Δικαστήριο ΕΕ: Το κράτος μπορεί να εξαρτά την αίτηση για χορήγηση άδειας διαμονής από την προϋπόθεση «φυσικής προέκτασης» της επιστροφής του πολίτη της ΕΕ
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 27-06-2018 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία δεν προβλέπει την παροχή παραγώγου δικαιώματος διαμονής, βάσει του δικαίου της Ένωσης, σε υπήκοο τρίτου κράτους, μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που έχει την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους και επιστρέφει σε αυτό μετά από διαμονή, δυνάμει και τηρουμένων των προϋποθέσεων που θέτει η οδηγία 2004/38/ΕΚ, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, σε άλλο κράτος μέλος, όταν το εν λόγω μέλος της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης δεν εισήλθε στο κράτος μέλος καταγωγής του εν λόγω πολίτη της Ένωσης ή δεν υπέβαλε αίτηση για χορήγηση άδειας διαμονής «ως φυσική προέκταση» της επιστροφής στο κράτος μέλος αυτό του πολίτη της Ένωσης.
Εντούτοις, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, η εν λόγω εθνική ρύθμιση θα πρέπει παράλληλα να απαιτεί, στο πλαίσιο μιας σφαιρικής εκτιμήσεως, να λαμβάνονται υπόψη και άλλα κρίσιμα στοιχεία, ειδικότερα εκείνα από τα οποία μπορεί να αποδειχθεί ότι, παρά το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ της επιστροφής του πολίτη της Ένωσης στο εν λόγω κράτος μέλος και της εισόδου του μέλους της οικογένειάς του, υπηκόου τρίτου κράτους, στο ίδιο κράτος μέλος, οι οικογενειακοί δεσμοί που συνάφθηκαν ή συσφίχθηκαν στο κράτος μέλος υποδοχής δεν έπαυσαν να υπάρχουν, οπότε δικαιολογείται η παροχή στο εν λόγω μέλος της οικογένειας παραγώγου δικαιώματος διαμονής.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο Erdem Deha Altiner (υιός Altiner) γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2004 στην Τουρκία και είναι Τούρκος υπήκοος. Ο πατέρας του, Metin Altiner (πατέρας Altiner), ο οποίος εισήλθε στη Δανία στις 17 Ιουλίου 2008, έλαβε διαζύγιο από τον γάμο του με τη μητέρα του υιού Altiner και νυμφεύθηκε με δεύτερο γάμο, στις 26 Οκτωβρίου 2010, την Ι. Η. Ravn, Δανή υπήκοο, η οποία κατά τον χρόνο εκείνο διέμενε στη Δανία. Με την απόφαση περί διαζυγίου μεταξύ του πατέρα Altiner και της μητέρας του υιού Altiner, η επιμέλεια του παιδιού ανατέθηκε στη μητέρα του, τουρκικής υπηκοότητας, και ο υιός Altiner έζησε με τη μητέρα του στην Τουρκία.
Το διάστημα μεταξύ 1ης Δεκεμβρίου 2012 και 24ης Οκτωβρίου 2014, η Ι. Η. Ravn και ο πατέρας Altiner διέμειναν στη Σουηδία. Κατά τις περιόδους από την 1η Αυγούστου 2013 μέχρι τις 9 Σεπτεμβρίου 2013 και από τις 8 Ιουλίου 2014 μέχρι τις 2 Σεπτεμβρίου 2014, ο υιός Altiner μετέβη στη Σουηδία βάσει έγκυρης θεωρήσεως Σένγκεν και διέμεινε μαζί τους.
Στις 24 Οκτωβρίου 2014, η Ι. Η. Ravn και ο πατέρας Altiner επέστρεψαν στη Δανία και έκτοτε διαμένουν εκεί. Στις 25 Ιουνίου 2015, ο υιός Altiner εισήλθε στη Δανία βάσει έγκυρης θεωρήσεως Σένγκεν μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2015.
Ο υιός Altiner, αφού έλαβε στις 15 Ιουλίου 2015 γραπτή συγκατάθεση της μητέρας του, υπέβαλε, δύο μέρες αργότερα, στην αρμόδια δανική υπηρεσία αίτηση για χορήγηση άδειας διαμονής της Ένωσης ως μέλος της οικογένειας της συζύγου του πατέρα του, Ι. Η. Ravn.
