Άρνηση χορήγησης ή ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα κατά το δίκαιο της ΕΕ και Σύμβαση της Γενεύης
Στις δημοσιευθείσες την Πέμπτη, 21-06-2018, προτάσεις του σε τρεις συνεκδικασθείσες υποθέσεις, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Melchior Wathelet, προτείνει στο Δικαστήριο να κρίνει ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία («οδηγία για την αναγνώριση»), οι οποίες επιτρέπουν σε ένα κράτος μέλος να αρνείται ή να ανακαλεί τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα, είναι συμβατές με το δίκαιο της ΕΕ.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει στις προτάσεις του ο γεν. εισαγγελέας Μ. Wathelet, δεδομένου ότι η απόφαση άρνησης ή ανάκλησης χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα σε ένα πρόσωπο δεν επηρεάζει το γεγονός ότι αυτό το πρόσωπο έχει την ιδιότητα του πρόσφυγα, κάθε κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίζει ότι οι εν λόγω πρόσφυγες απολαμβάνουν τα υπαγορευόμενα από τη Σύμβαση της Γενεύης δικαιώματά τους.
Κατά συνέπεια, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο γεν. εισαγγελέας Wathelet προτείνει τη διάκριση της έννοιας «της ιδιότητας του πρόσφυγα», στο πλαίσιο της Σύμβασης της Γενεύης, από την έννοια «του καθεστώτος του πρόσφυγα», όπως αυτή ορίζεται στην οδηγία για την αναγνώριση.
Ιστορικό των υποθέσεων
Υπόθεση C-77/17
Ο Χ., υπήκοος Ακτής Ελεφαντοστού, υπέβαλε αίτηση ασύλου στο Βέλγιο. Οι αρμόδιες βελγικές αρχές απέρριψαν την αίτησή του μη χορηγώντας του, έτσι, το καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς θεώρησαν ότι αυτός συνιστούσε κίνδυνο για την κοινωνία δεδομένου ότι πριν υποβάλλει την αίτησή του είχε καταδικαστεί για για την τέλεση διαφόρων αξιόποινων πράξεων ιδιαίτερα σοβαρής φύσεως. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση των βελγικών αρχών βασίστηκε στη βελγική νομοθεσία η οποία αποτελούσε μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας για την αναγνώριση. Η οδηγία αυτή δίνει τη δυνατότητα σε ένα κράτος μέλος να αρνείται τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή να ανακαλεί το καθεστώς του πρόσφυγα εφόσον αυτό έχει ήδη χορηγηθεί, σε περίπτωση όπου ένας πρόσφυγας συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία του εν λόγω κράτους μέλους. Ο Χ. προσέφυγε κατά της απορριπτικής απόφασης ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers (Συμβούλιο επιλύσεως ένδικων διαφορών αλλοδαπών, Βέλγιο).
Υπόθεση C-78/17
Στον Χ., υπήκοο Κονγκό, χορηγήθηκε το καθεστώς του πρόσφυγα στο Βέλγιο. Αργότερα, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε κάθειρξη για την τέλεση αξιόποινων πράξεων ιδιαίτερα σοβαρής φύσεως. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές, θεωρώντας ότι συνιστούσε κίνδυνο για την κοινωνία, ανακάλεσαν το καθεστώς πρόσφυγα του Χ. Ο Χ. προσέφυγε κατά αυτής της απόφασης ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers.
Υπόθεση C-391/16
Ο Μ. είναι άτομο με καταγωγή από την Τσετσενία, στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα στην Τσεχική Δημοκρατία. Προτού καν γίνει δεκτή η αίτησή του, ο Μ. κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε φυλάκιση για αξιόποινη πράξη. Μετά δε την χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα σε αυτόν, καταδικάστηκε εκ νέου σε κάθειρξη για την τέλεση αξιόποινης πράξης ιδιαίτερα σοβαρής φύσεως. Για τον λόγο, λοιπόν, ότι συνιστούσε κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους αυτού και των πολιτών του, ανακλήθηκε η απόφαση χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα σε αυτόν σύμφωνα με τον τσέχικο νόμο ο οποίος μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία για την αναγνώριση. Ο Μ. προσέφυγε κατά της ανακλητικής απόφασης ενώπιον των δικαστηρίων της Τσεχικής Δημοκρατίας. Δεδομένου ότι η προσφυγή του απορρίφθηκε, ο M. κατέθεσε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία).
Σε αυτές τις τρεις υποθέσεις, το Conseil du contentieux des étrangers και το Nejvyšší správní soud αποφάσισαν να αναστείλουν την ενώπιόν τους διαδικασία και να θέσουν στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα. Με τα προδικαστικά τους ερωτήματα, τα αιτούντα δικαστήρια ζητούν, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις της οδηγίας 2011/95/ΕΕ (οδηγία για την αναγνώριση) που επιτρέπουν σε ένα κράτος μέλος να ανακαλεί το καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα και να αρνείται να χορηγήσει το καθεστώς πρόσφυγα παραγνωρίζουν τη Σύμβαση της Γενεύης και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες με γνώμονα τις διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ και της ΣΛΕΕ, δυνάμει των οποίων η κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου πρέπει να σέβεται την εν λόγω Σύμβαση.
