Τη διαδικασία του χαρακτηρισμού ασφαλιστικών οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης, περιγράφει έγγραφο της διοίκησης του ΚΕΑΟ. Όπως τονίζεται το έγγραφο προέκυψε ως συνέχεια του σχετικού άρθρου του νόμου Κατρούγκαλου (ν.4387/2016 άρθρο 108), στο οποίο προβλέπονται οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και οι συνέπειες της διάκρισης των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης.
Στο ίδιο έγγραφο επισημαίνεται ότι με πρόσφατη νομοθεσία (ν.4488/2017 άρθρο 18) επεκτάθηκε και υπέρ του ΚΕΑΟ η εφαρμογή του άρθρου 15 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν . 4174/2013 – Α΄ 170) που προβλέπει την υποχρέωση των κρατικών υπηρεσιών και όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών και όλων των δημόσιων οργανισμών, φορέων και εταιρειών, όπου συμμετέχει ή έχει την εποπτεία το Κράτος, καθώς και των ανεξάρτητων αρχών, να παρέχουν στη φορολογική διοίκηση κάθε διαθέσιμη πληροφορία και να επιδεικνύουν, χωρίς τη μεταφορά τους εκτός των εγκαταστάσεων, όλα τα πρωτότυπα έγγραφα, μητρώα και στοιχεία που έχουν στην κατοχή τους.
Μεταξύ των υπόχρεων σε παροχή πληροφοριών τρίτων προσώπων, όπως ενδεικτικά αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 15, περιλαμβάνονται τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων, τα επιμελητήρια, οι συμβολαιογράφοι, οι υποθηκοφύλακες, οι προϊστάμενοι των κτηματολογικών γραφείων, οι οικονομικοί ή κοινωνικοί ή επαγγελματικοί φορείς ή οργανώσεις.
Τα ερωτήματα, που αποστέλλονται έγγραφα ή ηλεκτρονικά, πρέπει να απαντηθούν από τους υπόχρεους σε παροχή πληροφοριών εντός δέκα ημερών από την παραλαβή τους, ενώ σε εξαιρετικά σύνθετες υποθέσεις, η προθεσμία μπορεί να παραταθεί για είκοσι επιπλέον ημέρες.
Ειδικά για τις υπηρεσίες του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται για τις πληροφορίες που ζητούν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, κατά τον έλεγχο της εισπραξιμότητας των οφειλών και τον εντοπισμό πηγών αποπληρωμής των απαιτήσεων των ασφαλιστικών οργανισμών, σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση του Ν.4488/2017 η υποχρέωση αυτή συνδέεται με τη διαδικασία χαρακτηρισμού οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης.
Τα βασικά σημεία της διαδικασίας χαρακτηρισμού οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης, περιγράφονται στο συγκεκριμένο έγγραφο του ΚΕΑΟ, ως εξής:
1. ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Για να χαρακτηριστεί μια οφειλή ως ανεπίδεκτη είσπραξης πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
Να έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων, χωρίς αποτέλεσμα. Σύμφωνα δε με την περ. α της παρ.1 του άρθρου 108 του ν. 4387/2016 πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες και να μην διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή των υπευθύνων της επιχείρησης, ή να διαπιστώθηκε η με οποιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 επ. Α.Κ., ο έλεγχος της πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής περιουσίας, εφόσον πρόκειται για πτωχό ή ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης. Να έχει τεθεί, εφόσον πρόκειται για οφειλέτη υπό καθεστώς εκκαθάρισης. Να έχει ασκηθεί – ολοκληρωθεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και η ποινική δίωξη σε βάρος των υπεύθυνων φυσικών προσώπων κατά τις ισχύουσες διατάξεις, ή να μην είναι δυνατή η άσκησή της.
Η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών πιστοποιείται με ειδικά αιτιολογημένη έκθεση.
2. ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΙΣΠΡΑΞΙΜΟΤΗΤΑΣ – ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΚΘΕΣΗΣ
Στην έκθεση αποτυπώνονται τα αποτελέσματα των ελάχιστων αναγκαίων ελέγχων εισπραξιμότητας που είναι οι εξής: Ο έλεγχος εντοπισμού του οφειλέτη και των συνυπεύθυνων προσώπων. Ο έλεγχος της εξάντλησης των περιουσιακών στοιχείων και των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων και ο έλεγχος εφαρμογής της ποινικής διαδικασίας.
Οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιούνται μέσω διαθέσιμων στην υπηρεσία στοιχείων, ηλεκτρονικών ή χειρόγραφων, αλλά και από πληροφορίες που λαμβάνονται από τρίτους φορείς ή υπηρεσίες που κατέχουν αυτές, οι οποίοι σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 4488/2017 έχουν υποχρέωση να τις χορηγήσουν στις υπηρεσίες του ΚΕΑΟ εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την παραλαβή των σχετικών αιτημάτων, που μπορεί να παραταθεί για είκοσι (20) επιπλέον ημέρες σε εξαιρετικά σύνθετες υποθέσεις. Ειδικότερα:
2.1. ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΥΠΕΥΘΥΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ.
Θεωρείται ολοκληρωμένος εφόσον επιβεβαιώθηκε η ορθότητα των στοιχείων ταυτοποίησης που έχουν καταχωριστεί στο Μητρώο Οφειλετών του ΚΕΑΟ. Εκτείνεται στα στοιχεία του οφειλέτη φυσικού ή νομικού προσώπου, των συνυπεύθυνων με αυτόν, τυχόν κληρονόμων, καθώς και στην κατάσταση της επιχείρησης του οφειλέτη. Ειδικότερα
– Για οφειλέτη φυσικό πρόσωπο ή συνυπεύθυνο νομικού προσώπου, γίνεται διασταύρωση με τα στοιχεία του αρχείου ταυτοτήτων της Ελληνικής Αστυνομίας που υπάρχει διαθέσιμο μέσω της διασύνδεσης με το ΟΠΣ.
– Για οφειλέτη νομικό πρόσωπο, γίνεται διασταύρωση των στοιχείων που έχουν καταχωριστεί στο Μητρώο Οφειλετών του ΚΕΑΟ με τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία του καταστατικού του νομικού προσώπου και των σχετικών δημοσιεύσεων στο ΓΕΜΗ. ή του οικείου κατά περίπτωση Μητρώου ή βιβλίου.
– Για οφειλέτη φυσικό πρόσωπο που απεβίωσε πρέπει να προσδιοριστούν οι κληρονόμοι του. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση θανάτου του συνυπεύθυνου φυσικού προσώπου, όταν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο. Οι σχετικές πληροφορίες λαμβάνονται μέσω αλληλογραφίας με το πρωτοδικείο περί δημοσίευσης (ή μη) διαθήκης και περί αποποιήσεως (ή μη) κληρονομίας και με τον οικείο Δήμο για την αναζήτηση πιστοποιητικού εγγυτέρων συγγενών ή οικογενειακής κατάστασης.
– Οι πληροφορίες για την κατάσταση της επιχείρησης (λειτουργία, μη λειτουργία διακοπή δραστηριότητας, πτώχευση, εκκαθάριση κλπ) λαμβάνονται είτε μέσω των διαθέσιμων στην υπηρεσία στοιχείων είτε μέσω αλληλογραφίας με τρίτους φορείς Ειδικά η διακοπή δραστηριότητας μιας επιχείρησης μπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία της διασύνδεσης με τη φορολογική διοίκηση, και να επιβεβαιώνεται από το γεγονός της μη υποβολής ΑΠΔ μετά τη διακοπή. Η πτώχευση διαπιστώνεται με κάθε πρόσφορο μέσο, πχ κοινοποίηση δικαστικής απόφασης λήψη πιστοποιητικού από το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο σχετικά με την πτώχευση και την πορεία της. Αποτελέσματα του ελέγχου αυτού αποτυπώνονται στις ενότητες της έκθεσης με τίτλο (ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-ΟΦΕΙΛΕΤΗ-ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΥΠΕΥΘΥΝΩΝ ΟΦΕΙΛΕΤΗ-ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΟΦΕΙΛΗΣ).
2.2. ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
Ειδικότερα στην έκθεση πρέπει να πιστοποιείται ότι διενεργήθηκε έρευνα για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, μέσω των διαθέσιμων στην υπηρεσία στοιχείων ή μέσω αλληλογραφίας με τρίτους φορείς.
Ενδεικτικά, από την έρευνα στα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία μπορεί να πιστοποιείται ότι:
– έχουν επιστραφεί βεβαιωμένες λόγω μη εξεύρεσης περιουσιακών στοιχείων οι παραγγελίες κατάσχεσης που εκδόθηκαν.
