Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας – Αμμοχώστου επέβαλε σήμερα ποινή φυλάκισης 12 χρόνων σε 47χρονο από τη Λάρνακα, αφού κρίθηκε ένοχος κατόπιν κεκλεισμένων των θυρών ακροαματικής διαδικασίας σε 4 υποθέσεις βιασμού, 4 υποθέσεις διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρόνων, άσεμνης επίθεσης και δύο υποθέσεις που αφορούν επίθεση προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη.
Τα αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ 1/1/2000 και 1/7/2000 στη Λάρνακα και σε χωριό της επαρχίας. Τα αδικήματα της επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη, εναντίον του θύματος και της αδελφής της, διαπράχθηκαν μεταξύ των ημερομηνιών 1/1/1992 – 21/12/2000 στη Λάρνακα.
Σε ανακοινωθέν του το Κακουργιοδικείο περιγράφει τα γεγονότα όταν η κοπέλα ήταν 12 χρόνων το 2000 με τον κατηγορούμενο να έρχεται δια της βίας σε συνουσία μαζί της αρκετές φορές στο σπίτι όπου διέμενε με την μητέρα, την αδελφή και τον αδελφό της, στην ταράτσα της πολυκατοικίας όπου διέμεναν, σε τροχόσπιτο και σε χώρο όπου φύλαγε σκύλους.
Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία της παραπονούμενης από αυτό που της έκανε ο πατριός της «ένοιωθε πόνο, φόβο, ήταν αφόρητο, αηδίασε τον εαυτό της, έχασε τον ύπνο και δεν μπορούσε να κοιμηθεί και έκλαιγε συνέχεια στο κρεβάτι της», ότι αρκετές φορές ο 47χρονος έβγαζε φωτογραφίες από την πράξη και ότι προκειμένου να πηγαίνει μαζί του σε διάφορους χώρους έπειθε την μητέρα της για να την στείλει.
Προστίθεται ακόμα ότι «τα αδικήματα στα οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος χαρακτηρίζονται, ως εκ της φύσεως τους, ως ιδιαζόντως σοβαρά. Αδικήματα βιασμού και διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρόνων τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι και δια βίου. Η προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή είναι ενδεικτική της έκτασης της σοβαρότητας ενός αδικήματος».
Στο ανακοινωθέν του το Σώμα αναφέρει «με ιδιαίτερη έμφαση ότι τα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος βρίσκονται σε εξαιρετικά ανησυχητική έξαρση με όλες τις ευρύτερες αρνητικές διαστάσεις και επιπτώσεις που επιφέρει στα θύματα και γενικότερα στη συνοχή των διαπροσωπικών αλλά και των οικογενειακών σχέσεων και δεσμών».
Εκφράζουμε, συνεχίζει το Κακουργιοδικείο «την έντονη ανησυχία μας για τις διαστάσεις που παίρνουν τέτοιας μορφής αδικήματα και συνάμα τον αποτροπιασμό και την αποστροφή μας».
Σημειώνεται επίσης ότι δεν θα μπορούσε να κριθεί και να προσμετρήσει ως μετριαστικός παράγοντας προς όφελος του 47χρονου «η εσωτερική σιωπή και το δράμα της παραπονούμενης καθώς και οι ψυχολογικές, τραυματικές εμπειρίες που βίωνε για 16 περίπου χρόνια, για τις οποίες κατέθεσε ενώπιον μας και έγιναν αποδεκτές, μέχρι να αποκαλύψει και να δημοσιοποιήσει στην Αστυνομία όσα εξευτελιστικά και αποτρόπαια βίωνε από τον κατηγορούμενο».
Το Κακουργιοδικείο διαπιστώνει ακόμα ότι «η καταγγελία στην Αστυνομία πριν από δύο χρόνια δεν ήταν η πρώτη φορά που η παραπονούμενη μίλησε για την έκνομη συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Εύρημα του Δικαστηρίου αποτελεί ότι η κοπέλα μίλησε για τα γεγονότα στην ηλικία των 14μιση χρόνων, πρώτα στην αδελφή της και στη συνέχεια την ίδια ημέρα και οι δύο μαζί στη μητέρα τους. Η μητέρα ωστόσο δεν δέχθηκε τις κατηγορίες της νεαρής με αποτέλεσμα την ίδια ημέρα να φύγει από το σπίτι με την αδελφή της. Από τότε οι δύο κοπέλες διέμεναν με τη γιαγιά και τη θεία τους μέχρι που ενηλικιώθηκαν και μετακόμισαν σε άλλη πόλη».
Στην επιμέτρηση της ποινής το Δικαστήριο έλαβε υπόψη άλλους παράγοντες μεταξύ των οποίων «αυτός της προστασίας των γυναικών και των ανηλίκων, του θεσμού της οικογένειας αλλά τη φύση των αδικημάτων, τα οποία κυριολεκτικά εκμηδενίζουν την προσωπικότητα του θύματα, αφήνουν σοβαρά ψυχολογικά τραύματα, καταστρέφουν την παιδική ηλικία, δημιουργούν στο θύμα αισθήματα φόβου και ντροπής τα οποία ίσως θα το συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή».
Ακόμα σοβαρό επιβαρυντικό παράγοντα «συνιστά η μικρή ηλικία του θύματος, 12 χρόνων κατά τον επίδικο χρόνο και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ήταν πατριός της, αναδεικνύει ότι καταχράστηκε με το χειρότερο τρόπο τη θέση του έναντι του θύματος. Επιπρόσθετο επιβαρυντικό παράγοντα αποτελεί επίσης η χρήση φυσικής βίας και απειλών χρήσης βίας σε περίπτωση που η νεαρή αναφέρει οτιδήποτε σε οποιονδήποτε, η χρήση της φωτογραφικής μηχανής κατά τη διάρκεια των βιασμών, σε ότι και αν αποσκοπούσε η ενέργεια αυτή του κατηγορουμένου».
Χαρακτηρίζοντας τις ενέργειες του κατηγορουμένου «ειδεχθή και αποτρόπαια εγκλήματα» το Κακουργιοδικείο ανέφερε πως «ένα αθώο κοριτσάκι τρυφερής ηλικίας κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, αντί να βρει προστασία, συνάντησε την πιο απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση την οποία μόνο άνθρωποι με ζωώδη ένστικτα μετέρχονται. Από φύλακας που όφειλε να είναι, έγινε ο εφιάλτης της και με τις πράξεις του στιγμάτισε την προσωπικότητα και την κοινωνική υπόσταση του θύματος».
Προς όφελος του κατηγορουμένου το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις προσωπικές του συνθήκες και το λευκό ποινικό του μητρώο.
Το Κακουργιοδικείο επέβαλε τελικά στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 12 χρόνων, με την περίοδο έκτισης της να μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα που ο 47χρονος τελούσε σε προφυλάκιση.