Η έξαρση του Μακεδονικού την προηγούμενη εβδομάδα μετέφερε την προσοχή όλων από το μεγάλο γεγονός της ευρύτερης γεωπολιτικής περιφέρειας της Ελλάδας. Σε μία εβδομάδα, οι Τούρκοι θα κληθούν να αποφασίσουν αν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα γίνει πρόεδρος της Τουρκίας, ενδεδυμένος πλέον με τις υπερεξουσίες τις οποίες ο ίδιος ο τουρκικός λαός αποφάσισε να του παραχωρήσει στο δημοψήφισμα του 2017. Η προεκλογική περίοδος υπήρξε σχετικά ήρεμη από επιχειρησιακή άποψη, παρά το γεγονός ότι η απόφαση της ελληνικής Δικαιοσύνης για αποφυλάκιση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών έφερε στην επιφάνεια τον έντονο εκνευρισμό του κ. Ερντογάν και της κυβέρνησής του.
Για την Αθήνα βασικό σενάριο ανησυχίας, σε αυτή τη φάση, είναι πιθανή αποτυχία του κ. Ερντογάν να εκλεγεί από την πρώτη Κυριακή, σε ένα αποτέλεσμα το οποίο θα άφηνε ανοικτό κάθε ενδεχόμενο. Δεδομένου, μάλιστα, ότι σχεδόν άπαντες οι σημαντικοί αντίπαλοι του κ. Ερντογάν στις εκλογές της 17ης Ιουνίου θα συνασπίζονταν στον δεύτερο γύρο εναντίον του, είναι σαφές γιατί ο πρόεδρος της Τουρκίας δεν επιθυμεί να ρισκάρει κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί ακραία εθνικιστική ρητορική σε όλα τα μέτωπα, ενώ, παράλληλα, έχει εξαπολύσει τρομοκρατία κατά των νοτιοανατολικών κουρδικών περιοχών.
Σε περίπτωση που το Κουρδικό Κόμμα (HDP) του φυλακισμένου ηγέτη Σελαχατίν Ντεμιρτάς περάσει το όριο του 10%, τότε είναι εξαιρετικά πιθανό στη νέα Βουλή (στις 17 Ιουνίου γίνονται διπλές, προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές) το κόμμα του κ. Ερντογάν να έχει πολύ πιο περιορισμένη παρουσία. Και το συγκεκριμένο σενάριο είναι μάλλον αρνητικό για τη μελλοντική στάση του κ. Ερντογάν για την Ελλάδα, διότι θα αυξήσει την πολιτική πόλωση εντός της Τουρκίας. Υπενθυμίζεται ότι απέναντι από τον Ερντογάν δεν στέκονται ηγέτες μετριοπαθείς ως προς την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, αλλά δυναμικοί εθνικιστές.
Με βάση αυτά τα δεδομένα και τις εκδηλωμένες θέσεις των Τούρκων από τα πιο επίσημα χείλη, για την Αθήνα υπάρχουν δύο πολύ βασικές προτεραιότητες. Η μία, βεβαίως, αφορά την κράτηση των δύο Ελλήνων αξιωματικών επί 110 ημέρες στις φυλακές της Αδριανούπολης. Η Βουλή επικύρωσε μεν την (τυπική) μετάθεση του Αγγελου Μητρετώδη και του Δημήτρη Κούκλατζη στην πρεσβεία της Ελλάδας στην Αγκυρα, είναι σαφές δε ότι κάτι τέτοιο δύσκολα θα αλλάξει την απόφαση της Τουρκίας να εκβιάζει την Αθήνα κρατώντας τους φυλακισμένους. Ως εκ τούτου, η απόφαση της Βουλής είναι μεν στη σωστή κατεύθυνση, λειτουργεί δε προληπτικά, αλλά και ως κίνηση ευγενείας προς τις ταλαιπωρημένες οικογένειες των δύο αξιωματικών του Στρατού Ξηράς. Αντιθέτως, είναι αυξημένη η επιφυλακή παντού στον κρατικό μηχανισμό για την προστασία των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών που έχουν μεν αφεθεί ελεύθεροι, βρίσκονται δε υπό στενή εποπτεία, ώστε να αποφευχθεί η υλοποίηση της, εμμέσως πλην σαφώς, εκπεφρασμένης απειλής για απαγωγή τους (το περιβόητο πια «πακετάρισμα»).