Με απόφαση της 9ης Μαρτίου 2016, η αρμόδια αρχή της Δανίας απέρριψε την αίτηση αυτή. Κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης υποβλήθηκε ένσταση στη δανική Υπηρεσία Μεταναστεύσεως, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της 3ης Ιουνίου 2016.
Με την ως άνω απόφαση, η Υπηρεσία Μεταναστεύσεως επισημαίνει ότι ο υιός Altiner δεν εισήλθε στη Δανία κατά την ίδια χρονική στιγμή με την Ι. Η. Ravn και ότι η αίτησή του για χορήγηση άδειας διαμονής δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της «φυσικής προέκτασης» της επιστροφής της Ι. Η. Ravn στη Δανία. Κατά την υπηρεσία αυτή, το παράγωγο δικαίωμα διαμονής στη Δανία υπηκόου τρίτου κράτους, μέλους της οικογένειας Δανού υπηκόου ο οποίος επιστρέφει στη Δανία μετά από διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, δεν υφίσταται, σύμφωνα με προϋπόθεση που προβλέπει η δανική ρύθμιση, όταν το εν λόγω μέλος της οικογένειας δεν εισήλθε στη Δανία ή δεν υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής στη Δανία ως «φυσική προέκταση» της επιστροφής του Δανού υπηκόου.
Ο υιός Altiner και η Ι. Η. Ravn άσκησαν προσφυγή κατά της αποφάσεως της 3ης Ιουνίου 2016 ενώπιον του Københavns byret (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Κοπεγχάγης, Δανία), το οποίο παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Østre Landsret (εφετείο της ανατολικής περιφέρειας, Δανία).
Το Østre Landsret αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 21 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία δεν προβλέπει την παροχή παραγώγου δικαιώματος διαμονής, βάσει του δικαίου της Ένωσης, σε υπήκοο τρίτου κράτους, μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που έχει την ιθαγένεια του κράτους μέλους αυτού και στο οποίο επιστρέφει μετά από διαμονή, δυνάμει και τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, σε άλλο κράτος μέλος, όταν το εν λόγω μέλος της οικογένειας του συγκεκριμένου πολίτη της Ένωσης δεν έχει εισέλθει στο έδαφός του ή δεν υπέβαλε αίτηση για χορήγηση άδειας διαμονής «ως φυσική προέκταση» της επιστροφής, στο κράτος μέλος αυτό, του εν λόγω πολίτη της Ένωσης.
Απόφαση του Δικαστηρίου
Με αυτή την απόφασή του, το Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι η πραγματική διαμονή ενός πολίτη της Ένωσης και ενός μέλους της οικογένειάς του που είναι υπήκοος τρίτου κράτους είναι το στοιχείο εκείνο το οποίο, κατά την επιστροφή του πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια, θεμελιώνει παράγωγο δικαίωμα διαμονής, βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, υπέρ του υπηκόου τρίτου κράτους με τον οποίο ο εν λόγω πολίτης διήγε οικογενειακή ζωή στο κράτος μέλος υποδοχής.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του, μολονότι η οδηγία 2004/38/ΕΚ, δεν προβλέπει την περίπτωση επιστροφής πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια, πρέπει να εφαρμόζεται κατ’ αναλογία ως προς τις προϋποθέσεις διαμονής του πολίτη της Ένωσης σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια, δεδομένου ότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο πολίτης της Ένωσης είναι αυτός που αποτελεί ακριβώς το πρόσωπο αναφοράς προκειμένου να μπορεί να αναγνωρισθεί παράγωγο δικαίωμα διαμονής σε υπήκοο τρίτου κράτους, ο οποίος είναι μέλος της οικογένειας αυτού του πολίτη της Ένωσης.
