Βάσει της τριμηνιαίας έρευνας εργατικού δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα το 1ο τρίμηνο 2018 (2018Q1) παρέμεινε σε καθοδική τροχιά για 16ο συνεχές τρίμηνο, σημειώνει η Eurobank στο εβδομαδιαίο της δελτίο για την οικονομία.
H εν λόγω εξέλιξη συνδέεται με την επιβράδυνση της ύφεσης (2014-2016 μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης 0,1% από -5,9% την περίοδο 2009-2013) και με την ανοδική πορεία του πραγματικού ΑΕΠ τα 5 τελευταία τρίμηνα (2017Q1-2018Q1 μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης 1,5%).
Σε όρους μέσου όρου 4 τριμήνων μειώθηκε στο 20,9% από 21,5% και 23,2% το 2017Q4 και το 2017Q1 αντίστοιχα. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση συμμόρφωσης του 3ου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής (στο πλαίσιο της 4ης αξιολόγησης), ο λόγος των ανέργων ως προς το εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα από 21,5% το 2017 εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 20,1% το 2018, στο 18,4% το 2019, στο 17,0% το 2020, στο 15,8% το 2021 και στο 14,9% το 2022. Ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση που επαληθευτεί το παραπάνω σενάριο, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα το 2022 θα είναι υψηλότερο κατά 7,1 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ) σε σύγκριση με το αντίστοιχο μέγεθος το 2008.
Η προαναφερθείσα απόκλιση αποτελεί κληρονομιά της μεγάλης ύφεσης καθώς και των τρεχουσών προβλέψεων για όχι πολύ υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης στο άμεσο μέλλον (2018-2022). Επί παραδείγματι, σύμφωνα με την έκθεση συμμόρφωσης της 4ης αξιολόγησης του 3ου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα μεγεθυνθεί την περίοδο 2018-2022 με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2,0%
Σε ό,τι αφορά την πορεία της απασχόλησης το 2018Q1, τα αποτελέσματα είχαν ως εξής: o ετήσιος ρυθμός μεταβολής του αριθμού των απασχολουμένων διαμορφώθηκε στο 1,8% ή 64,5 χιλ. άτομα καταγράφοντας επιβράδυνση σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (2,4% ή 87,7 χιλ. άτομα). Ο εν λόγω ρυθμός ισούται με τον αντίστοιχο μέσο όρο της περιόδου 2014Q2-2018Q1.
Η τράπεζα σημειώνει ότι το 2014Q2 ήταν το πρώτο τρίμηνο που σημειώθηκε ετήσια αύξηση της απασχόλησης έπειτα από 21 συνεχή τρίμηνα πτωτικής πορείας (μέση ετήσια μεταβολή -5,0%).
Ποιοι τομείς οικονομικής δραστηριότητας είχαν την υψηλότερη συνεισφορά στην ετήσια αύξηση της απασχόλησης κατά 64,5 χιλ. άτομα το 2018Q1; Βάσει της στατιστικής ταξινόμησης οικονομικών δραστηριοτήτων Nace Rev. 2 η μεγαλύτερη αύξηση (σε απόλυτους όρους) καταγράφηκε στον τομέα των δραστηριοτήτων ανθρώπινης υγείας και κοινωνικής μέριμνας (+24,0 χιλ. άτομα) και ακολούθησαν αυτοί της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας (+14,7 χιλ.), του εμπορίου (+10,2 χιλ.), των άλλων δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών (+9,0 χιλ.), των επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων (+8,5 χιλ.) και της ενημέρωσης και επικοινωνίας (+8,2 χιλ.).
Στην αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκαν οι τομείς της εκπαίδευσης (-11,0 χιλ. άτομα), των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων (-4,9 χιλ. άτομα) και των δραστηριοτήτων νοικοκυριών ως εργοδοτών (-3,8 χιλ. άτομα).
Επιπρόσθετα, η ετήσια αύξηση της απασχόλησης το 2018Q1 απορροφήθηκε κυρίως στην κατηγορία των μισθωτών (+48,5 χιλ. άτομα) και ακολούθησε αυτή των αυτοαπασχολούμενων με προσωπικό (+19,9 χιλ. άτομα).