Οι γεωτρήσεις
Για την Αθήνα, αλλά και τον διεθνή παράγοντα, το βασικό μέτωπο στο οποίο υπάρχει ανησυχία για την κινητικότητα της Τουρκίας είναι η Ανατολική Μεσόγειος. Πριν από λίγες ημέρες, ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου προανήγγειλε γεωτρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, επισημαίνοντας για πρώτη φορά τόσο έντονα ότι η Τουρκία έχει δικαίωμα να χρησιμοποιήσει το πλωτό γεωτρύπανό της σε ολόκληρη την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) της Κύπρου και όχι μόνο στο βόρειο μέρος της, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στον όγκο της Ανατολίας και τα κατεχόμενα εδάφη που διοικεί το ψευδοκράτος. Ο κ. Τσαβούσογλου άφησε, μάλιστα, σαφείς αιχμές και για όσους κάνουν γεωτρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο δίχως την… άδεια της Τουρκίας, φέρνοντας ως παράδειγμα τον ναυτικό αποκλεισμό που πραγματοποίησε η Αγκυρα, διά του οποίου ακύρωσε τις έρευνες του ιταλικού πετρελαϊκού κολοσσού ΕΝΙ στο οικόπεδο 3 της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, στα ανατολικά του νησιού.
Αν αυτή η ρητορική του κ. Τσαβούσογλου, αλλά και του υπουργού Ενέργειας (και γαμπρού του κ. Ερντογάν) Μπεράτ Αλμπαϊράκ, ανταποκρίνεται στις πραγματικές δυνατότητες της Αγκυρας να κάνει έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ, αποτελεί ακόμη ερώτημα. Το πλωτό γεωτρύπανο «Fatih» έχει μεν ελλιμενιστεί στην Αττάλεια, ωστόσο οι ειδικοί αμφιβάλλουν ιδιαιτέρως αν οι Τούρκοι έχουν τη δυνατότητα να το χρησιμοποιήσουν για έρευνες, καθώς τους λείπει εξειδικευμένο προσωπικό.
Οι εξοπλισμοί
Εκείνο που μένει, επίσης, ακόμα να απαντηθεί είναι το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Τουρκίας. Εκτός απροόπτου, η τουρκική αεροπορία θα παραλάβει κανονικά το πρώτο F-35 που θα ενταχθεί στις δυνάμεις της στις 21 Ιουνίου, παρά τις αντιδράσεις γερουσιαστών και το νομοσχέδιο της Βουλής των Αντιπροσώπων. Εκείνο που είναι σαφές πάντως είναι ότι έως τον Νοέμβριο του 2019, όταν, με βάση το υφιστάμενο χρονοδιάγραμμα, τα τουρκικά F-35 θα απογειωθούν από τις ΗΠΑ με προορισμό τη βάση τους στην Τουρκία, θα μεσολαβήσουν αρκετές διεργασίες. Η συμφωνία ΗΠΑ και Τουρκίας για το Μανμπίτζ συνιστά μεν ένα δείγμα συνεννόησης, μένει δε να αποδειχθεί αν θα υλοποιηθεί μέχρι τέλους. Παράλληλα και ενώ όλα αυτά εξελίσσονται, ο κ. Ερντογάν δεν διστάζει να επαναλάβει την δέσμευσή του για την αγορά ρωσικών πυραυλικών συστημάτων τύπου S-400, υποστηρίζοντας, μάλιστα, ότι έχει ήδη προτείνει στον Ρώσο ομόλογό του Βλαντιμίρ Πούτιν και τη συνεργασία για τη συμπαραγωγή του νεότερου τύπου των συγκεκριμένων πυραύλων, S-500. Ευλόγως, η προσήλωση των Τούρκων στην ταχεία συνέχιση των εξοπλιστικών προγραμμάτων τους προς όλες τις κατευθύνσεις ανησυχεί την Αθήνα, η οποία παρατηρεί την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο να ανατρέπεται ολοένα και πιο γρήγορα.