Τέλος σε μια απίστευτη ταλαιπωρία με τις δικαστικές αρχές, ενός κατοίκου της Ιαλυσού, ο οποίος παρά την αμετάκλητη αθώωσή του, βρέθηκε να οφείλει στο Ελληνικό Δημόσιο δυσθεώρητα ποσά και να είναι κατηγορούμενος για χρέη προς το Δημόσιο, έδωσε με την υπ’ αρίθμ. Α49/2018 απόφαση, που εξέδωσε το Ζ’ Τριμελές Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς (μεταβατική έδρα Ρόδου).
Ο επιχειρηματίας επιβαρύνετο με πρόστιμο ύψους 4 εκατ. ευρώ για χρέη προς το Ελληνικό Δημόσιο εξαιτίας εμπλοκής του σε υπόθεση λαθρεμπορίας ποτών, που με τις προσαυξήσεις εκτινάχθηκε στα 8.313.354,33 ευρώ, ενώ η φορολογική αποθήκη που λειτουργούσε με εξαιρετική επιτυχία από το έτος 1993 οδηγήθηκε σε σφράγιση από τις αρχές το 2003
Ο επιχειρηματίας βρέθηκε τον Δεκέμβριο του 2017 ξανά στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, απολογούμενος εκ νέου για θέματα που είχαν κριθεί ήδη από την δικαιοσύνη. Η υπόθεση είχε αναβληθεί για την 13η Μαρτίου 2018 μέχρι να αποφανθεί το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς.
Είχε συγκεκριμένα κριθεί αθώος από το Πενταμελές Εφετείο Δωδ/νήσου αφού πρώτα είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως σε ποινή κάθειρξης 8 ετών, με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα για χρήση πλαστού εγγράφου και λαθρεμπορία.
Όπως έγραψε η «δημοκρατική», ο Ροδίτης με την ιδιότητα του εταίρου και διαχειριστή εδρεύουσας στη Pόδο εταιρείας και ένας συγκατηγορούμενός του, που καταζητείται, κατηγορήθηκαν ότι έθεσαν από κοινού τις σφραγίδες του ευρισκόμενου στο Bέλγιο φορολογικού γραφείου «VILVOORDE» καθώς και τη σφραγίδα του Bελγικού Tελωνείου της Antwerpen (Aμβέρσας) σε αντίτυπο συνοδευτικών φορολογικών εγγράφων (ΣΔE) που αφορούσαν οινοπνευματώδη ποτά, με προορισμό τα 6 αυτών, την επίσης βελγική φορολογική αποθήκη HEWA BELGIUM N.V.
Περαιτέρω δε ότι είχαν κάνει από κοινού χρήση των πιο πάνω 32 συνοδευτικών φορολογικών εγγράφων (ΣΔE) προσκομίζοντάς τα στο Tελωνείο Pόδου.
Τις πράξεις αυτές κατηγορήθηκαν ότι τέλεσαν με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους συνολικό περιουσιακό όφελος 2.771.118,07 ευρώ προκαλώντας ισόποση συνολική ζημία στην περιουσία του Eλληνικού Δημοσίου.
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι το έτος 2003 η εταιρεία του έλαβε μέσω του internet από το Βέλγιο και συγκεκριμένα από μια επιχείρηση με τον τίτλο “JOHN MARTIN” πρόταση να της πωλήσει περίπου 20.000 φιάλες διαφόρων αλκοολούχων ποτών συνολικής αξίας περίπου 128.000 ευρώ παραδοτέες στις φορολογικές αποθήκες που διατηρεί στη Ρόδο.
Για την συναλλαγή αυτή σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του απευθύνθηκε σε δυο υπαλλήλους του Τελωνείου Ρόδου στους οποίους παρέδωσε αντίγραφο της παραγγελίας και εκείνοι τον διαβεβαίωσαν ρητά ότι όλα ήσαν σύννομα αλλά κυρίως τον συνεβούλευσαν για εξασφάλισή του, πριν από κάθε αποστολή ποτών, να προεισπράττει το τίμημα με σχετική τραπεζική κατάθεση. Μετά τις διαβεβαιώσεις τους αυτές η εταιρεία του πραγματοποίησε 32 αποστολές εμπορευμάτων από τη Ρόδο στο Βέλγιο.