Τέλος, η κατηγορία των βοηθών στην οικογενειακή επιχείρηση σημείωσε ενίσχυση κατά 1,8 χιλ. άτομα ενώ η αντίστοιχη των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό κατέγραψε πτώση -5,6 χιλ. άτομα.
Εκτός των προαναφερθέντων ταξινομήσεων αναφορικά με τη δομή της απασχόλησης στην Ελλάδα, η ΕΛΣΤΑΤ –βάσει της τριμηνιαίας έρευνας εργατικού δυναμικού– δημοσιεύει στοιχεία που διαχωρίζουν τις θέσεις εργασίας σε πλήρους και μερικής απασχόλησης. Επιπλέον για την κατηγορία των μισθωτών παρέχει ταξινόμηση των θέσεων εργασίας σε μόνιμης και προσωρινής απασχόλησης.
Η Eurobank αναφέρεται στην ετήσια μεταβολή της πλήρους και της μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα – σε χιλιάδες άτομα και σε ποσοστό – από το 2014Q2 μέχρι το 2018Q1. Βάσει των στοιχείων αποδεικνύεται ότι η αύξηση της απασχόλησης το 2018Q1 αφορούσε αποκλειστικά θέσεις πλήρους απασχόλησης (+92,2 χιλ. άτομα). Η μερική απασχόληση παρουσίασε ετήσια μείωση –για 3ο συνεχή τρίμηνο– κατά -27,8 χιλ. άτομα.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η ετήσια ενίσχυση της μισθωτής απασχόλησης κατά 48,5 χιλ. άτομα το 2018Q1 αφορούσε μόνο θέσεις μόνιμης εργασίας. Οι θέσεις προσωρινής εργασίας παρέμειναν στα ίδια επίπεδα με εκείνα του 2017Q1
Εν κατακλείδι, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα παρέμεινε σε καθοδική τροχιά για 16ο συνεχή τρίμηνο το 2018Q1 με τον ετήσιο ρυθμό αύξηση της απασχόλησης να επιβραδύνεται στο 1,8% από 2,4% το προηγούμενο τρίμηνο.
Οι τομείς οικονομικής δραστηριότητας με την υψηλότερη συνεισφορά στην αύξηση της απασχόλησης το 2018Q1 ήταν: δραστηριότητες ανθρώπινης υγείας και κοινωνικής μέριμνας, γεωργία, δασοκομία και αλιεία, εμπόριο, άλλες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών, επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες και ενημέρωση και επικοινωνία. Τέλος, η ενίσχυση της απασχόλησης αφορούσε αποκλειστικά θέσεις εργασίας πλήρους και μόνιμης απασχόλησης.
Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις τόσο στο μεσοπρόθεσμο όσο και στο μακροπρόθεσμο χρονικό διάστημα. Για παράδειγμα το ποσοστό ανεργίας παρά τη συνεχή πτώση των τελευταίων ετών παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα με το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων να μην παρουσιάζει τάσεις βελτίωσης.
Επιπρόσθετα, δημογραφικοί παράγοντες αναμένεται να ασκήσουν αρνητική επίδραση στον μακροχρόνιο ρυθμό ετήσιας μεταβολής της απασχόλησης και ως εκ τούτου και στον δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης. Επί παραδείγματι, τα τελευταία 16 τρίμηνα ναι μεν η απασχόληση ακολουθεί ανοδική τροχιά ωστόσο το εργατικό δυναμικό και ο πληθυσμός παρουσιάζουν αρνητική μέση ετήσια μεταβολή (-0,4%).
Ως γνωστόν μακροπρόθεσμα, με σταθερό ποσοστό ανεργίας και σταθερό ποσοστό του εργατικού δυναμικού ως προς τον πληθυσμό, η απασχόληση θα μεταβάλλεται με ρυθμό ίσο με αυτόν του πληθυσμού. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον προαναφερθέντα περιορισμό και των δυσμενών μακροπρόθεσμων προβλέψεων για τη μεταβολή του πληθυσμού της Ελλάδος, η εφαρμογή αξιόπιστων πολιτικών για συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων εκτός από τις ευεργετικές επιδράσεις που δύναται να έχει στο παρόν μέσω βελτίωσης του οικονομικού κλίματος και των προσδοκιών, είναι μεγίστης σημασίας για το επίπεδο ευημερίας της χώρας μας στο μέλλον.