Επιπλέον, σύμφωνα με το Δικαστήριο, το παράγωγο δικαίωμα διαμονής αναγνωρίζεται, δυνάμει της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, ο οποίος έχει εγκατασταθεί σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια, όχι μόνο όταν «συνοδεύουν» τον εν λόγω πολίτη σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια, αλλά επίσης και όταν «πηγαίνουν να τον συναντήσουν» στο κράτος μέλος αυτό. Σε κάθε περίπτωση, το παράγωγο δικαίωμα αυτό απορρέει από την εκ μέρους πολίτη της Ένωσης άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι δεδομένου ότι η παροχή παράγωγου δικαιώματος διαμονής βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αποσκοπεί στο να καταστεί δυνατή η συνέχιση, στο κράτος μέλος του οποίου ο πολίτης της Ένωσης έχει την ιθαγένεια, των οικογενειακών δεσμών που συνάφθηκαν ή συσφίχθηκαν με μέλος της οικογένειάς του, υπήκοο τρίτου κράτους, στο κράτος μέλος υποδοχής, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του οποίου ο πολίτης της Ένωσης έχει την ιθαγένεια έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν, πριν από την παροχή του δικαιώματος διαμονής, ότι οι εν λόγω οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ του πολίτη της Ένωσης και του υπηκόου τρίτου κράτους, ο οποίος είναι μέλος της οικογένειάς του, δεν είχαν διακοπεί πριν από την είσοδο του υπηκόου τρίτου κράτους στο κράτος μέλος του οποίου ο συγκεκριμένος πολίτης της Ένωσης έχει την ιθαγένεια.
Εντούτοις, κατά το Δικαστήριο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι οικογενειακοί δεσμοί που συνάφθηκαν ή συσφίχθηκαν μεταξύ πολίτη της Ένωσης και μέλους της οικογένειάς του, υπηκόου τρίτου κράτους, κατά τη διαμονή τους, δυνάμει και τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, στο κράτος μέλος υποδοχής, να εξακολουθήσουν να υφίστανται παρά το γεγονός ότι ο εν λόγω πολίτης επιστρέφει στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια χωρίς να συνοδεύεται από το εν λόγω μέλος της οικογένειάς του, το οποίο είναι υποχρεωμένο, ιδίως για λόγους που έχουν σχέση με την προσωπική του κατάσταση, το επάγγελμα ή την εκπαίδευσή του, να καθυστερήσει την άφιξή του στο κράτος μέλος καταγωγής του πολίτη της Ένωσης.
Το Δικαστήριο, εκ των ανωτέρω, συμπεραίνει ότι το γεγονός ότι η αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής δεν υποβλήθηκε «ως φυσική προέκταση» της επιστροφής του πολίτη της Ένωσης συνιστά κρίσιμο στοιχείο το οποίο, χωρίς να είναι καθεαυτό αποφασιστικής σημασίας, μπορεί, στο πλαίσιο μιας σφαιρικής εκτιμήσεως, να οδηγήσει το κράτος καταγωγής του συγκεκριμένου πολίτη της Ένωσης να συναγάγει ότι δεν υπήρξε σύνδεσμος μεταξύ της αίτησης αυτής και της προηγούμενης άσκησης, εκ μέρους του εν λόγω πολίτη, της ελευθερίας κυκλοφορίας και, κατά συνέπεια, να αρνηθεί τη χορήγηση της άδειας διαμονής.
Το Δικαστήριο καταλήγει ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία δεν προβλέπει την παροχή παραγώγου δικαιώματος διαμονής, βάσει του δικαίου της Ένωσης, σε υπήκοο τρίτου κράτους, μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που έχει την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους και επιστρέφει σε αυτό μετά από διαμονή, δυνάμει και τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, σε άλλο κράτος μέλος, όταν το εν λόγω μέλος της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης δεν εισήλθε στο κράτος μέλος καταγωγής του εν λόγω πολίτη της Ένωσης ή δεν υπέβαλε αίτηση για χορήγηση άδειας διαμονής «ως φυσική προέκταση» της επιστροφής στο κράτος μέλος αυτό του πολίτη της Ένωσης, καθόσον η εν λόγω ρύθμιση απαιτεί, στο πλαίσιο μιας σφαιρικής εκτιμήσεως, να λαμβάνονται υπόψη και άλλα κρίσιμα στοιχεία, ειδικότερα εκείνα από τα οποία μπορεί να αποδειχθεί ότι, παρά το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ της επιστροφής του πολίτη της Ένωσης στο εν λόγω κράτος μέλος και της εισόδου του μέλους της οικογένειάς του, υπηκόου τρίτου κράτους, στο ίδιο κράτος μέλος, οι οικογενειακοί δεσμοί που συνάφθηκαν ή συσφίχθηκαν στο κράτος μέλος υποδοχής δεν έπαυσαν να υπάρχουν, οπότε δικαιολογείται η παροχή στο εν λόγω μέλος της οικογένειας παραγώγου δικαιώματος διαμονής, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA