Με απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Καλαμάτας η μητέρα βρέφους 11 μηνών θεωρήθηκε συνυπεύθυνη για το θάνατό του με τον ιατρό σε ποσοστό 80%, γιατί δεν τον ενημέρωσε σωστά.
Η μητέρα, η γιαγιά και ο θείος του βρέφους είχαν ασκήσει αγωγή αποζημίωσης κατά του Νοσοκομείου Καλαμάτας, γιατί θεώρησαν ότι ο χειρουργός δεν εκτίμησε σωστά την κατάσταση του παιδιού και τη σοβαρότητα του τραύματός του μετά από πτώση κι έτσι το βρέφος πέθανε. Πρόκειται για ένα περιστατικό που είχε συμβεί το 2007 και απασχόλησε την ποινική δικαιοσύνη το 2015.
Πιο αναλυτικά, το διοικητικό δικαστήριο με την απόφασή του αυτή δίνει βαρύτητα στη σωστή ενημέρωση του ιατρού, ώστε να αντιμετωπίσει σωστά το περιστατικό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δέχθηκε συνυπαιτιότητα της μητέρας σε ποσοστό 80% και του ιατρού σε ποσοστό 20% και έκρινε ότι η μητέρα και η γιαγιά -όταν τραυματίστηκε το βρέφος στο σπίτι τους ξεφεύγοντας από την προσοχή τους και αυτές το μετέφεραν στο Νοσοκομείο Καλαμάτας- δεν παρείχαν αξιόπιστες πληροφορίες στους θεράποντες ιατρούς αναφορικά µε την αιτία τραυματισμού του παιδιού.
ΔΕΝ ΔΟΘΗΚΕ ΣΑΦΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΙΑ ΕΓΚΑΙΡΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται λοιπόν ότι δεν εξηγήθηκε επαρκώς ο μηχανισμός κάκωσης (πτώση από κρεβάτι), ο οποίος λόγω χαμηλού ύψους δεν δικαιολογούσε τα απεικονιστικά ευρήματα της αξονικής τομογραφίας, που έγινε στο βρέφος από ιδιωτικό κέντρο (εκτεταμένο επισκληρίδιο αιμάτωμα αριστερά, οφειλόμενο σε πολλαπλά κατάγματα κρανίου). Η παροχή σαφούς ιστορικού από τους οικείους, ως προς το μηχανισμό κάκωσης, όπως αναφέρει η δικαστική απόφαση, ήταν ζήτηµα πλέον κρίσιµο για την έγκαιρη διάγνωση και την ορθή αντιμετώπιση του περιστατικού. Επιπρόσθετα, παρά τις συστάσεις των ιατρών για άµεση επιστροφή στο νοσοκομείο σε περίπτωση κλινικής επιδείνωσης, οι συγγενείς δεν επανήλθαν σε αυτό αμέσως μετά την υποτροπή του βρέφους. Αντίθετα η μητέρα επέλεξε να επισκεφθεί ιδιώτη οικογενειακό τους ιατρό και να προχωρήσει σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου σε ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο, ενέργειες που επιβράδυναν τη διάγνωση και την αντιμετώπιση του περιστατικού, αφού η εισαγωγή του παιδιού στο Νοσοκομείο Καλαµάτας και η διακομιδή του στην εξειδικευμένη Νευροχειρουργική Κλινική του Παναρκαδικού Νοσοκομείου Τρίπολης έγιναν αφού είχε πλέον χαθεί πολύτιμος χρόνος.
ΖΗΤΗΣΕ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ ΓΙΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ
Ο χειρουργός εν τω μεταξύ ζήτησε προληπτικά να παραμείνει το βρέφος στο νοσοκομείο για παρακολούθηση και για να τύχει άμεσης αντιμετώπισης εάν παρουσίαζε με την πάροδο της ώρας κάποιο ανησυχητικό σύμπτωμα. Η μητέρα εξεδήλωσε την επιθυμία να φύγει μετά από μία ώρα περίπου και ο ιατρός τής συνέστησε να το παρακολουθεί και της έδωσε τις ενδεδειγμένες για αυτές τις περιπτώσεις οδηγίες. Περίπου 5 ώρες αργότερα όταν το παιδί υποτροπίασε και διαπιστώθηκε από το ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο της Καλαμάτας ότι το παιδί έφερε επισκληρίδιο αιμάτωμα, έγινε επείγουσα διακομιδή στο Νευροχειρουργικό Κέντρο του Νοσοκομείου της Τρίπολης, χειρουργήθηκε εκεί και καθαρίστηκε το αιμάτωμα που έφερε εσωτερικά. Στη συνέχεια διακομίστηκε στην Αθήνα στο Νοσοκομείο Παίδων λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής του, όπου την επόμενη ημέρα χειρουργήθηκε εκ νέου χωρίς αποτέλεσμα, με συνέπεια να καταλήξει την επομένη.
