Ενάμιση χρόνο προτού λήξει η περίοδος στοχοθεσίας των ελληνικών τραπεζών για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους, το άγχος για την επόμενη μέρα ξεπερνά το άγχος για το πώς θα επιτευχθεί η μείωση των NPEs κατά περίπου 30 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019. Τον Δεκέμβριο του 2019, με τους καλύτερους οιωνούς, οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους σε περίπου 65 δισ. ευρώ, από περίπου 107 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2016. Παρά τη μείωση των 42 δισ. ευρώ, όμως, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των χορηγήσεων θα έχει υποχωρήσει μόλις στο 35,2%, παραμένοντας πάνω από 5 φορές υψηλότερος του τρέχοντος μέσου όρου του ευρωπαϊκού δείκτη NPEs (6,5%).
Ο προβληματισμός για την επόμενη μέρα δεν είναι μόνο σε εγχώριο επίπεδο και αναφορικά με τη δυνατότητα των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία. Διαχέεται στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων, τα οποία βλέπουν ότι το τεράστιο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων του ευρωπαϊκού Νότου, με προεξάρχον το ελληνικό στοκ των NPEs, μπαίνει εμπόδιο στη δημιουργία του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και στην ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης.
Ο σχεδιασμός εθνικών bad banks
Με τις ευρωπαϊκές χώρες του Βορρά να επιζητούν μείωση των κινδύνων από τα “κόκκινα” δάνεια και τις χώρες του Νότου να επιδιώκουν τον διαμοιρασμό των κινδύνων αυτών, η επομένη της 31ης Δεκεμβρίου 2019 είναι το κορυφαίο θέμα της ατζέντας σε κάθε συνάντηση των ευρωπαϊκών τραπεζικών Αρχών, ειδικά μάλιστα μετά τις νέες πηγές αβεβαιότητας από την Ιταλία και την Ισπανία. Στο πλαίσιο αυτό, ένα πλήρες “οχυρωματικό” σχέδιο των τραπεζών έναντι των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με έμφαση στο πώς θα κοπούν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας των ελληνικών NPLs, βρίσκεται στο τραπέζι.
Αιχμή του δόρατος στο σχέδιο αυτό, όπως είχε αποκαλύψει το “Κ” στις 3 Φεβρουαρίου, αποτελεί η δημιουργία εθνικών bad banks. Πρόκειται για το έσχατο “όπλο” μείωσης των “κόκκινων” δανείων, για το οποίο οι πιέσεις από ελληνικής πλευράς αναμένεται να ενταθούν.
Ο σχεδιασμός εθνικών Asset Management Companies για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποκαλύφθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 13 Μαρτίου. Όπως αποκαλύπτει η ΤτΕ στην Επισκόπηση του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, το τεχνικό σχέδιο για το πώς θα συσταθούν οι εθνικές Εταιρείες Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (ΕΔΠΣ) έχει ξεκινήσει ήδη να μελετάται, με βασικό άξονα την τήρηση των υφιστάμενων κανόνων της Ε.Ε. στον τομέα των τραπεζών και των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις (state aid rules). Υπό το πρίσμα αυτό και με βάση τους περιορισμούς και παραμέτρους που αναλύονται κατωτέρω, θα συσταθεί ελληνική bad bank, εάν αυτό κριθεί σκόπιμο και απαραίτητο.
Κατ’ αρχάς, έχει αποσαφηνιστεί ότι οι ΕΔΠΣ θα μπορούν να χρηματοδοτούνται με ιδιωτικά και εν μέρει με δημόσια κεφάλαια και ταυτόχρονα να μη θεωρείται ότι έχουν λάβει κρατική ενίσχυση, εφόσον η Πολιτεία αποδεικνύεται ότι λειτουργεί ως ένας οποιοσδήποτε επενδυτής. Έτσι, διασφαλίζεται ότι η μεταβίβαση των προβληματικών χαρτοφυλακίων από τις τράπεζες στην ΕΔΠΣ θα πραγματοποιείται με αποτίμηση σε τιμές αγοράς.
