Στα 2,5 δισ. ευρώ έχει μειωθεί το ποσό των μεγάλων κοινοπρακτικών δανείων για τα οποία οι τράπεζες καλούνται να δώσουν λύσεις μέσω του διατραπεζικού forum που έχει συσταθεί στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών για τα NPLs.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Capital.gr, οι τράπεζες έχουν δώσει ήδη λύσεις σε δάνεια, ύψους 6,5 δισ. ευρώ, μειώνοντας το αρχικό “στοκ” των υπό διαχείριση δανείων στα 2,5 δισ. ευρώ. Τα μεγάλα κοινοπρακτικά δάνεια που είχε να διαχειριστεί το NPL forum αφορούσαν 105 υποθέσεις μεγάλων επιχειρήσεων στις οποίες οι τράπεζες έδωσαν λύσεις, από την αναδιάρθρωση του δανεισμού τους έως την ειδική διαχείριση ή και την πτώχευση.
Σημειώνεται ότι η προώθηση κοινών λύσεων από τις τράπεζες σε μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια και δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, παρακολουθείται στενά από τον SSM, ο οποίος πιέζει για ακόμη μεγαλύτερο συντονισμό των τραπεζών.
Στο “ξεκαθάρισμα” των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων, βασίζεται κατά 61% η επίτευξη του στόχου για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μέχρι τα τέλη του 2019. Πρόκειται για ποσό 22,7 δισ. ευρώ κατά το οποίο οι τράπεζες πρέπει να μειώσουν τα “κόκκινα” επιχειρηματικά τους δάνεια, προκειμένου αυτά να υποχωρήσουν στα 37,4 δισ. ευρώ (μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά ανοίγματα) και 21,4 δισ. ευρώ (μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών) τον Δεκέμβριο του 2019.
Προκειμένου να επιτευχθεί η μείωση των “κόκκινων” επιχειρηματικών δανείων, οι τράπεζες θέτουν ως πρώτη προϋπόθεση την ανάκαμψη της Οικονομίας. Όπως λένε, για να λυθεί το πρόβλημα, χρειάζονται σταθερά υψηλοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ την επόμενη πενταετία. Η σθεναρή ανάκαμψη της Οικονομίας θα ενισχύσει και τις τιμές των ακινήτων (που είναι άμεσα συνδεδεμένα με τα επιχειρηματικά δάνεια), δημιουργώντας αγοραστικό ενδιαφέρον, ξεπερνώντας το ενδιαφέρον για πωλήσεις που υπερισχύει σήμερα.
Πέραν της Οικονομίας, πάντως, οι τραπεζίτες επισημαίνουν δύο συνθήκες που αποτελούν μεγάλη τροχοπέδη στη λύση του γόρδιου δεσμού των “κόκκινων” επιχειρηματικών δανείων:
α) Την αδυναμία των τραπεζών να αποβάλουν άμεσα τους μετόχους και τις διοικήσεις χρεωκοπημένων επιχειρήσεων, και
β) την απειλή ή την πράξη μηνύσεων και εισαγγελικών παραγγελιών που δέχονται οι τραπεζίτες για επιχειρούμενες διασώσεις εταιριών.
Οι τράπεζες δεν έχουν άλλη οδό πέραν της δικαστικής προσφυγής, προκειμένου να βγάλουν το κακό μάνατζμεντ και τους μη συνεργάσιμους ή αδύναμους μετόχους να συμβάλουν οικονομικά σε μια προβληματική επιχείρηση. Στα δικαστήρια, οι μέτοχοι – διοικούντες την επιχείρηση καταφεύγουν σε κάθε δικονομική ευχέρεια που τους παρέχει ο νόμος, τραβώντας εις μάκρος την τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Έτσι, η εξυγίανση μιας επιχείρησης μπορεί να τραβήξει και τρία χρόνια, όπως φάνηκε από πρόσφατες περιπτώσεις επιχειρήσεων που οδηγήθηκαν τελικώς σε ειδική διαχείριση ή πλειστηριασμό.
Προκειμένου να ξεπεραστεί ο σκόπελος αυτός, οι τράπεζες έχουν θέσει, σύμφωνα με πληροφορίες, θέμα “αυτοματισμού” των δικαστικών διαδικασιών ώστε να αποφεύγεται η χρήση δικονομικών μέσων για την παρακώλυση τελικών λύσεων εξυγίανσης. Οι “αυτοματισμοί” στη δικαστική διαδικασία θα μπορούσαν να επιβάλλονται στην περίπτωση π.χ. που υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν πως ο μέτοχος της επιχείρησης έχει περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό ή ότι έχει καταχραστεί χρήματα της εταιρίας ή όταν έχει να καταβάλλει δόσεις δανείου για μια τριετία κ.ο.κ.
Η άλλη “πληγή” που παραμένει και δένει τα χέρια των τραπεζών στις ρυθμίσεις και τα “κουρέματα” προβληματικών επιχειρηματικών δανείων είναι ο ανταγωνισμός. Παρά την διάταξη που έχει ψηφιστεί για τη νομική κάλυψη των τραπεζικών στελεχών, στις τράπεζες δεν έχουν παύσει να καταφθάνουν εισαγγελικές παραγγελίες και μηνύσεις, κυρίως από τον επιχειρηματικό ανταγωνισμό. Μάλιστα, ένα πολύ μεγάλο μέρος του παραγωγικού χρόνου τους, οι τραπεζίτες το αναλώνουν ασχολούμενοι με τον χειρισμό των μηνύσεων και των εισαγγελικών παραγγελιών, ή αναζητώντας στοιχεία για ερωτήματα και στοιχεία που ζητούν οι φορολογικές αρχές αναδρομικά.