Τα αποκαλυπτικά έγγραφα της ΕΛ.ΑΣ. για τη γεωργιανή μαφία: οι πληροφοριοδότες της διπλανής πόρτας, οι «ζώνες ασφαλείας», τα εστιατόρια-ορμητήρια στην Αθήνα και η ομολογία «ήττας»
Οικιακές βοηθοί λειτουργούν σαν παρατηρητές και «πληροφοριοδότες» της γεωργιανής μαφίας για ολόκληρες γειτονιές και την καθημερινότητα των κατοίκων δεκάδων διαμερισμάτων. Οι κακοποιοί εισβάλλουν σε πολυκατοικίες σαν διανομείς διαφημιστικών φυλλαδίων ή τεχνίτες ενώ διαθέτουν έναν ολόκληρο στόλο οχημάτων που δημιουργούν ζώνες ασφαλείας γύρω από τα σπίτια για να χαθούν τα ίχνη τους. Ορμητήρια των κακοποιών είναι εστιατόρια στο κέντρο της Αθήνας όπου καταστρώνονται τα σχέδια επιθέσεων. Ποινικοί έρχονται στη χώρα μας με τουριστική βίζα και αφού πραγματοποιούν δεκάδες εγκληματικές επιθέσεις αναχωρούν στο εξωτερικό πιο πλούσιοι κατά πολλά εκατομμύρια ευρώ.
Τα εντυπωσιακά αυτά στοιχεία για την πρωτοφανή μεθοδικότητα, την παρείσφρηση και τις διασυνδέσεις της γεωργιανής μαφίας στη χώρα μας περιέχουν έγγραφα της ΕΛ.ΑΣ. που αποκαλύπτει «Το Βήμα της Κυριακής». Στα έγγραφα αυτά αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος εγκληματικός «κόσμος» που έχει τρομακτική οργάνωση για να συγκεντρώνει πληροφορίες για τις ζωές των πολιτών, τον τρόπο που κινείται στα σπίτια του, πού μπορεί να έχει χρηματικά ποσά και πώς μπορεί να πραγματοποιούνται ολοένα και περισσότερες ληστρικές επιθέσεις. Εχοντας ολόκληρο δίκτυο από ενεχυροδανειστές για να «ξεπλένουν» τα κλοπιμαία.
100 ηγέτες ληστρικών οργανώσεων
Κάθε χρόνο στη χώρα μας σημειώνονται περίπου 5.000 διαρρήξεις σε σπίτια και 500 ληστρικές επιδρομές σε κατοικίες, στις οποίες επιδρομές ποσοστό 30%-40% – και ιδιαίτερα σε αυτές που συνοδεύονται με κακοποιήσεις ή και φόνους των θυμάτων – είναι γεωργιανοί μαφιόζοι. Η ΕΛ.ΑΣ. έχει τους τελευταίους μήνες σειρά πληροφοριών για παρουσία στη χώρα μας 100 ηγετικών μελών της γεωργιανής και της ρωσικής μαφίας. Η χώρα μας αποτελεί τεράστια βάση του οργανωμένου εγκλήματος από την πρώην Σοβιετική Ενωση, η οποία κατευθύνει δεκάδες εγκληματικές ενέργειες τόσο στην Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.
Ενα από τα πλέον σημαντικά έγγραφα που περιγράφει τη δράση των κακοποιών είναι το έκτασης 98 σελίδων διαβιβαστικό έγγραφο της ΕΛ.ΑΣ. που συντάχθηκε στις 22 Μαΐου για τη δράση τμήματος (με 21 μέλη ηλικίας 29-64 ετών) της γεωργιανής μαφίας στην Ελλάδα που είχαν προχωρήσει σε τουλάχιστον 70 επιδρομές σε σπίτια στη Βορειοανατολική Αττική.
Ενα από τα κύρια σημεία του εγγράφου της ΕΛ.ΑΣ. αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντλούσαν πληροφορίες, επέλεγαν τον στόχο και χτυπούσαν τα μέλη της γεωργιανής μαφίας. Οπως σημειώνεται, «πληροφορίες αντλούσαν από γυναίκες γεωργιανής καταγωγής, οι οποίες εκμεταλλευόμενες το γεγονός απασχόλησής τους ως οικιακές βοηθοί ή αποκλειστικές νοσοκόμες έδιναν πληροφορίες για ύπαρξη χρημάτων και τιμαλφών. Ακόμα προμήθευαν τα μέλη της οργάνωσής τους με καλούπια κλειδιών (από πλαστελίνη, σαπούνι κ.λπ.) των σπιτιών που εργάζονταν. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι πληροφορίες δεν αφορούσαν πάντα τις οικίες στις οποίες εργάζονταν αλλά και γειτονικές, με συνήθεις αναφορές τον αριθμό των ενοίκων, τις ώρες απουσίας τους, τον αριθμό του σταθερού τους τηλεφώνου και άλλα στοιχεία, ζωτικής σημασίας για την απρόσκοπτη διάπραξη των κλοπών.
Οπως προέκυψε, οι επιδρομές γίνονταν κυρίως πρωινές – μεσημβρινές ώρες, κατά τις οποίες τα υποψήφια θύματα βρίσκονταν στις εργασίες τους ή σε καθημερινές ενασχολήσεις ρουτίνας, ενώ η πλειονότητά τους αφορούσε αποθήκες και διαμερίσματα πολυκατοικιών. Στις τελευταίες εισέρχονταν προσποιούμενοι διανομείς διαφημιστικών φυλλαδίων, κηπουρούς, τεχνίτες ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο».