Ο ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Σχολιάζοντας την απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου ο νομικός σύμβουλος του Νοσοκομείου Καλαμάτας Χρήστος Αρχοντής, επεσήμανε “την ιδιαίτερη σημασία που προσλαμβάνει για την αντιμετώπιση ενός περιστατικού, ιδίως όταν πρόκειται για βρέφη που δεν μπορούν να δώσουν ιστορικό, από την σωστή και πλήρη ενημέρωση των συγγενών προς τους ιατρούς. Στον ιατρό σχηματίσθηκε η εντύπωση ότι οι ενέργειές του στο νοσοκομείο ήταν απόλυτα συμβατές με την ιατρική επιστήμη και τα πρωτόκολλα αντιμετώπισης τέτοιων περιστατικών, δεδομένου ότι παρόμοια περιστατικά αντιμετωπίζονται ανάλογα με τον τρόπο – μηχανισμό της κάκωσης -δηλαδή πτώση από μικρό ή μεγάλο ύψος κ.λπ., εάν έχει νευρολογικά συμπτώματα, κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα και ο χρόνος που έχει περάσει από το ατύχημα”.
Και πρόσθεσε πως “είναι πολύ εύκολο και συνάμα σύνηθες όταν προσκομίζεται ένα τέτοιο περιστατικό σαν το συγκεκριμένο στο νοσοκομείο, εάν ο τρόπος κάκωσης δεν προβληματίζει ιδιαίτερα τον θεράποντα ιατρό σύμφωνα μ’ αυτά που αναφέρουν οι συνοδοί, όταν δεν αναφέρονται ή δεν παρατηρούνται κάποια συμπτώματα κλινικά ή δεν διαπιστώνεται κάτι εργαστηριακά, όπως με ακτινολογικό έλεγχο, να δίνονται οδηγίες στους γονείς ή τους συνοδούς για επαγρύπνηση στο σπίτι, αν προκληθεί κάτι ανησυχητικό στο παιδί τους και άμεση επαναφορά στο νοσοκομείο”.
ΟΡΙΑΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ
Συνεχίζοντας το σχολιασμό του ο Χρ. Αρχοντής ανέφερε ότι “ίσως αυτή να ήταν μία από τις πολλές οριακές περιπτώσεις που καλούνται οι γιατροί να αντιμετωπίσουν, με κίνδυνο να υπάρξει μία απρόβλεπτη ξαφνική δυσμενής εξέλιξη, που θα του προσδώσει τον χαρακτηρισμό της αμελούς συμπεριφοράς, χωρίς στην ουσία να υπάρχει αμέλεια αφού ακολουθείται η συνήθης αντιμετώπιση. Ο γιατρός δεν έχει υπερφυσικές δυνατότητες και όταν πολλάκις εξαντλεί χωρίς κλινικά ευρήματα τις λοιπές εξετάσεις κινδυνεύει να αντιμετωπίσει τη δυσαρέσκεια των συγγενών και ασθενών που θεωρούν ότι ταλαιπωρούνται”. Πρόσθεσε λοιπόν ότι η συγκεκριμένη “είναι σίγουρα από τις εξαιρετικά δύσκολες περιπτώσεις που δεν γνωρίζεις την κατάληξη, αλλά αυτό που πρέπει να εντοπίσουμε στην πιο πάνω δικαστική απόφαση, είναι η σημασία που πρέπει να δείχνουν οι συγγενείς στην ορθή ενημέρωση των ιατρών, στην αναφορά του ιστορικού νοσηλείας κατά το παρελθόν εάν υπάρχει, στην προσκόμιση βιβλιαρίων και λοιπών ιατρικών εγγράφων κ.λπ., στοιχεία αναγκαία για μια καταρχήν ορθή διάγνωση και ακολούθως αντιμετώπιση του περιστατικού”.