ΣτΕ 167,168,169/2017 (Β’τμήμα- 7μελής σύνθεση):
1) Νομολογία «ανωτάτου δικαστηρίου», κατ’ άρθρο 53 παρ 3 πδ 18/89, αποτελεί και απόφαση του ΕΔΔΑ, από την οποία προκύπτει, κατά τρόπο αρκούντως σαφή, ερμηνεία διάταξης της ΕΣΔΑ, συμπεριλαμβανομένων των Πρόσθετων Πρωτόκολλων αυτής, λαμβανομένου υπόψη αφενός, ότι, όσον αφορά την ερμηνεία της ΕΣΔΑ στην ημεδαπή έννομη τάξη, οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ έχουν σημασία και βαρύτητα ανάλογη με εκείνη της νομολογίας των εθνικών ανωτάτων δικαστηρίων και, αφετέρου, ότι η προβαλλόμενη αντίθεση μεταξύ της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και της νομολογίας του ΕΔΔΑ δημιουργεί, κατά τεκμήριο, σοβαρό νομικό ζήτημα, αναγόμενο στο σεβασμό των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ώστε να δικαιολογείται, ενόψει και του σκοπού της προαναφερόμενης διάταξης, η εξέτασή του από το ΣτΕ, προς διασφάλιση της ορθότητας και της ενότητας της νομολογίας, περί της ερμηνείας και της εφαρμογής της ΕΣΔΑ, στο πλαίσιο της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης.
2) Έμμεση ερμηνευτική κρίση του ΔΕφ για το άρθρο 4 παρ 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ [ότι, δηλαδή, ο εν λόγω κανόνας της ΕΣΔΑ έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει την εφαρμογή διατάξεων εθνικής νομοθεσίας, όπως εκείνων των άρθρων 97 (παρ 8) του Τελωνειακού Κώδικα και 5 (παρ 2) του ΚΔΔ, από τις οποίες προκύπτει ότι η διοικητική διαδικασία και δίκη περί της επιβολής σε ορισμένο πρόσωπο χρηματικής κύρωσης για διοικητική παράβαση λαθρεμπορίας/φοροδιαφυγής είναι αυτοτελής σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία έναντι του ίδιου προσώπου, για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση, με συνέπεια να εξακολουθεί και να μην επηρεάζεται από την αμετάκλητη περάτωση, με αθωωτική απόφαση, της οικείας ποινικής διαδικασίας], η οποία έρχεται, κατ’ αρχήν, σε αντίθεση με την ερμηνεία της ίδιας διάταξης της ΕΣΔΑ στην απόφαση Ruotsalainen του ΕΔΔΑ.
Παραδεκτός ο λόγος αναίρεσης περί παραβίασης της διάταξης του άρθρου 4 παρ 1 του 7ου Πρωτοκόλλου. Περαιτέρω, όμως, ο λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος, διότι, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η αμετάκλητη απόφαση που ολοκληρώνει τη μία “ποινική” διαδικασία πρέπει να στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, δηλαδή την τέλεση ή μη της παράβασης (πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 29.6.16, C-486/14) και, συνεπώς, αμετάκλητο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου περί οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής του αδικήματος για το οποίο αυτή είχε ασκηθεί, δεν αποτελεί αμετάκλητη απόφαση με την οποία «αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε» ο διωχθείς (πρβλ. ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 27.5.14, Marguš).
3) Το διοικητικό δικαστήριο, κρίνοντας υπόθεση διοικητικής παράβασης λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από τυχόν αμετάκλητο βούλευμα που παύει τη σχετική ποινική δίωξη εναντίον του προσφεύγοντος, λόγω παραγραφής του ποινικού αδικήματος της λαθρεμπορίας ούτε, άλλωστε, ενόψει της αιτιολογικής βάσης τέτοιου βουλεύματος ανακύπτει ζήτημα συνεκτίμησής του από το διοικητικό δικαστήριο, στο πλαίσιο της κρίσης του για τη διάπραξη ή μη της επίμαχης διοικητικής παράβασης. Το άρθρο 15 παρ 2 ν 4446/16 δεν τυγχάνει εφαρμογής επί υποθέσεων που έχουν συζητηθεί/εκδικασθεί πριν από τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του, και δεν καλύπτει το απαράδεκτο που προκύπτει από την παράλειψη προβολής λόγων αναιρέσεως με το εισαγωγικό δικόγραφο. (adjustice.gr)