Τις αμοιβές στο Δημόσιο που δεν υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές είτε για κλάδο σύνταξης, επικούρησης, εφάπαξ, είτε για υγειονομική περίθαλψη, περιγράφει αναλυτικά υπουργική απόφαση που υπέγραψε ο υφυπουργός Εργασίας, Αναστάσιος Πετρόπουλος.
Στην απόφαση ορίζεται ότι ασφαλιστικές εισφορές καταβάλλουν όσοι συμμετέχουν σε θέσεις διοίκησης φορέων του δημοσίου και συμμετέχουν μόνιμα σε συνεδριάσεις επιτροπών. Επίσης, ξεκαθαρίζεται στην απόφαση πότε οι πολιτικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι θα καταβάλλουν διπλάσιες εισφορές για χρόνο ασφάλισης. Πιο συγκεκριμένα:
Δεν υπόκεινται σε εισφορές κλάδου κύριας, επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ παροχής, καθώς και υγειονομικής περίθαλψης όσες αποζημιώσεις/αμοιβές δημοσίων υπαλλήλων για την παροχή πρόσθετου έργου/υπηρεσίας ή για την κάλυψη δαπανών μετακίνησης ή μετάθεσης σε παραμεθόριες ή προβληματικές περιοχές κλπ. δεν καταβάλλονται με πάγιο και συστηματικό τρόπο, ούτως ώστε να προσιδιάζουν στην έννοια των τακτικών αποδοχών.
Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται οι υπερωρίες που τυχόν πραγματοποιούν οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι αμοιβές για όσους συμμετέχουν σε επιτροπές, ομάδες εργασίας, Επιτροπές ΚΕΠΑ, ολοήμερη λειτουργία νοσοκομείων, αποζημιώσεις εκπαιδευτικών και λοιπού προσωπικού που συμμετέχει στην οργάνωση, διεξαγωγή, υποστήριξη των γενικών και ειδικών εξετάσεων.
Επίσης, το ίδιο ισχύει για την εφάπαξ αποζημίωση για μετάθεση ή μετάταξη σε παραμεθόριες ή προβληματικές περιοχές, για τις δαπάνες μετακινούμενων (π.χ. ημερήσια αποζημίωση, επίδομα αλλοδαπής), την προσαύξηση του βασικού μισθού λόγω εκπαιδευτικής ή επιστημονικής άδειας, την ειδική αποζημίωση που καταβάλλεται σε όσους εργάζονται στην Προεδρία της Δημοκρατίας, στο ΑΣΕΠ και στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, την αμοιβή αποδοτικότητας, καθώς και την πρόσθετη αμοιβή (επιμίσθια) για την εκτέλεση χρηματοδοτούμενων ερευνητικών και λοιπών προγραμμάτων και τις εφημερίες.
Σημειώνεται ότι η εισφορά υπέρ εφάπαξ για «παλαιούς» ασφαλισμένους (έναρξη ασφάλισης έως 31.12.1992) του πρώην Τομέα Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, εξακολουθεί να υπολογίζεται στην βάση των πάσης φύσεως ακαθάριστων αποδοχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων, από οποιαδήποτε αιτία κι αν προέρχονται.
Επιπλέον, δεν υπόκεινται σε ασφαλιστικές κρατήσεις οι αποζημιώσεις, καθώς και τα έξοδα κίνησης των αιρετών οργάνων α’ και β’ βαθμού των ΟΤΑ (π.χ. του προέδρου συμβουλίου δημοτικής ή τοπικής κοινότητας και του εκπροσώπου της τοπικής κοινότητας κλπ), για τη συμμετοχή τους ως μέλη σε συμβούλια των ΟΤΑ (Δημοτικά συμβούλια, Περιφερειακά συμβούλια, Κοινοτικά Συμβούλια), για τα οποία δεν προκύπτει υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση.
Όλα αυτά ισχύουν από τον επόμενο μήνα κοινοποίησης της παρούσας εγκυκλίου. Ισχύουν δε και για υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ορισμένου ή αορίστου χρόνου).
Ως προς την εφάπαξ παροχή, για τους παλαιούς ασφαλισμένους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ορισμένου ή αορίστου χρόνου), διενεργείται κράτηση επί του βασικού μισθού και του Επιδόματος Χρόνου Υπηρεσίας, ενώ για τους νέους ασφαλισμένους επί των πάσης φύσεως αποδοχών, όπου αποδοχές νοούνται αυτές που καταβάλλονται κατά πάγιο και συστηματικό τρόπο. Επομένως, για τις ως άνω πρόσθετες αμοιβές με τη μορφή αποζημίωσης, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω, δεν διενεργούνται κρατήσεις για κανέναν κλάδο ασφάλισης τόσο σε υπαλλήλους με σχέση εργασίας δημοσίου όσο και ιδιωτικού δικαίου (ορισμένου ή αορίστου χρόνου).