Με την αρχική αυτή παραδοχή, θα τεθούν οι κανόνες σχετικά με: α) την ίδρυση, τη διακυβέρνηση και τη λειτουργία των ΕΔΠΣ, β) την περίμετρο των δανείων και το προτεινόμενο μέγεθος των υπό μεταφορά δανειακών χαρτοφυλακίων, γ) τους κανόνες αποτίμησης των δανείων και δ) τον τρόπο χρηματοδότησης της ΕΔΠΣ και τη δημοσιονομική της επίδραση.
Σύμφωνα με το τεχνικό σχέδιο, μια ΕΔΠΣ θα πρέπει να έχει ιδρυθεί ως εταιρεία ειδικού σκοπού, με μοναδικό σκοπό τη διαχείριση και τελικά αποεπένδυση των μεταφερόμενων σε αυτή δανείων μέσα σε ένα αυστηρά καθορισμένο χρονικό διάστημα. Το χρονικό διάστημα θα πρέπει να είναι ρεαλιστικά καθορισμένο για την επίτευξη του στόχου, χωρίς όμως ταυτόχρονα να αφήνει περιθώρια για καθυστερήσεις από τη διοίκηση όσον αφορά την επίτευξη του στόχου.
Η εταιρεία θα πρέπει να λειτουργεί ως αυτόνομη νομική οντότητα, πληρώντας τα κριτήρια αναφοράς των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και θα διοικείται από άτομα τα οποία έχουν περάσει από αυστηρό έλεγχο και συγκεκριμένη διαδικασία επιλογής (fit & proper) αναφορικά με τα προσόντα που θα πρέπει να διαθέτουν για να αναλάβουν τη διαχείρισή της.
Επιπλέον, θα λειτουργεί με δικό της προϋπολογισμό και επιχειρηματικό σχέδιο και θα είναι θεσμοθετημένη η πλήρης ανεξαρτησία της. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτει το κόστος λειτουργίας της και να μεγιστοποιεί το ποσό ανάκτησης των προς πώληση δανείων.
Παρ’ όλα αυτά, για τη διαχείριση του ηθικού κινδύνου (moral hazard) θα πρέπει οι τράπεζες να συμμετέχουν, έστω εν μέρει, στην κατανομή των ζημιών ενδεχομένως μέσω μετοχικής συμμετοχής στην ΕΔΠΣ.
Η άσκηση της εποπτείας της ΕΔΠΣ θα πρέπει να είναι εκ των προτέρων καθορισμένη από την Πολιτεία, υπό τη δικαιοδοσία της οποίας θα ιδρυθεί, ενώ σε περίπτωση που υφίσταται κρατική ενίσχυση θα μπορούσε να προβλεφθεί μια λειτουργία παρατηρητή για τις ευρωπαϊκές Αρχές.
Τα πιθανά σενάρια
Τέσσερα είναι τα πιθανά σενάρια που εξετάζονται για την ίδρυση εθνικής bad bank:
1) Η ίδρυσή της να μη συνοδεύεται από τη λήψη κρατικής ενίσχυσης. Στην περίπτωση που η μεταβίβαση των δανείων γίνει σε τιμές αγοράς, η ΕΔΠΣ συμπεριφέρεται ως ένας οποιοσδήποτε επενδυτής, συνεπώς δεν παρέχεται κάποιου είδους πλεονέκτημα στη μεταβιβάζουσα τράπεζα και δεν εφαρμόζεται η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τις κρατικές ενισχύσεις.
2) Η μεταβίβαση των δανείων και η ίδρυση της ΕΔΠΣ να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης σε ένα πιστωτικό ίδρυμα και να γίνει λήψη κρατικής ενίσχυσης ή χρήση του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση εφαρμογής του μέτρου εξυγίανσης του διαχωρισμού των περιουσιακών στοιχείων μιας τράπεζας, η ΕΔΠΣ ιδρύεται με αποκλειστικό σκοπό τον διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων του ισολογισμού αυτής.