Υποστηρίζει ακόμη ότι το Τελωνείο Ρόδου κατά παράβαση των εντολών και εγκυκλίων της γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων του Υπουργείου Οικονομικών απευθύνθηκε με μεγάλη καθυστέρηση στις Τελωνειακές Αρχές του Βελγίου τον μήνα Απρίλιο του 2004, ζητώντας πληροφορίες και επαλήθευση των αρξαμένων από την εταιρεία του εξαγωγών στις παραπάνω δύο βελγικές επιχειρήσεις.
Η απάντηση των βελγικών αρχών στο καθυστερημένο έγγραφο των Τελωνειακών Αρχών της Ρόδου έφθασε και αυτή με καθυστέρηση 6 μηνών κατά τον μήνα Οκτώβριο του 2004, διάστημα κατά το οποίο η εταιρεία του κατηγορουμένου στηριζόμενη στις διαβεβαιώσεις των εκπροσώπων του Τελωνείου Ρόδου, πραγματοποίησε συνολικά 32 εξαγωγές.
Επεσήμανε ότι όλες ανεξαιρέτως οι ποσότητες ποτών που πωλήθηκαν στις 2 βελγικές εταιρείες φορτώθηκαν και παραδόθηκαν στις αποθήκες της εταιρείας του στη Ρόδο σε αυτοκίνητα που επελέγησαν από την μεταφορική εταιρεία του καταζητούμενου, που ενεργούσε για λογαριασμό των βελγικών εταιρειών και είχε την ευθύνη μεταφοράς και παράδοσης των επίδικων εμπορευμάτων στους παραλήπτες τους στο Βέλγιο χωρίς ανάμειξή του.
Το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς έκρινε, όπως και το Ποινικό Δικαστήριο, ότι δεν προέκυψε αναντίρρητα ότι ο κατηγορούμενος έθεσε τις σφραγίδες στα συνοδευτικά έγγραφα. Αυτά εστάλησαν σε αυτόν σφραγισμένα. Αλλά ούτε και αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν και εντεύθεν να θεμελιώνουν την εκ μέρους του κατηγορούμενου γνώση για την πλαστότητα των σφραγίδων του Φορολογικού γραφείου VILVOORDE και του Τελωνείου της ANTWERREN που υπήρχαν στα συνοδευτικά έγγραφα.
Ο κατηγορούμενος δεν είχε λόγο να αμφιβάλλει για τη κανονικότητα των ως άνω αποστολών και οι αρχές είχαν προβεί στον ενδεδειγμένο έλεγχο αν αυτά είχαν αποσταλεί από τη Ρόδο και είχαν παραδοθεί στις ως άνω εταιρίες στο Βέλγιο καθόσον κατά το διάστημα από τον Νοέμβριο του έτους 2003 έως τον Οκτώβριο 2004 είχαν επιστραφεί 32 αντίτυπα με αριθμό 3 των παραπάνω αποστολών αποδεικτικών εγγράφων, μέσω των οποίων στην πράξη και σύμφωνα με το νόμο επιστοποιείτο η παραλαβή από τις αποθήκες των ως άνω εταιρειών στο Βέλγιο χωρίς να υπάρξει κανένα πρόβλημα.
Τονίζεται μάλιστα ότι η όλη διαδικασία από την πλευρά του κατηγορούμενου έγινε νόμιμα, με επαλήθευση και πιστοποίηση της διακίνησης από το Τελωνείο Ρόδου και με έγγραφη ενημέρωση της Δ.Ο.Υ. Ρόδου.
Την υπόθεση ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων χειρίστηκαν οι δικηγόροι κκ Κώστας και Γιώργος Κυπραίος και το ποινικό της σκέλος ο δικηγόρος κ. Μ. Κουτσούκος.