Ο τρόπος διαφυγής και οι εφεδρείες
Η μεθοδικότητα των μελών της μαφίας φαίνεται και από τον τρόπο διαφυγής τους ή την άμεση παράδοση των κλοπιμαίων σε δίκτυο κλεπταποδόχων. Οπως σημειώνεται στο έγγραφο της ΕΛ.ΑΣ., «κοντά στο σπίτι-στόχο κινούνταν μόνο ένα εκ των οχημάτων, με τα υπόλοιπα να αναμένουν σε απόσταση και σε ασφαλές σημείο. Μετά από προκαθορισμένο χρόνο το πρώτο όχημα αποσυρόταν, για να αναλάβει καθήκοντα επιτήρησης το δεύτερο και κατόπιν το τρίτο. Η όλη διαδικασία ολοκληρωνόταν με το πέρας της κλοπής και την επιβίβαση των φυσικών αυτουργών σε συγκεκριμένα οχήματα, με τα κλοπιμαία να καταλήγουν σε διαφορετικά οχήματα. Με τον προαναφερόμενο τρόπο οι κατηγορούμενοι δημιουργούσαν μια ζώνη ασφαλείας στους συνεργούς τους που επιχειρούσαν τις διαρρήξεις, μη προκαλώντας ιδιαίτερες υποψίες σε περιοίκους. Οι κακοποιοί γνωρίζοντας ότι είχαν τη δυνατότητα να διαθέσουν ανά πάσα στιγμή τα κλοπιμαία, αποκομίζοντας άμεσα μεγάλο χρηματικό όφελος, επιδίδονταν στη διάπραξη διακεκριμένων κλοπών με ιδιαίτερα μεγάλη συχνότητα. Οι αυτουργοί των κλοπών δεν κατείχαν – παρά για ελάχιστο μόνο χρονικό διάστημα – τα πειστήρια των εγκληματικών τους πράξεων, με συνέπεια σε περίπτωση τυχαίου αστυνομικού ελέγχου ή έρευνας να μην μπορούν να συνδεθούν άμεσα με αυτές».
Εντυπωσιάζει ακόμα η παραδοχή των αστυνομικών ότι όσες συλλήψεις κι αν υπάρξουν, οι κλοπές και οι διαρρήξεις δεν περιορίζονται. Οπως σημειώνεται, «παρά τις όποιες διώξεις, καταδίκες και φυλακίσεις μελών της διαχρονικά, η εκάστοτε οργάνωση συνεχίζει απτόητη τη δράση της, απλώς αντικαθιστώντας άτομα τα οποία συλλαμβάνονται από τις διωκτικές αρχές με άλλα πρόσωπα, βασιζόμενη πάντα στην αστείρευτη δεξαμενή ανθρωπίνου δυναμικού που διαθέτει. Αυτό αποτελεί και την κινητήρια δύναμη της οργάνωσης, καθώς η άμεση αντικατάσταση συλληφθέντων μελών και η εναλλαγή ρόλων των υπολοίπων διατηρούν την καθημερινή διάπραξη διακεκριμένων κλοπών σε σταθερά επίπεδα».
Επιχειρησιακά σχέδια και τατουάζ
Ακόμα ειδικό ενδιαφέρον συγκεντρώνουν οι αναφορές της ΕΛ.ΑΣ. για τη μοναδική εγκληματική ενασχόληση των κακοποιών. Οπως σημειώνεται, «κατά συντριπτική πλειονότητα, ουδέποτε εξάσκησαν αποδεδειγμένα κάποιο επάγγελμα που θα τους απέφερε τα προς το ζην για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Ειδικότερα, κατά τον κώδικα θεωρείται ιδιαίτερα υποτιμητικό για μέλος της οργάνωσης να εργάζεται σε νόμιμη εργασία προκειμένου να αποκομίσει τα προς το ζην, ενώ ατιμωτική και ασυγχώρητη τυγχάνει κάθε περίπτωση συνεργασίας μέλους της οργάνωσης με λειτουργούς οποιουδήποτε κλάδου του κρατικού μηχανισμού».
Τέλος, σε άλλο διαβιβαστικό έγγραφο, έκτασης 38 σελίδων, που συνέταξε στις 6 Ιουνίου 2018 το Τμήμα Δίωξης Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας της Ασφάλειας Αττικής, υπάρχει μνεία στα «ορμητήρια» της γεωργιανής μαφίας. Οπως σημειώνεται, «ορμητήριο αποτελούσαν μαγαζιά και εστιατόρια στο κέντρο της Αθήνας όπου σύχναζαν αποκλειστικά και μόνο άτομα γεωργιανής υπηκοότητας. Τα μαγαζιά αυτά ήταν δύσκολο να προσεγγιστούν από τις αστυνομικές αρχές χωρίς αυτές να γίνουν αντιληπτές από τους δράστες ή τους συνεργούς τους. Εκεί κατέστρωναν τα επιχειρησιακά σχέδιά τους, ενώ εκεί προχωρούσαν και στην αποτίμηση των κερδών τους». Ακόμα υπάρχουν αναφορές για τα τατουάζ που έχουν πολλοί από τους διαρρήκτες που δείχνουν τη διασύνδεσή τους με το παγκόσμιο δίκτυο της «ρωσικής μαφίας».