Αμοιβές με τη μορφή αποζημίωσης, οι οποίες όπως προαναφέρθηκε δεν αποτελούν τακτικές αποδοχές, δεν υπόκεινται σε κρατήσεις υπέρ υγειονομικής περίθαλψης, τόσο για τους υπαλλήλους με σχέση εργασίας δημοσίου, όσο και ιδιωτικού δικαίου.
Τα ανωτέρω αναφερόμενα εφαρμόζονται αναλόγως από τον επόμενο μήνα κοινοποίησης της παρούσας εγκυκλίου και σε πρόσωπα που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα. Συνεπώς, για την αποζημίωση που λαμβάνουν δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιώτες από τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις συλλογικών οργάνων, για τις οποίες δεν προκύπτει υποχρέωση ασφάλισής τους, δεν υποχρεούνται και στην καταβολή ασφαλιστικών εισφορών.
Ασφαλιστικές εισφορές προσώπων που διορίζονται σε θέσεις διοίκησης φορέων του δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή ανεξάρτητων διοικητικών αρχών
Στην ίδια εγκύκλιο τονίζεται ότι οι υπάλληλοι που διορίζονται σε θέσεις διοίκησης φορέων του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή ανεξάρτητων διοικητικών αρχών (διοικητές, αναπληρωτές διοικητές, υποδιοικητές, πρόεδροι, αντιπρόεδροι, κλπ.), και επιλέγουν αντί των αποδοχών της οργανικής τους θέσης, τις αποδοχές της θέσης στην οποία διορίζονται, καταβάλλουν από 1.01.2017 και εφεξής εισφορές επί του συνόλου των αποδοχών, αποζημιώσεων και λοιπών αμοιβών, όπως αυτές ορίζονται κατά περίπτωση στις εκάστοτε Υπουργικές Αποφάσεις. Επί των ως άνω αποδοχών καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές και οι ιδιώτες που διορίζονται στις θέσεις αυτές.
Εάν τα ανωτέρω πρόσωπα, λαμβάνουν και αποζημίωση για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων των ως άνω φορέων, τότε ισχύουν τα εξής:
• Η μηνιαία αποζημίωση που χορηγείται πάγια και συστηματικά και ανεξάρτητα από τη συμμετοχή του προσώπου στις συνεδριάσεις του οργάνου, φέρει τα χαρακτηριστικά τακτικά καταβαλλόμενης αποδοχής και ως εκ τούτου υπέχει θέση μισθού και υπόκειται σε ασφαλιστικές κρατήσεις για τους κλάδους κύριας, επικουρικής ασφάλισης, εφάπαξ παροχής και υγειονομικής περίθαλψης (εφόσον βέβαια προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης για όλους τους εν λόγω κλάδους).
• Η ανά συνεδρίαση αποζημίωση, η οποία καταβάλλεται μόνο με τη συμμετοχή του προσώπου στις συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου και ως εκ τούτου όχι συστηματικά και πάγια, ούτως ώστε να φέρει τα χαρακτηριστικά μίας τακτικά καταβαλλόμενης αποδοχής, δεν υπόκειται σε κρατήσεις για κανέναν κλάδο ασφάλισης (κύριας, επικουρικής ασφάλισης, εφάπαξ παροχής και υγειονομικής περίθαλψης). Σημειώνεται ότι για τα πρόσωπα που λαμβάνουν μόνο αποζημίωση για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου διοίκησης, η οποία χορηγείται ανά συνεδρίαση, δεν υφίσταται υποχρέωση ασφάλισης και συνεπώς καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
Ασφαλιστικές εισφορές άλλων κατηγοριών υπαλλήλων
Οι υπάλληλοι οι οποίοι κατέχουν νόμιμα και δεύτερη έμμισθη θέση σε άλλο φορέα από αυτόν της οργανικής τους θέσης και λαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών της θέσης τους και το τριάντα τοις εκατό (30%) (ή το 100% στην περίπτωση των πολυτέκνων) των αποδοχών της δεύτερης θέσης στην οποία απασχολούνται καταβάλλουν εισφορές επί των συντάξιμων αποδοχών και των δύο θέσεων.
Οι υπάλληλοι που αποσπώνται σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων ή ειδικών συμβούλων ή συνεργατών στις Γενικές Γραμματείες του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης, στη Γενική Γραμματεία Συντονισμού, στα πολιτικά γραφεία των μελών της Κυβέρνησης ή Υφυπουργών ή Ειδικών Συμβούλων και Ειδικών Συνεργατών των Γενικών, Αναπληρωτών Γενικών Γραμματέων και Ειδικών Γραμματέων Υπουργείων, ειδικών συμβούλων, ειδικών ή επιστημονικών συνεργατών στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, καθώς και στους Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού και επιλέγουν αντί των αποδοχών της οργανικής τους θέσης τις αποδοχές της θέσης στην οποία αποσπώνται, καταβάλλουν εισφορές επί των συντάξιμων αποδοχών αυτών. Σε περίπτωση παράλληλης ανάθεσης καθηκόντων που λαμβάνουν τις αποδοχές της οργανικής τους θέσης και το σαράντα τοις εκατό (40%) του βασικού μισθού της θέσης του μετακλητού, καταβάλλουν εισφορές επί των συντάξιμων αποδοχών αυτών.
