσοι φορολογούμενοι προβαίνουν, για πρώτη φορά, σε δήλωση έναρξης επιχειρηματικής ή αγροτικής δραστηριότητας.
8 Παύει να είναι υποχρεωτική η διετής παραμονή στο καθεστώς των απαλλασσόμενων επιχειρήσεων και οι υποκείμενοι μπορούν να μεταταχθούν στο κανονικό καθεστώς από το επόμενο έτος.
9 Δεν λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του ορίου υπαγωγής στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων οι μεταβιβάσεις παγίων και οι απαλλασσόμενες πράξεις χωρίς δικαίωμα έκπτωσης.
10 Τέλος, καλύπτεται το νομοθετικό κενό και πλέον με την υπέρβαση του ορίου των 10.000 ευρώ ο υποκείμενος υποχρεούται άμεσα να επιβάλει ΦΠΑ και να εφαρμόσει το κανονικό καθεστώς από την πρώτη πράξη παράδοσης αγαθών ή υπηρεσιών με την οποία πραγματοποιείται η υπέρβαση του ορίου, ανεξάρτητα από τον χρόνο υποβολής της δήλωσης μεταβολών, ώστε να μην υπάρχει έδαφος καταστρατήγησης της διάταξης.