Προτάσεις του γεν. εισαγγελέα
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Melchior Wathelet διαπιστώνει, καταρχάς, ότι οι περιστάσεις για την ανάκληση και την άρνηση χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα από ένα κράτος μέλος, στο πλαίσιο της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, αντιστοιχούν σε εκείνες στις οποίες έχει εφαρμογή η προβλεπόμενη στη Σύμβαση της Γενεύης εξαίρεση από την αρχή της μη επαναπροωθήσεως. Ο γενικός εισαγγελέας διευκρινίζει, ωστόσο, ότι οι υποχρεώσεις των κρατών μελών βάσει του δικαίου της Ένωσης και του διεθνούς δικαίου αποδυναμώνουν πλέον σε μεγάλο βαθμό την εξαίρεση από την αρχή της μη επαναπροωθήσεως. Σε περίπτωση που δεν είναι εφικτή η επαναπροώθηση ενός πρόσφυγα, παρά το γεγονός ότι αυτός συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους υποδοχής ή της κοινωνίας του, το κράτος μέλος αυτό εντούτοις έχει τη δυνατότητα, δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, να στερήσει στο πρόσωπο αυτό το καθεστώς του πρόσφυγα.
Στη συνέχεια, ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει ότι η ανάκληση ή η άρνηση χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα σε ένα πρόσωπο δεν συνεπάγεται και την αποστέρηση για το πρόσωπο αυτό της ιδιότητας του πρόσφυγα. Σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα, από το κείμενο, τους σκοπούς και την όλη οικονομία της οδηγίας προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις, αφενός, για την απόκτηση της ιδιότητας του πρόσφυγα και, αφετέρου, για τη χορήγηση ή την ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα συνιστούν δύο διακριτές έννοιες. Η ιδιότητα του πρόσφυγα απορρέει από το γεγονός και μόνο ότι το πρόσωπο πληροί τις προϋποθέσεις για να θεωρείται πρόσφυγας, ανεξάρτητα από κάθε αναγνώριση από κράτος μέλος. Όσο το πρόσωπο πληροί τις προϋποθέσεις για να θεωρείται πρόσφυγας, εξακολουθεί να έχει την ιδιότητα αυτή. Αντίθετα, το καθεστώς του πρόσφυγα, κατά την έννοια των διατάξεων περί αρνήσεως ή ανακλήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, προσδιορίζει μόνο το ευεργέτημα των δικαιωμάτων που η οδηγία αυτή προβλέπει στην περίπτωση της χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα. Ο γενικός εισαγγελέας παρατηρεί ότι ορισμένα από αυτά τα δικαιώματα (όπως το δικαίωμα σε άδεια διαμονής, σε αναγνώριση των τίτλων, σε ιατρική περίθαλψη, καθώς και σε πρόσβαση σε υπηρεσίες κοινωνικής εντάξεως) δεν έχουν αντίστοιχα δικαιώματα στη Σύμβαση της Γενεύης, και άλλα (όπως τα δικαιώματα στην πρόσβαση στην απασχόληση, σε κατάλυμα και στην κοινωνική αρωγή) διασφαλίζονται στη Σύμβαση της Γενεύης μόνο για τους νομίμως διαμένοντες στο έδαφος του κράτους υποδοχής πρόσφυγες.
Συνεπώς, ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά ότι η ανάκληση ή η άρνηση χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα σε ορισμένα πρόσωπα συνεπάγεται για τα πρόσωπα αυτά να στερούνται, ή να μην απολαμβάνουν πλέον, των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην οδηγία 2011/95/ΕΕ, υπό την έννοια ότι τα πρόσωπα αυτά διατηρούν την ιδιότητα του πρόσφυγα και ότι τα κράτη μέλη παραμένουν υπόχρεα να διασφαλίζουν στους ενδιαφερόμενους πρόσφυγες τα δικαιώματα των οποίων απολαύει, βάσει της Συμβάσεως της Γενεύης, κάθε πρόσφυγας, ανεξαρτήτως της νομιμότητας της διαμονής του (όπως η απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων, η πρόσβαση στα δικαστήρια, η πρόσβαση στη δημόσια εκπαίδευση, καθώς και η προστασία κατά της απελάσεως). Επιπλέον, η άρνηση της χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα δεν απαλλάσσει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την υποχρέωσή του να εξετάζει την αίτηση ασύλου που υποβάλλεται στις αρχές του και να αναγνωρίζει, όταν αυτό κρίνεται εύλογο, την ιδιότητα του πρόσφυγα στον αιτούντα στο τέλος αυτής της εξέτασης.
Ο γενικός εισαγγελέας καταλήγει ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2011/95/ΕΕ που επιτρέπουν σε ένα κράτος μέλος να ανακαλεί το καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα και να αρνείται να χορηγήσει το καθεστώς πρόσφυγα δεν παραβιάζουν τη Σύμβαση της Γενεύης και δεν αντιβαίνουν, ακολούθως, στις διατάξεις της ΣΛΕΕ και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ.
Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων δημοσιεύεται στον ιστότοπο CURIA