H πρόσφατη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας της Ευρωζώνης οφείλεται τόσο σε προσωρινούς όσο και σε πιο διαρκείς παράγοντες κυκλικής μορφής, σύμφωνα με ανάλυση που περιλαμβάνεται στο οικονομικό δελτίο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Το πραγματικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης αυξήθηκε 0,4% στο πρώτο τρίμηνο του 2018 (σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2017), μετά από πολύ ισχυρούς ρυθμούς αύξησης το 2017.
Ως προσωρινοί παράγοντες, που πιθανόν έπαιξαν ρόλο στην εξασθένιση των πρόσφατων στοιχείων, αναφέρονται ο κρύος χειμώνας και οι απεργίες σε βιομηχανίες ορισμένων χωρών της Ευρωζώνης. Αναφέρεται, επίσης, το υψηλό επίπεδο αναρρωτικών αδειών, λόγω της ασυνήθιστης περιόδου γρίπης σε χώρες, όπως η Γερμανία.
Ως πιο διαρκείς παράγοντες κυκλικής φύσης, η ΕΚΤ αναφέρει:
– Πρώτον, την αύξηση των περιορισμών από την πλευρά της προσφοράς σε ορισμένες χώρες.
– Δεύτερον, τη μέτρια επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου στους πρώτους μήνες του έτους. «Αυτή πιθανόν αντανακλά μία προσωρινή μείωση της εξωτερικής ζήτησης και το καθυστερημένο αποτέλεσμα της ανατίμησης του ευρώ το 2017, αλλά δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι μέρος της μείωσης αυτής προκλήθηκε και από μία επιδείνωση των προσδοκιών από τις συνεχιζόμενες συζητήσεις για τους δασμούς».
– Τρίτον, ο μετριασμός της αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής (εκτός του κατασκευαστικού κλάδου) σημειώθηκε ευρύτερα στις χώρες της Ευρωζώνης.
– Τέταρτον, η επιβράδυνση της ανάπτυξης μπορεί να ενισχύθηκε από την αύξηση της αβεβαιότητας.
Η ανάλυση της ΕΚΤ σημειώνει ότι «συνολικά, η οικονομική ανάπτυξη θα διατηρηθεί εύρωστη, βασιζόμενη στην υποκείμενη ισχύ της οικονομίας της Ευρωζώνης». Αν και τα στοιχεία, που προκύπτουν από έρευνες είναι κάπως πιο αδύναμα, «παραμένουν συνεπή με περαιτέρω εύρωστη ανάπτυξη».
Στο μέλλον, σημειώνει η ΕΚΤ, η εύρωστη ανάπτυξη αναμένεται να συνεχισθεί, αν και πιθανόν με χαμηλότερους ρυθμούς, καθώς τα μέτρα της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ συνεχίζουν να στηρίζουν την εγχώρια ζήτηση.
Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται ότι θα συνεχίσει να στηρίζεται από την αύξηση της απασχόλησης και της περιουσίας των νοικοκυριών.
Οι επενδύσεις αναμένεται να ενισχυθούν περαιτέρω λόγω των πολύ ευνοϊκών χρηματοδοτικών συνθηκών, της αύξησης της κερδοφορίας των εταιρειών και της εύρωστης ζήτησης. Επιπλέον, η γενικευμένη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας δίνει ώθηση στις εξαγωγές της Ευρωζώνης, σημειώνεται.