– από τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος του ΕΦΚΑ δεν προέκυψε η έκδοση αποδεικτικών ασφαλιστικής ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου την τελευταία πενταετία.
Από τις πληροφορίες που λήφθηκαν από τρίτους φορείς μπορεί να πιστοποιείται ότι: – από τα στοιχεία του περιουσιολογίου που τηρείται στην ΑΑΔΕ δεν προέκυψε διαμορφωμένη περιουσιακή κατάσταση ή διαπιστώθηκε η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που δεν υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 επ. Α.Κ.,
– από τα στοιχεία της ΑΑΔΕ δεν προέκυψαν καταχωρίσεις στο ΑΦΜ του οφειλέτη για μισθωτήρια, ούτε προέκυψε η ύπαρξη οχημάτων ή σκαφών.
– από τα στοιχεία της εταιρείας «Κτηματολόγιο ΑΕ» δεν προέκυψε ακίνητη περιουσία του οφειλέτη και των συνυπεύθυνων προσώπων στις περιοχές για τις οποίες έχει περαιωθεί η κτηματογράφηση.
– από τα στοιχεία που τηρούνται στα υποθηκοφυλακεία και κτηματολογικά γραφεία των νομών όπου βρίσκεται η κατοικία, η επαγγελματική δραστηριότητα και ο τόπος καταγωγής του οφειλέτη ή των συνυπεύθυνων δεν προέκυψε η ύπαρξη μερίδας ή στοιχεία ακίνητης περιουσίας αυτών.
2.3. ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΕΞΑΝΤΛΗΣΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
Στην έκθεση, ανάλογα με την ιδιαιτερότητα κάθε περίπτωσης μπορεί να πιστοποιείται:
– ότι έχουν επιβληθεί κατασχέσεις για το σύνολο της οφειλής εις χείρας όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων (ενταγμένων ή μη στο ηλεκτρονικό σύστημα) που λειτουργούν στην ημεδαπή σε όλα τα τραπεζικά προϊόντα (καταθέσεις, λογαριασμούς πάσης φύσεως, παρακαταθήκες, συμβάσεις και πράξεις επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων), καθώς και στο περιεχόμενο των θυρίδων που διατηρεί ο οφειλέτης ή τα συνυπεύθυνα πρόσωπα ή / και
– ότι έχουν κατασχεθεί και εκποιηθεί αναγκαστικά όλα τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία που εντοπίστηκαν στην κυριότητα ή κατοχή του οφειλέτη και το προϊόν της εκποίησής τους πιστώθηκε στην οφειλή ή / και
– ότι έχουν κατασχεθεί κινητά ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, των οποίων η εκποίηση δια πλειστηριασμού δεν κατέστη δυνατή ή / και
– ότι διενεργήθηκε πλειστηριασμός χωρίς να αναδειχθεί πλειοδότης ή ο πλειστηριασμός ματαιώθηκε ή για διάφορους λόγους δεν διενεργήθηκε ή / και
– ότι συντρέχει οποιοσδήποτε άλλος λόγος για τον οποίον η εμμονή στην προσπάθεια αναγκαστικής εκποίησης του περιουσιακού στοιχείου θα οδηγήσει στην επιβάρυνση της οφειλής με έξοδα που δεν θα εισπραχθούν ποτέ (πχ ή περιπτώσεις που εντοπίζεται στην κυριότητα του οφειλέτη μικρό εξ αδιαιρέτου μερίδιο ιδιοκτησίας ή περιουσιακό στοιχείο πολύ μικρής αξίας, με πολλά βάρη κλπ) Σε περίπτωση που από τις δηλώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων που αποστέλλονται στο πλαίσιο της διαδικασίας κατασχέσεων τρεις χείρας τραπεζών ως τρίτων υπάρξουν πληροφορίες για την ύπαρξη δικαιωμάτων σε χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους ή την ύπαρξη θυρίδων, θα πρέπει να γίνουν ενέργειες για το άνοιγμα και την απόδοση του περιεχομένου τους στην υπηρεσία του ΚΕΑΟ. Η σχετική διαδικασία θα γίνει μετά από συνεννόηση με την Κεντρική Υπηρεσία του ΚΕΑΟ (Δ/νση Αναγκαστικών Μέτρων και Νομικής Υποστήριξης).