Υπολογισμός διπλάσιου χρόνου υπηρεσίας των πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων
Για υπηρεσίες, ο χρόνος των οποίων υπολογίζεται στο διπλάσιο και θα πραγματοποιηθούν από 1.01.2018 και εφεξής, η παρακράτηση των διπλών ασφαλιστικών εισφορών δεν πραγματοποιείται, εφόσον ο πολιτικός ή στρατιωτικός υπάλληλος υποβάλει σχετική δήλωση στην υπηρεσία του, οπότε και ο χρόνος αυτός από την ημερομηνία υποβολής της εν λόγω δήλωσης και εφεξής δεν υπολογίζεται στο διπλάσιο.
Επομένως για τον πολιτικό υπάλληλο – στρατιωτικό που δεν έχει υποβάλλει στην Υπηρεσία του την ως άνω σχετική δήλωση περί μη διπλού υπολογισμού των υπηρεσιών, θα πρέπει να καταβληθεί διπλή εισφορά για κύρια σύνταξη τόσο από τον ασφαλισμένο (2 Χ 6,67%) όσο και από τον εργοδότη. Υπενθυμίζεται ότι από 1.01.2017 το ποσοστό εισφοράς κλάδου σύνταξης στον ΕΦΚΑ ορίζεται σε 20% και επιμερίζεται σε ποσοστό 6,67% για τον ασφαλισμένο και 13,33% για τον εργοδότη. Για όσους υπαλλήλους υπηρετούσαν ήδη κατά την 31.12.2016, το ποσοστό εισφοράς του εργοδότη ανέρχεται σε 3,33% για το έτος 2017, σε 6,67% για το έτος 2018, σε 10% για το έτος 2019 και 13,33% για το έτος 2020 και εφεξής, ούτως ώστε η συνολική εισφορά κλάδου σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη να ανέρχεται πλέον σε 20%.
Σε περίπτωση που ο υπάλληλος – στρατιωτικός αρχικά έχει υποβάλλει στην Υπηρεσία του την προαναφερθείσα δήλωση να μην παρακρατούνται διπλές εισφορές για κύρια σύνταξη και εν συνεχεία επιθυμεί την αναγνώριση του διπλάσιου χρόνου, δύναται με αίτησή του, είτε κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας του είτε κατά το χρόνο της συνταξιοδότησής του να ζητήσει την αναγνώριση του χρόνου αυτού και να καταβάλλει τις εισφορές κλάδου σύνταξης, οι οποίες θα βαρύνουν τον ασφαλισμένο στο ποσοστό που του αναλογεί, υπολογιζόμενες επί των συντάξιμων αποδοχών, όπως ισχύουν (ποσοστά εισφορών και συντάξιμες αποδοχές) κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.
Υπηρεσίες που έχουν πραγματοποιηθεί έως και 31.12.2017, ο χρόνος των οποίων δεν έχει ακόμα αναγνωρισθεί στο διπλάσιο, δύναται να αναγνωρισθούν οποτεδήποτε ακόμα και κατά το χρόνο της συνταξιοδότησης, με σχετική αίτηση του πολιτικού ή στρατιωτικού υπαλλήλου. Η εισφορά για την αναγνώριση υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά εισφορών κλάδου σύνταξης και τις συντάξιμες αποδοχές που ίσχυαν όταν πραγματοποιήθηκε η συγκεκριμένη κάθε φορά υπηρεσία.
Στην εγκύκλιο σημειώνεται ότι αν πρόκειται για διορισμένους έως 30.09.1990, αναγνώριση του χρόνου των υπηρεσιών στο διπλάσιο μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, εξακολουθεί να γίνεται χωρίς καταβολή εισφορών.
Οι ανωτέρω χρόνοι, οι οποίοι υπολογίζονται στο διπλάσιο, αποτελούν -σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία- χρόνους πραγματικής υπηρεσίας και ανατρέχουν, για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης, στο έτος κατά το οποίο παρασχέθηκε κάθε φορά η εν λόγω υπηρεσία.
Δηλαδή ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται για την αναγνώριση χρόνου που πραγματοποιήθηκε το 2004 θα προσαυξήσουν τις συντάξιμες αποδοχές του έτους 2004, ακόμη και εάν η αναγνώριση έχει γίνει μεταγενέστερα.
Αντίστοιχα, ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται για την αναγνώριση χρόνου που πραγματοποιήθηκε το 1998 δεν θα ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό των συντάξιμων αποδοχών, ακόμη και εάν η αναγνώριση έχει γίνει μετά το 2002.