Επιβεβαιώθηκε στις κάλπες η τριχοτόμηση του εκλογικού σώματος που είχε καταγραφεί στο δημοψήφισμα τον Απρίλιο του 2017 – Πώς θα επηρεαστούν οι σχέσεις του με Ρωσία-ΗΠΑ
Από τη στιγμή που ο Ερντογάν ανακοίνωσε ότι είναι ο νικητής των προεδρικών εκλογών, ο κύβος είχε ριφθεί. Ακόμα κι αν το πραγματικό αποτέλεσμα είναι διαφορετικό, για να πει δημοσίως ότι έχει επανεκλεγεί, προφανώς έχει φροντίσει αυτό να είναι και το αποτέλεσμα που θα ανακοινώσει η Ανωτάτη Εκλογική Επιτροπή. Αυτό δεν σημαίνει πως οι καταγγελίες της αντιπολίτευσης για νοθεία είναι αβάσιμες. Το πολιτικό διακύβευμα για τον Τούρκο πρόεδρο ήταν ζωτικής σημασίας και ήταν εξαρχής σαφές πως δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει το κράτος για να εξασφαλίσει όσες ψήφους του χρειάζονταν για να επανεκλεγεί.
Από πολιτικής απόψεως, το επίσημο αποτέλεσμα και των προεδρικών και των βουλευτικών εκλογών εδραιώνει το καθεστώς Ερντογάν και ο ίδιος ουσιαστικά μετατρέπεται σε νεοσουλτάνο. Με άλλα λόγια, συνεχίζεται η 16χρονη παραμονή του στην κορυφή και μάλιστα με υπερεξουσίες. Από την άλλη πλευρά, για μία ακόμα φορά επιβεβαιώθηκε στις κάλπες η τριχοτόμηση του εκλογικού σώματος που είχε καταγραφεί στο δημοψήφισμα τον Απρίλιο του 2017.
Η “βαθιά Τουρκία” κατά κανόνα ψήφισε μαζικά τον Ερντογάν. Η κεμαλική και ο κορμός της δυτικότροπης Τουρκίας των δυτικών παραλίων ψήφισαν μαζικά Ιντζέ. Από την πλευρά τους, οι Κούρδοι που ζουν στις νοτιοανατολικές επαρχίες, ή έχουν μεταναστεύσει σε αστικά κέντρα, ψήφισαν τον φυλακισμένο στην Αδριανούπολη ηγέτη του (φιλο)κουρδικού κόμματος HDP Ντεμιρτάς και στις βουλευτικές κάλπες το HDP, το οποίο υπερέβη άνετα το όριο του 10% και εισέρχεται ως κόμμα στην Εθνοσυνέλευση.
Με στρατηγικούς όρους, η τριχοτόμηση της τουρκικής κοινωνίας εγγράφει αρνητικές υποθήκες ακόμα και για την ενότητα της χώρας στο μέλλον. Δεν είναι μόνο ο κουρδικός αλυτρωτισμός, ο οποίος αναμένεται να επιβεβαιωθεί για μία ακόμα φορά στις κάλπες. Είναι και η ξεκάθαρη αρνητική στάση της δυτικής και παράκτιας Τουρκίας. Οι κεμαλικοί και τα δυτικότροπα φιλελεύθερα αστικά στρώματα μπορεί να έχουν πολλές διαφορές μεταξύ τους, αλλά έχουν και έναν κοινό παρονομαστή, τον οποίο οι σημερινές συνθήκες υπογραμμίζουν και ενισχύουν: μισούν εξίσου τον Ερντογάν και αυτό που ο ίδιος και το κόμμα του αντιπροσωπεύουν.
Δεν πρόκειται μόνο για μία ιδεολογική-πολιτική αντίθεση, έστω και οξυμένη. Πρόκειται για κάτι πολύ ευρύτερο και πιο βαθύ. Πρόκειται για πολιτισμικό χάσμα, το οποίο στην πραγματικότητα θέτει σε αμφισβήτηση το ίδιο τον εθνικό συνεκτικό δεσμό και κατ’ επέκτασιν το πλαίσιο συνύπαρξης. Με άλλα λόγια, εκτός από το κουρδικό καρκίνωμα, προστίθεται και ο ιδεολογικός-πολιτισμικός διχασμός του ίδιου του τουρκικού έθνους. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και ο εμφύλιος πόλεμος που μαίνεται στους κόλπους του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ, μεταξύ των ερντογανικών και των γκιουλενιστών.
Ο Ερντογάν έχει ανοίξει πολλά μέτωπα, τα οποία χειρίζεται με έκδηλο μικρομεγαλισμό και αλαζονεία. Μπορεί αυτό να του προσφέρει οφέλη στο εσωτερικό πολιτικό επίπεδο. Μπορεί αρχικά να προκαλεί ερωτηματικά και να αποτρέπει έντονες αντιδράσεις. Δημιουργεί και παγιώνει, ωστόσο, σχεδόν εχθρικές συνθήκες στο εξωτερικό. Προς το παρόν, σχοινοβατεί ανάμεσα στον Πούτιν και στη Δύση, αλλά αυτό δεν μπορεί να συνεχισθεί για πολύ.
Όπως φάνηκε και από την υπόθεση της παράδοσης των μαχητικών F-35, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι σε οριακό σημείο. Η Ουάσιγκτον θα ήθελε πολύ ο Ερντογάν να χάσει τις εκλογές για να επιστρέψει η Τουρκία στο δυτικό «μαντρί». Οι Αμερικανοί, όμως, δεν διαθέτουν πλέον αξιόλογα δίκτυα επιρροής στη γειτονική χώρα. Ειδικά μετά το πραξικόπημα του 2016. Ο Τούρκος πρόεδρος έχει προβεί σε μαζικές εκκαθαρίσεις στο κράτος, αλλά και ευρύτερα, με σκοπό μεταξύ άλλων να ξηλώσει και τα δίκτυα των Δυτικών στην Τουρκία.
Η αντιφατική σημερινή κατάσταση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, πάντως, δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. Τώρα που πέθανε η ελπίδα μίας εκλογικής ήττας του Ερντογάν, οι ΗΠΑ θα πρέπει να καταλήξουν αργά ή γρήγορα σε μία πολιτική επιλογή σχετικά με την Τουρκία. Κι αυτό, επειδή όσα και να της δώσουν στο μέτωπο της Συρίας, ο Ερντογάν δεν πρόκειται να επιστρέψει στο «μαντρί».
Η θεωρία ότι μετά την επανεκλογή του ο Ερντογάν θα κάνει κάποιου είδους εντυπωσιακή στροφή στην εξωτερική πολιτική και θα επανέλθει στο δυτικό στρατόπεδο είναι αρκούντως αυθαίρετη. Κι αυτό, επειδή το κρίσιμο και αποφασιστικής σημασίας πρόβλημα είναι ότι ο Τούρκος ηγέτης είναι πεπεισμένος πως η CIA σχεδίαζε να τον ανατρέψει και ως εκ τούτου δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στους Αμερικανούς. Ο γεωπολιτικός εναγκαλισμός με τον Πούτιν έχει ακριβώς σκοπό να εξισορροπήσει τη δυτική πίεση.
Ο κρίσιμος παράγοντας που σε μεγάλο βαθμό θα επικαθορίσει τις περαιτέρω κινήσεις του προέδρου-σουλτάνου και ευρύτερα τις ισορροπίες στην περιοχή μας είναι η στρατηγική επιλογή, στην οποία θα καταλήξει ο πρόεδρος Τραμπ και το επιτελείο του σχετικά με την Τουρκία. Εάν θέσει την Τουρκία του Ερντογάν έξω από το πλαίσιο της αμερικανικής πολιτικής, η Άγκυρα θα περιέλθει σε δυσχερή θέση. Αντιθέτως, ο ρόλος της Ελλάδας θα αναβαθμισθεί ποιοτικά, με την έννοια ότι ατύπως πλην σαφώς θα μετατραπεί στο γεωπολιτικό επίπεδο από χώρα δεύτερης γραμμής σε χώρα πρώτης γραμμής.
Αυτός είναι ο λόγος που η επανεκλογή του Ερντογάν εξυπηρετεί τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Έτσι κι αλλιώς, οι κεμαλιστές είναι ακόμα πιο επιθετικοί στο μέτωπο του Αιγαίου. Εάν κέρδιζε ο Ιντζέ, οι Αμερικανοί θα άνοιγαν διάπλατα την αγκαλιά τους για να υποδεχθούν τον «άσωτο υιό». Και πιθανότατα θα έσφαζαν τον μόσχο τον σιτευτό για να το γιορτάσουν. Αυτό, βεβαίως, πρακτικά σημαίνει ότι τον με κάποιον τρόπο τον λογαριασμό θα καλείτο να τον πληρώσει ο Ελληνισμός στο Αιγαίο ή στην Κύπρο ή και στα δύο αυτά μέτωπα.