Σημειώνεται ότι αν έχει λάβει χώρα κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, πρέπει, για το χαρακτηρισμό ληξιπρόθεσμης οφειλής του ως ανεπίδεκτης είσπραξης, να έχει κηρυχθεί (με σχετική απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου) η παύση των εργασιών της πτώχευσης. Αντίθετα, στις περιπτώσεις που ο οφειλέτης τελεί υπό καθεστώς εκκαθάρισης και δεν έχει ολοκληρωθεί τυπικά η διαδικασία εκκαθάρισης λόγω π.χ. μη διορισμού εκκαθαριστή ή μη αντικατάστασης παραιτηθέντος εκκαθαριστή κλπ, δεν εμποδίζεται η πρόοδος της διαδικασίας χαρακτηρισμού μιας ληξιπρόθεσμης οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Η ίδια πρακτική εφαρμόζεται και από την ΑΑΔΕ (σχετ. η υπ’ αριθμ. ΠΟΛ. 1151/11-10-16), τόσο για τις περιπτώσεις εκκαθάρισης νομικού προσώπου (δηλαδή εκκαθάρισης μετά τη λύση του νομικού προσώπου) όσο και για τις περιπτώσεις εκκαθάρισης επιχείρησης (όπως της ειδικής εκκαθάρισης επιχειρήσεων κατά τα άρθρα 46 και 46α του Ν. 1892/1990 ) ή περιουσίας (όπως της δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας).
2.4. ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Στην έκθεση πρέπει να πιστοποιείται ότι:
α) έχουν υποβληθεί μηνυτήριες αναφορές σε βάρος των υπεύθυνων φυσικών προσώπων κατά τις ισχύουσες διατάξεις για τα αδικήματα του α.ν. 86/1967 (ΦΕΚ Α΄ 136). Αν δεν υποβλήθηκαν , πρέπει να μνημονεύεται και ο λόγος της μη υποβολής. π.χ γιατί το ποσό των μη καταβληθεισών εισφορών ήταν μικρότερο από το όριο του αξιόποινου, ή γιατί όταν εκδόθηκε η πράξη είχε παραγραφεί το αξιόποινο κλπ. Στην έκθεση περιλαμβάνονται οποιεσδήποτε επιπλέον πληροφορίες αναφορικά με την ποινική δίωξη των υπευθύνων, όπως οι ποινές που τους επιβλήθηκαν, η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας στις περιπτώσεις οφειλής άνω των 150.000 € (κατ’ άρθρο 1 παρ. 6 του α.ν. 86/1967, όπως προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 4038/2012 (ΦΕΚ Α΄ 14) και ισχύει μετά την αντικατάσταση του δεύτερου εδαφίου με την παρ. 8 του άρθρου τρίτου του Τα αποτελέσματα των ελέγχων υπ΄αρ. 2.2, 2.3ν. 4087/2012 ΦΕΚ Α΄ 196) και 2.4 αποτυπώνονται στην ενότητα της έκθεσης με τίτλο (ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ)
Τέλος, στην έκθεση πρέπει να πιστοποιείται ότι:
– Όλες οι ανωτέρω έρευνες, οι ενέργειες και τα μέτρα έχουν ολοκληρωθεί ή ληφθεί και κατά των συνυπόχρεων προσώπων, εφόσον υπάρχουν, χωρίς να προκύψει δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους.
– όλες οι ανωτέρω έρευνες, ενέργειες και μέτρα σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη ή συνυπεύθυνου προσώπου έχουν ολοκληρωθεί ή ληφθεί και κατά των κληρονόμων τους σύμφωνα με την κληρονομική μερίδα καθενός, όπως καθορίζονται με διαθήκη ή επί εξ αδιαθέτου διαδοχής όπως προκύπτουν από πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών χωρίς να προκύψει δυνατότητα αποπληρωμής τους χρέους.
3. ΑΡΜΟΔΙΑ ΟΡΓΑΝΑ
Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 108 του Ν.4387/2016, οι πράξεις του χαρακτηρισμού των επιδεκτικών ή ανεπίδεκτων είσπραξης και της καταχώρισης των απαιτήσεων σε ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης γίνονται:
α. Με απόφαση του Διοικητή του ΕΦΚΑ κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας υπηρεσίας του ΚΕΑΟ και με τη σύμφωνη γνώμη της Διεύθυνσης Εισφορών (Μισθωτών ή αντίστοιχα μη Μισθωτών), εφόσον πρόκειται για συνολική κύρια οφειλή μέχρι 1.500.000 ευρώ.
