«Η αναθέρμανση των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ενωσης θα τεθεί επί τάπητος αμέσως μετά τις εκλογές της 24ης Ιουνίου», έγραφε τις προάλλες η φιλοκυβερνητική τουρκική εφημερίδα Sabah. Αιτιολογώντας την εκτίμησή του, ο αρθρογράφος υποστήριζε ότι «οι μονομερείς πολιτικές της Ουάσιγκτον οδηγούν στην επαναπροσέγγιση Αγκυρας και Βρυξελλών. Ο υπό εξέλιξη εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης αποδεικνύει για μία ακόμη φορά ότι Ε.Ε. και Τουρκία χρειάζονται ο ένας τον άλλο».
Ονειρα θερινής νυκτός ή ρεαλιστικές προσδοκίες; Μάλλον είναι νωρίς για να μιλήσει κανείς με σιγουριά. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι ο Τύπος που υποστηρίζει αναφανδόν τον Ερντογάν και μέχρι πρότινος κατακεραύνωνε συλλήβδην τους Δυτικούς «Σταυροφόρους», ποντάροντας στο χαρτί του εθνικισμού, κάνει στροφή 180 μοιρών και εύχεται μια επαναπροσέγγιση με την Ευρώπη, ασφαλώς σημαίνει πολλά.
Αλλωστε, κι ο ίδιος ο Ερντογάν τις τελευταίες ημέρες έχει ρίξει αισθητά τους αντιδυτικούς τόνους. Την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος, μετατόπισε το κέντρο βάρους της προεκλογικής του εκστρατείας στα θέματα της οικονομίας που, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις, θα κρίνουν τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές. Στις σχεδόν καθημερινές προεκλογικές συγκεντρώσεις του μιλάει κατά κόρον για το «οικονομικό θαύμα» επί των ημερών του. Παράλληλα, προειδοποιεί τους ψηφοφόρους ότι θα ξαναγυρίσουν στις εποχές των ισχνών αγελάδων και της επιτροπείας του ΔΝΤ αν τυχόν και εμπιστευθούν τον κεμαλικό Μουχαρέμ Ιντζέ ή την εθνικίστρια Μεράλ Ακσενέρ, δύο πολιτικούς «άσχετους με τα οικονομικά», όπως ο ίδιος υποστηρίζει.
Αποσταθεροποίηση
Αν και ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τη δυναμική μεγέθυνση της τουρκικής οικονομίας επί κυβερνήσεων του ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), η τρέχουσα κατάσταση δεν εμπνέει εμπιστοσύνη ούτε στους διεθνείς επενδυτές ούτε στους Τούρκους πολίτες. Ο πληθωρισμός έχει σκαρφαλώσει στο 12,2%, ενώ η ελεύθερη πτώση της λίρας ανακόπηκε μόνο μετά τη σημαντική άνοδο των επιτοκίων. Το διευρυνόμενο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το υπέρογκο χρέος των επιχειρήσεων αποτελούν δύο αποσταθεροποιητικούς παράγοντες που ζητούν αντιμετώπιση. Σε αυτό το φόντο, ο Ερντογάν έχει κάθε λόγο να επιδοθεί σε χειρονομίες κατευνασμού των διεθνών αγορών προκειμένου να αποτρέψει τη φυγή κεφαλαίων. Τον στόχο αυτό εξυπηρετούν και οι γέφυρες προς τη Δύση, χωρίς να μπορεί κανείς να προβλέψει αν πρόκειται για προεκλογικό τέχνασμα ή για μονιμότερο αναπροσανατολισμό.
Επί του παρόντος, τα αποτελέσματα φαίνονται πενιχρά, τουλάχιστον όσον αφορά τις σχέσεις Τουρκίας – Ευρώπης. Είναι αλήθεια ότι στις 31 Μαΐου αντιπροσωπεία της Ε.Ε. βρέθηκε στην Αγκυρα για συνομιλίες γύρω από τη μεγάλη εκκρεμότητα που αφορά την κατάργηση της βίζας στις μετακινήσεις Τούρκων πολιτών στην Ευρώπη.
Ωστόσο, το αποφασιστικό βήμα δεν έγινε, καθώς οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να απαιτούν από την Τουρκία να εναρμονίσει με τα ευρωπαϊκά στάνταρντ την αντιτρομοκρατική της νομοθεσία, κάτι που ο Ερντογάν δεν συζητάει, τουλάχιστον επί του παρόντος. Αλλωστε, η άνοδος της ξενοφοβικής αντιμεταναστευτικής Δεξιάς σε σειρά ευρωπαϊκών κρατών μάλλον δεν ενθαρρύνει επί του παρόντος το άνοιγμα των θυρών για τους Τούρκους πολίτες.
Την ίδια περίοδο, εμφανίζεται κινητικότητα στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ. Η συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου και Μάικ Πομπέο στην Ουάσιγκτον, τη Δευτέρα 4 Ιουνίου, έφερε μια αμφίβολη προσέγγιση στο Κουρδικό. Οι δύο υπουργοί κατέληξαν σε ένα είδος οδικού χάρτη για την απομάκρυνση της κουρδικής πολιτοφυλακής YPG από την πόλη Μανμπίτζ, στη βόρεια Συρία, σε βάθος εξαμήνου και υπό την αίρεση των «εξελίξεων στο πεδίο της μάχης» με το Ισλαμικό Κράτος. Αν όντως συμβεί κάτι τέτοιο, θα αποτραπεί το ενδεχόμενο ρήξης μεταξύ των τουρκικών και των αμερικανικών δυνάμεων που βρίσκονται ήδη στη Συρία. Επιπλέον, θα δημιουργηθεί ένα προηγούμενο που θα μπορούσε να επεκταθεί για την εκδίωξη των Κούρδων μαχητών από τη Ράκα και το Κομπάνι, γενικότερα δε για τον περιορισμό τους στα ανατολικά του Ευφράτη, όπως διακαώς επιθυμεί η Τουρκία. Δεν αποκλείεται, όμως, η κυβέρνηση Ερντογάν να διογκώνει τεχνητά τα αποτελέσματα των συνομιλιών Πομπέο – Τσαβούσογλου. Εύλογα αμφιβάλλει κανείς αν οι Αμερικανοί είναι έτοιμοι να «πουλήσουν» τους Κούρδους, τη μόνη αξιόμαχη δύναμη στη Συρία (εννοείται πλην του καθεστώτος Ασαντ) που ελέγχει αυτή τη στιγμή το 25% της επικράτειας. Πολύ περισσότερο που άλλα ακανθώδη θέματα, όπως η έκδοση του Φετουλάχ Γκιουλέν, η αγορά F-35 από τις ΗΠΑ και S-400 από τη Ρωσία εξακολουθούν να δηλητηριάζουν τις διμερείς σχέσεις και τίποτα δεν δείχνει ότι θα λυθούν τελεσίδικα πριν από τις εκλογές