3) Η ίδρυση της ΕΔΠΣ στο πλαίσιο εφαρμογής του πτωχευτικού δικαίου σε ένα πιστωτικό ίδρυμα, οπότε, αντίστοιχα με το δεύτερο σενάριο, συνοδεύεται επίσης από κρατική ενίσχυση. Συγκεκριμένα, στο ενδεχόμενο πτώχευσης ενός πιστωτικού ιδρύματος, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα μεταφερθούν στην ΕΔΠΣ στο πλαίσιο του διαχωρισμού των στοιχείων ισολογισμού σε “καλή” και “κακή” τράπεζα, με απώτερο σκοπό την πώληση της “καλής τράπεζας”.
4) Η ίδρυση της ΕΔΠΣ και η λήψη κρατικής ενίσχυσης στο πλαίσιο εφαρμογής της προληπτικής κεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Στην περίπτωση αυτή, η κρατική ενίσχυση χορηγείται με το σκεπτικό ότι εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό για τον οποίο πραγματοποιούνται και οι ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, διασφαλίζοντας τη βιωσιμότητά τους στο ενδεχόμενο περαιτέρω χειροτέρευσης των υφιστάμενων συνθηκών. Στην περίπτωση αυτή, όμως, για την πραγματοποίηση της μεταβίβασης των δανειακών χαρτοφυλακίων θα απαιτείται η διεξαγωγή άσκησης εξέτασης της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών (Asset Quality Review).
Δάνεια και αποτίμηση
Σύμφωνα με τις κατευθύνσεις των Βρυξελλών, η περίμετρος των δανειακών χαρτοφυλακίων που θα μεταφερθούν στην εθνική bad bank θα πρέπει να πραγματοποιηθεί υπό το πρίσμα ότι το μέγεθος της εταιρείας θα πρέπει να είναι ανάλογο της δυναμικότητας της εγχώριας αγοράς. Το ενδιαφέρον θα εστιαστεί στο μέγεθος της εταιρείας (θα προσδιορίζεται και από το ύψος των υπό μεταφορά δανειακών χαρτοφυλακίων), στην πολυπλοκότητα της διαχείρισης των μεταφερόμενων δανείων και στον κίνδυνο που θα αναλαμβάνει η Πολιτεία στην περίπτωση που η χρηματοδότηση περιλαμβάνει κρατική ενίσχυση. Και αυτό, διότι ενδεχόμενη αδυναμία της ΕΔΠΣ να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία θα επιβαρύνει το οικονομικό αποτέλεσμά της και, κατ’ επέκταση, τους φορολογούμενους.
Το μέγεθος της εταιρείας θα πρέπει να προσδιοριστεί και με γνώμονα το ύψος των κεφαλαίων που απαιτούνται για τη σύσταση της ΕΔΠΣ. Έτσι, εκτιμάται ότι είναι απαραίτητο να προσδιοριστούν όρια σε διαφορετικά επίπεδα, όπως, π.χ., ανώτατο και κατώτατο όριο για μεταφορά ανά δάνειο, καθώς επίσης και διάκριση ανά είδος και ανά περίπτωση ύπαρξης ή μη εξασφάλισης. Το ύψος ανά μεταφερόμενο δάνειο έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι το διαχειριστικό κόστος θα αυξηθεί σημαντικά στην περίπτωση που επιλεγούν να μεταφερθούν απαιτήσεις μικρής ονομαστικής αξίας. Επίσης, σημαντικό είναι να υπάρχει πλήρης ενημέρωση και αναλυτικά στοιχεία αναφορικά με τα υπό μεταφορά δανειακά χαρτοφυλάκια.
