Στην ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους παραπέμπεται ζήτημα από το οποίο εξαρτάται η παραγραφή χιλιάδων φορολογικών υποθέσεων. Πρόκειται για τις υποθέσεις όπου δεν είχε υποβληθεί αρχική εμπρόθεσμη φορολογική δήλωση και υπεβλήθη εκ των υστέρων και, συνήθως, αφού είχε ξεκινήσει ο φορολογικός έλεγχος. Αν κριθεί ότι η υποβολή εκπρόθεσμης φορολογικής δήλωσης θεωρείται ως μη υποβολή δήλωσης, τότε το χρονικό όριο της παραγραφής θα παραμείνει στα 15 έτη.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με όσα ορίζει η φορολογική νομοθεσία αλλά και τη νομολογία που παρήγαγε πρόσφατα με αποφάσεις του το Συμβούλιο της Επικρατείας, το δικαίωμα του δημοσίου να επιβάλλει πρόσθετους φόρους και πρόστιμα παραγράφεται μετά την πάροδο 5ετίας από το τέλος του έτους εντός του οποίου έπρεπε να υποβληθεί η σχετική φορολογική δήλωση και εφόσον υποβλήθηκε η φορολογική δήλωση. Με αυτό το δεδομένο θεωρούνται παραγεγραμμένες οι υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος έως και το 2011.
Στην περίπτωση που μετά την πάροδο της 5ετίας και μέχρι την 10ετία προκύψουν συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία παραπέμπουν σε φοροδιαφυγή, τότε το χρονικό όριο της παραγραφής επεκτείνεται στην 10ετία. Έτσι, στις περιπτώσεις εμφάνισης συμπληρωματικών στοιχείων είναι ανοικτές ακόμη για διενέργεια ελέγχου και επιβολή πρόσθετων φόρων και προστίμων οι υποθέσεις από το 2006 και μετά. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι βάσει της νομολογίας του ΣτΕ δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία τα δεδομένα των τραπεζικών καταθέσεων στα εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα. Αποτελούν όμως συμπληρωματικά στοιχεία αυτά που προκύπτουν από τον έλεγχο άλλων φορολογούμενων, όπως για παράδειγμα πλαστά και εικονικά φορολογικά στοιχεία. Στην περίπτωση που τα συμπληρωματικά στοιχεία έρθουν σε γνώση των φορολογικών αρχών κατά το τελευταίο έτος της αρχικής 5ετούς προθεσμίας παραγραφής τότε, το χρονικό όριο της παραγραφής γίνεται 6ετία για τον προφανή λόγο της παροχής στη φορολογική διοίκηση επαρκούς χρόνου για τη διενέργεια και ολοκλήρωση φορολογικού ελέγχου.
Εφόσον δεν έχει υποβληθεί φορολογική δήλωση τότε το χρονικό όριο της παραγραφής είναι 15ετές. Δηλαδή εφόσον δεν έχει υποβληθεί δήλωση τότε είναι ανοικτές ακόμη για την διενέργεια ελέγχου και την επιβολή πρόσθετων φόρων και προστίμων οι χρήσεις από το 2002 και μετά. Το ερώτημα στο οποίο κλήθηκε να απαντήσει το Β’ τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους είναι τι ισχύει στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος προχωρά στην υποβολή φορολογικής δήλωσης. Αν δηλαδή η υποβολή εκπρόθεσμης φορολογικής δήλωσης θεωρείται ως υποβολή αρχικής δήλωσης και ακυρώνει το 15ετές όριο παραγραφής μεταφέροντας την φορολογική υπόθεση στην 5ετία και κατ’ επέκταση στην παραγραφή της.
Για παράδειγμα, για υπόθεση φορολογίας εισοδήματος του 2002 δεν είχε υποβληθεί φορολογική δήλωση. Ο φορολογικός της έλεγχος ξεκίνησε το 2017 και ο φορολογούμενος προχώρησε στην υποβολή εκπρόθεσμης αρχικής φορολογικής δήλωσης. Με την κίνησή του αυτή “δήλωσε” ουσιαστικά στη φορολογική διοίκηση ότι δεν ισχύει η 15ετία αλλά η 5ετία και έτσι η υπόθεσή του έχει παραγραφεί.
Το ΝΣΚ έκρινε, ωστόσο, ότι υποθέσεις όπως η παραπάνω δεν έχουν παραγραφεί (εκκρεμεί βέβαια η αποδοχή της γνωμοδότησης από τον υπουργό Οικονομικών) καθώς η υποβολή εκπρόθεσμης φορολογικής δήλωσης θεωρείται ως μη υποβολή δήλωσης και έτσι ισχύει το 15ετες χρονικό όριο παραγραφής. Έκρινε, όμως, ότι υπάρχει μια εξαίρεση. Στην περίπτωση που η εκπρόθεσμη αρχική φορολογική δήλωση υπεβλήθη μέχρι και τέσσερα έτη από το τέλος του έτους εντός του οποίου έπρεπε να υποβληθεί η φορολογική δήλωση τότε ισχύει κανονικά η 5ετής παραγραφή. Αν, όμως, υποβλήθηκε η δήλωση εντός του τελευταίου έτους του 5ετούς ορίου παραγραφής τότε το χρονικό όριο της παραγραφής επεκτείνεται από την 5ετία στην 8ετία.
Για παράδειγμα η χρήση 2002:
-παραγράφεται στο τέλος του 2018 εφόσον δεν έχει υποβληθεί φορολογική δήλωση
-παραγράφηκε στο τέλος του 2008 εφόσον υπεβλήθη η αρχική δήλωση εκπρόθεσμα έως και το τέλος του 2007
-παραγράφηκε στο τέλος του 2011 εφόσον υπεβλήθη εκπρόθεσμη αρχική φορολογική δήλωση το 2008
-παραγράφεται στο τέλος του 2018 εφόσον η εκπρόθεσμη αρχική φορολογική δήλωση υπεβλήθη από το 2009 και μετά.
Πάντως, το Β’ Τμήμα του ΝΣΚ παρέπεμψε το ζήτημα στην ολομέλεια του ΝΣΚ, επειδή άλλο τμήμα έχει κρίνει διαφορετικά για το ίδιο ερώτημα.