Παρακράτηση φόρου 5% στα ημερομίσθια των αμειβομένων για λιγότερο από ένα έτος εργασιών (συμβασιούχων σε δημόσιο τομέα και δήμους) καθώς και των ξεναγών, επιβολή τεκμηρίου και στις δαπάνες για ασφαλιστικά προγράμματα επενδυτικού χαρακτήρα αλλά και μόνιμες φοροαπαλλαγές για όσους απασχολούνται περιστασιακά και όσους παραχωρούν δωρεάν τα σπίτια τους σε στενούς συγγενείς τους ή σε φορείς του δημοσίου τομέα προβλέπουν οι φορολογικές διατάξεις του πολυνομοσχεδίου για τα προαπαιτούμενα της 4ης αξιολόγησης.
Παράλληλα καθιερώνονται φορολογικά κίνητρα για προσλήψεις νέων εργαζομένων με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και πλήρης απαλλαγή από τον ΦΠΑ κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας νέων επιχειρήσεων.
Αναλυτικά οι 12 βασικότερες διατάξεις του πολυνομοσχεδίου προβλέπουν τα εξής:
1. Αποκτά μόνιμο χαρακτήρα η ευνοϊκή διάταξη για χιλιάδες φορολογούμενους με χαμηλά εισοδήματα διάταξη σύμφωνα με την οποία η ευκαιριακά απασχολούμενοι με πραγματικό ετήσιο εισόδημα μέχρι 6.000 ευρώ και συνολικό τεκμαρτό μέχρι 9.500 ευρώ φορολογούνται με την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των μισθωτών-συνταξιούχων στην οποία ισχύει ετήσια έκπτωση φόρου 1.900 έως 2.100 ευρώ που ισοδυναμεί με αφορολόγητο όριο εισοδήματος 8.646 έως 9.545 ευρώ.
2. Θα θεωρείται πλέον «τεκμήριο απόκτησης περιουσιακών στοιχείων» η δαπάνη για ασφαλιστικά συμβόλαια επενδυτικού χαρακτήρα.
3. Απαλλάσσεται από το φόρο το τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από τη δωρεάν παραχώρηση ακινήτων στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ προκειμένου να μην αποθαρρύνονται οι πράξεις αυτές καθόσον αποτελούν όφελος για το Δημόσιο.
4. Απαλλάσσεται της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης το τεκμαρτό εισόδημα από δωρεάν παραχώρηση κύριας κατοικίας έως 200 τ.μ. προς ανιόντες ή κατιόντες και παραχώρηση χρήσης ακινήτων στο Ελληνικό Δημόσιο ή ΝΠΔΔ ως μη πραγματικό εισόδημα.
5. Επιβάλλεται συντελεστής παρακράτησης φόρου 5% στις αμοιβές από μισθωτή εργασία των αμειβόμενων για λιγότερο από ένα έτος με ημερομίσθιο και των ξεναγών με τη δικαιολογία ότι η αναγωγή του ημερομισθίου σε ετήσιο δεν αντικατοπτρίζει το πραγματικό ετήσιο εισόδημα των προσώπων αυτών.
6. Η καταβολή του φόρου εισοδήματος που προσδιορίζεται από δηλώσεις φορολογουμένων που συμμετέχουν σε νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που τηρούν απλογραφικά βιβλία γίνεται σε δύο ισόποσες διμηνιαίες δόσεις από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Σεπτεμβρίου και η δεύτερη μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Νοεμβρίου κάθε έτος.
7. Οι εργοδοτικές εισφορές για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των φυσικών προσώπων που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα κατά ποσοστό 50% και μέχρι το 14πλάσιο του κατώτατου μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών ανά θέση εργασίας εφόσον προκύπτουν αθροιστικά:
– Αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων κατά το οικείο έτος πρόσληψης σε σχέση με το μέσο όρο του προηγούμενου έτους και
– Αύξηση της μισθολογικής δαπάνης κατά το οικείο έτος πρόσληψης σε σχέση με αυτήν του προηγούμενου έτους.
8. Καθιερώνεται από το επόμενο έτος αυστηρότερο καθεστώς εγγυήσεων για έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας με σκοπό τον περιορισμό της φοροδιαφυγής.
9. Καθιερώνεται με το άρθρο 111, επαχθές καθεστώς χρηματικών κυρώσεων αντικειμενικής συνυπευθυνότητας σε πράξεις λαθρεμπορίας για τις επιχειρήσεις παραγωγής, διακίνησης και πώλησης καπνικών προϊόντων.
10. Επιτρέπεται να υπάγονται στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων που συνεπάγεται απαλλαγή από την υποχρέωση είσπραξης και απόδοσης ΦΠΑ και όσοι φορολογούμενοι προβαίνουν για πρώτη φορά σε δήλωση έναρξης επιχειρηματικής ή αγροτικής δραστηριότητας.
11. Παύει να είναι υποχρεωτική η διετής παραμονή στο καθεστώς των απαλλασσόμενων επιχειρήσεων και οι υποκείμενοι μπορούν να μεταταχθούν στο κανονικό καθεστώς από το επόμενο έτος.
12. Τέλος καλύπτεται το νομοθετικό κενό και πλέον με την υπέρβαση του ορίου των 10.000 ευρώ ο υποκείμενος στο ειδικό καθεστώς απαλλασσόμενων επιχειρήσεων υποχρεούται άμεσα να επιβάλει ΦΠΑ και να εφαρμόσει το κανονικό καθεστώς από την πρώτη πράξη παράδοσης αγαθών ή υπηρεσιών με την οποία πραγματοποιείται η υπέρβαση του ορίου ανεξάρτητα από το χρόνο υποβολής της δήλωσης μεταβολών ώστε να μην υπάρχει έδαφος καταστρατήγησης της διάταξης.