Καθοριστική για τον προσδιορισμό των απαιτούμενων κεφαλαίων, και κατ’ επέκταση και της κεφαλαιακής διάρθρωσης της ΕΔΠΣ, είναι η αποτίμηση των μεταφερόμενων δανείων. Ο λόγος έγκειται στο ότι, εάν η ΕΔΠΣ αγοράσει περιουσιακά στοιχεία αποτιμημένα σε τιμή άνω της υφιστάμενης τιμής αγοράς, η συναλλαγή θα απαιτεί κρατική ενίσχυση (state aid) ίση με το ποσό της διαφοράς μεταξύ της τιμής μεταφοράς των δανείων και της υφιστάμενης αγοραίας τιμής τους. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή η συναλλαγή θα πρέπει να λάβει την έγκριση της Ε.Ε. πριν από την υλοποίησή της, με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση των σχετικών κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Πάντως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι τυχόν παράγοντες “ιδιοσυγκρασίας” της κάθε χώρας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία της αποτίμησης.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, πάντως, είναι σαφές ότι οι τράπεζες θα γράψουν ζημίες με βάση την τιμή που εμφανίζουν τα δάνεια στις λογιστικές τους καταστάσεις και, άρα, θα επηρεαστεί η κεφαλαιακή τους βάση. Σημαντική προϋπόθεση είναι ότι η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να πραγματοποιηθεί από ανεξάρτητους εκτιμητές και θα πρέπει να επικυρωθεί από τις αρμόδιες Αρχές με βάση τις προδιαγραφές που έχουν τεθεί εξαρχής για την αποτίμηση.
Η χρηματοδότηση
Σημαντική είναι επίσης η χρηματοδότηση της ΕΔΠΣ, καθώς επηρεάζει την εύρυθμη λειτουργία της.
Εάν η αγορά των δανείων από την ΕΔΠΣ γίνει με την παράδοση στις τράπεζες τίτλων κύριου ανασφάλιστου χρέους (senior unsecured bonds), οι τίτλοι αυτοί ενδέχεται να φέρουν την εγγύηση του Δημοσίου και, συνεπώς, θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ενέχυρο από τις τράπεζες στις πράξεις νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Εάν, αντίθετα, οι υπό έκδοση τίτλοι δεν φέρουν την εγγύηση του Δημοσίου, αυτό ενδέχεται να επηρεάσει τη χρήση τους από τα πιστωτικά ιδρύματα και θα πρέπει να εξεταστεί και να αξιολογηθεί κατά τη σύσταση της ΕΔΠΣ. Ενδεχομένως κάτι τέτοιο να είναι επιθυμητό και προτιμητέο, ωστόσο η διεθνής πρακτική δείχνει ότι τέτοια χρηματοδοτικά σχήματα χαρακτηρίζονται ως δυσκίνητα και συνήθως απαιτούν μεγαλύτερη αρχική κεφαλαιακή ενίσχυση.
Εναλλακτικά, μπορούν να εκδοθούν τίτλοι μειωμένης εξασφάλισης (subordinated bonds) από την ΕΔΠΣ για τη χρηματοδότηση και την αναγνώριση των δανείων στην εύλογη αξία (fair value), κατά την πρώτη μέρα λειτουργίας της ΕΔΠΣ, προφανώς όμως θα υφίσταται μεγαλύτερη επιβάρυνση στο κόστος διαχείρισης για την ΕΔΠΣ.
Αναφορικά, τέλος, με τη δημοσιονομική επίδραση από την ίδρυση και χρηματοδότηση της ΕΔΠΣ, εάν η εταιρεία χαρακτηριστεί ως δημόσιος οργανισμός και ταξινομηθεί στους εθνικούς λογαριασμούς της γενικής κυβέρνησης, θα προσμετρηθεί για την επίδραση στο έλλειμμα. Αντίθετα, εάν η ΕΔΠΣ ταξινομηθεί εκτός των εθνικών λογαριασμών, οι τυχόν καταβληθείσες κρατικές εγγυήσεις μπορεί να έχουν δημοσιονομική επίδραση μόνο κατά την έναρξη, στη διαδικασία της σύστασης της εταιρείας.