β. Με απόφαση του Διοικητή του ΕΦΚΑ κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας υπηρεσίας του ΚΕΑΟ και μετά από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον πρόκειται για συνολική κύρια οφειλή άνω του 1.500.000 ευρώ.
Η αρμοδιότητα για την εισήγηση παραμένει στην Κεντρική Υπηρεσία (Δ/νση Ανάλυσης και Αξιολόγησης Κινδύνου) μετά από αξιολόγηση των εκθέσεων των περιφερειακών υπηρεσιών του ΚΕΑΟ κατά τη διαδικασία που περιγράφεται στο Γ36/03/68/10-10-2014 γενικό έγγραφο.
4. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΥ ΟΦΕΙΛΗΣ ΩΣ ΑΝΕΠΙΔΕΚΤΗΣ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ
Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 108 του Ν.4387/2016, από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση:
α. αναστέλλεται αυτοδικαίως η παραγραφή της,
β. δεν χορηγείται στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία, εκτός εάν πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Ταμείου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό,
γ. δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί των παραπάνω προσώπων κατά τις διατάξεις των άρθρων 30, 30Α και 30Β του ΚΕΔΕ (Ν.δ. 356/1974,-Α` 90).
Το ΚΕΑΟ και οι αρμόδιες υπηρεσίες κάθε φορέα διατηρούν ακέραιο το δικαίωμά τους για την είσπραξη ή συμψηφισμό της οφειλής και μετά την καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων Οφειλή που έχει καταχωρισθεί, ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της, διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της, είτε από τον οφειλέτη, είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.
Δ. ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Με το άρθρο 109 του ν. 4387/2016 προβλέπεται η διαγραφή ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, σε συσχετισμό με το χαρακτηρισμό ή μη αυτών ως ανεπίδεκτων είσπραξης.
Διακρίνονται οι εξής περιπτώσεις:
1. Διαγραφή οφειλών που έχουν χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτες είσπραξης:
i. Μετά την παρέλευση 10ετίας Κάθε οφειλή που έχει χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτη είσπραξης διαγράφεται μετά την παρέλευση 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση της οφειλής στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης.
ii. Πριν την παρέλευση 10ετίας Μπορούν να κριθούν διαγραπτέες και να διαγραφούν πριν από την παρέλευση της δεκαετίας εάν:
α. έχουν ολοκληρωθεί οι προβλεπόμενες ενέργειες για το χαρακτηρισμό τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης,
β. έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες στην αλλοδαπή κατόπιν αξιοποίησης πληροφοριών και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή απαιτήσεων αυτού έναντι τρίτων,
γ. έχει ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία σε βάρος των οφειλετών εφόσον προβλέπεται, με την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
2. Διαγραφή οφειλών που δεν έχουν χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτες είσπραξης: Διαγραφή οφειλών προς τον ΕΦΚΑ, που δεν έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτες είσπραξης, είναι δυνατή σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 109 του Ν. 4387/2016, εφόσον εμπίπτουν αποκλειστικά και μόνο στις ακόλουθες κατηγορίες:
α. οφειλές αποβιωσάντων που δεν καταλείπουν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και των οποίων οι κληρονόμοι αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά,
β. όταν το ποσό της κύριας οφειλής από εισφορές κατά οφειλέτη δεν υπερβαίνει τα 50 ευρώ και δεν έχει επιτευχθεί η είσπραξή του μέσα σε δέκα έτη από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε.
γ. όταν το ποσό της συνολικής οφειλής από οποιαδήποτε αιτία δεν υπερβαίνει τα εκατό ευρώ και δεν έχει επιτευχθεί η είσπραξή της μέσα σε δέκα έτη από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε.
Επιπλέον, με την παράγραφο 4 του άρθρου 109 του Ν. 4387/2016 προβλέπεται η δυνατότητα εκκαθάρισης του χαρτοφυλακίου του φορέα με τη διαγραφή κύριων οφειλών που έχουν γεννηθεί πριν από το 1993 ύψους μέχρι 200 ευρώ ανά οφειλέτη υπό τον όρο ότι δεν υφίστανται άλλες κύριες οφειλές του ίδιου νομικού ή φυσικού προσώπου.