Το ρήγμα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης γύρω από το ακανθώδες ζήτημα του μεταναστευτικού, το οποίο ήδη έχει δημιουργήσει κυβερνητική κρίση στη Γερμανία, αναμένεται να επιβεβαιώσει η σύνοδος των 28 αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων στις Βρυξέλλες, την Πέμπτη και την Παρασκευή.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στην πρόσκλησή του για τη σύνοδο, κάνει λόγο για ένταση των προσπαθειών για μια αποτελεσματική, ανθρωπιστική και ασφαλή ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, ωστόσο τα πνεύματα εμφανίζονται πολύ πιο οξυμένα.
Χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία νιώθουν ότι, στο βάρος που αναλαμβάνουν, ως πρώτες χώρες υποδοχής, δεν έχουν την αρωγή των Ευρωπαίων εταίρων τους, ενώ χώρες όπως η “τετράδα” του Βίσεγκραντ, στην κεντρική – ανατολική Ευρώπη, απέχουν από κάθε συνεργασία σε μια κοινή μεταναστευτική πολιτική, κλείνοντας ερμητικά την πόρτα σε οποιαδήποτε υποδοχή μεταναστών στο πλαίσιο του προγράμματος μετεγκατάστασης.
Στη συζήτηση των 28 ηγετών θα εξεταστεί το πώς η Ευρώπη θα μπορέσει να αποτρέπει τις νέες αφίξεις παράτυπων μεταναστών στις ακτές της, το πώς θα υπάρξει δίκαιη κατανομή των προσφύγων μεταξύ των χωρών – μελών, καθώς και το μέλλον του Δουβλίνου ΙΙΙ, δηλαδή η ευθυνη της πρώτης χώρας εισόδου για την εξέταση του αιτήματος για άσυλο.
Το γεγονός ότι η σύνοδος λαμβάνει χώρα σχεδόν τρία χρόνια μετά την κορύφωση της μεταναστευτικής κρίσης, δείχνει τις δυσκολίες της Ένωσης να αντιμετωπίσει το ζήτημα με ομοθυμία, ενώ στο μεταξύ και η σύνθεση των μεταναστευτικών ρευμάτων έχει αλλάξει.
Οι αφίξεις στην ΕΕ μπορεί να έχουν περιοριστεί, ωστόσο οι αριθμοί συνεχίζουν να μην είναι αμελητέοι. Ο Διεθνής Οργανισμός για τη Μετανάστευση (IOM) εκτιμά ότι οι αφίξεις στην Ένωση για το 2018 έχουν φθάσει τις 42.845 (στο 12μηνο του 2016, άγγιξαν τις 172.152). Στην Ιταλία, οι αφίξεις έχουν ξεπεράσει τις 16.000, ενώ στην Ελλάδα τις 12.942. Περισσότερες, 13.462, είναι οι αφίξεις στην Ισπανία.
Την κατάσταση περιπλέκει η ανάδειξη, σε Αυστρία και Ιταλία, νέων κυβερνητικών σχημάτων με τη συμμετοχή της Ακροδεξιάς και αντιμεταναστευτικές θέσεις.
Οι εθνικιστές του Εθνικού Συναγερμού (πρώην Εθνικού Μετώπου) της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία και της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) κερδίζουν σε δημοτικότητα, με την δεύτερη να επηρεάζει και να στρέφει προς τα δεξιά τους Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας, αδελφό κόμμα και συγκυβερνήτη των Χριστιανοδημοκρατών της Άνγκελα Μέρκελ.
Το σχήμα της μετεγκατάστασης, το οποίο είχε εκπονήσει η Κομισιόν για την 160.000 προσφύγων ανά χώρα της ΕΕ δεν “δούλεψε” και οι 28 αναμένεται να συζητήσουν νέες εναλλακτικές στην επικείμενη σύνοδο.
Χαρακτηριστικό της πόλωσης στο εσωτερικό της ΕΕ ήταν το μποϊκοτάζ από τους ηγέτες των “4” του Βίσεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία και Σλοβακία) της μίνι συνόδου με θέμα το μεταναστευτικό, το σαββατοκύριακο, κατά την οποία συγκεντρώθηκαν 16 ηγέτες.
Ο Thom Brooks, καθηγητής του δικαίου στο πανεπιστήμιο Durham, τόνιζε σε σημείωμά του την Τρίτη ότι μπορεί μεν η μεταναστευτική – προσφυγική κρίση να άρχισε το καλοκαίρι του 2015, ωστόσο τα αποτελέσματά της είναι εντελώς ορατά και υπαρκτά το 2018. Ασκεί δε κριτική στους ηγέτες των επί μέρους χωρών, οι οποίοι κατηγορούνται ότι δεν έχουν κάνει σχεδόν τίποτε για να εξηγήσουν ή να υπερασπιστούν την πολιτική ασύλου, την οποία υποστηρίζουν.
Δουβλίνο III, Τουρκία και Λιβύη
Ο Brooks προβλέπει ότι η Σύνοδος Κορυφής θα δώσει τέλος στις ρυθμίσεις του Δουβλίνου, ενώ ο ειδικός στο μεταναστευτικό αναλυτής Brad Blitz δηλωσε στο CNBC ότι αναμένει ενίσχυση και επέκταση της συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας για τη στεγανοποίηση των ευρωπαϊκών συνόρων, καθώς και πρόταση της Ιταλίας για κέντρα αιτούντων ασύλου στη Λιβύη.
“Η έμφαση θα δοθεί στον περιορισμό και στην αποτροπή ανθρώπων από το να φθάνουν στην Ευρώπη όπου μπορούν να ζητήσουν άσυλο. Η ιδέα είναι η ενίσχυση του ρόλου της λιβυκής ακτοφυλακής και η δημιουργία κέντρων εξέτασης αιτημάτων ασύλου στη νότια Λιβύη”, συμπληρώνει ο καθηγητής Blitz, μιλώντας στο δίκτυο CNBC.
Το πρόβλημα όμως με τα κέντρα εξέτασης αιτημάτων ασύλου στη Λιβύη είναι ότι για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά θα πρέπει να είναι κλειστά, πράγμα που θέτει σειρά ανθρωπιστικών ζητημάτων”, καταλήγει.
“Η απάντηση της ΕΕ δεν ήταν αποτελεσματική. Αρχικά απέτυχε να πείσει τα κράτη – μέλη της να μοιραστούν την ευθύνη, ενώ τώρα θα αναγκαστεί να καταφύγει σε μια συρραφή πολιτικών καταστολής”.