Σε αθώωση οδηγήθηκε σοβαρή υπόθεση η οποία εκδικάστηκε από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού και αφορούσε αδικήματα όπως συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατοχή και εμπορία ναρκωτικών, απαγωγή, παράνομη κατοχή και χρήση πιστολιού.
Μετά από ακροαματική διαδικασία το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε σοβαρές παραλείψεις των ανακριτών ενώ ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν θύμα κακοποίησης και απειλών, κρίθηκε αναξιόπιστος.
Τα ουσιώδη γεγονότα διαδραματίστηκαν τον Δεκέμβριο του 2017. Μετά από πληροφορία εντοπίστηκαν ναρκωτικά και συγκεκριμένα κοκαΐνη, σε μηχανοστάσιο ξενοδοχείου της ορεινής Λεμεσού. Την κατοχή των ναρκωτικών παραδέχθηκε ένα πρόσωπο και σύντομα θα του επιβληθεί ποινή. Από τη μαρτυρία διαπιστώθηκε ότι ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου δεν θεωρήθηκε καν ύποπτος για την υπόθεση των ναρκωτικών. Ο ισχυρισμός του ήταν ότι εξαναγκάστηκε να μεταβεί σε ερημική περιοχή της Λεμεσού όπου ο κατηγορούμενος-αθωωθείς, ΧΠ, τον απείλησε με όπλο, έριξε στον αέρα πυροβολισμούς και προέβη σε βάναυση κακοποίησή του. Η δε αξίωση του προσώπου που τον κακοποίησε ήταν η επιστροφή της κοκαΐνης ή η χρηματική αποζημίωσή του.
Επρόκειτο για εντελώς άγνωστο πρόσωπο προς τον παραπονούμενο το οποίος δεν έδωσε καμία περιγραφή του δράστη, παρά μόνο ένα όνομα το οποίο άκουσε από τρίτο πρόσωπο που δεν ήταν μάρτυρας. Η παράλειψη της Αστυνομίας να ζητήσει από τον παραπονούμενο περιγραφή του προσώπου που τον κτύπησε, όπως και να προβεί σε οποιαδήποτε διαδικασία αναγνώρισης, είτε με φωτογραφίες είτε με αναγνωριστική παράταξη, σχολιάστηκε αρνητικά από το Δικαστήριο.
Η δε αναγνώριση του κατηγορούμενου-αθωωθέντος, από τον παραπονούμενο, εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου, κρίθηκε ακροσφαλής. Εν ολίγοις, ο παραπονούμενος είπε ότι ο δράστης ήταν ακριβώς όπως ο κατηγορούμενος κατά την ημέρα της αναγνώρισης ενώπιον του Δικαστηρίου, ένα χρόνο μετά. Στη βάση φωτογραφιών που έλαβε η ΥΚΑΝ κατά τη σύλληψη του αθωωθέντος, αμέσως μετά την καταγγελία του παραπονούμενου, διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν ουσιώδεις αλλαγές αφού κατά την αναγνώριση ενώπιον του δικαστηρίου είχε πολύ μακρύτερα μαλλιά, ενώ η απώλεια κιλών ήταν εμφανής στα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Πέραν αυτού, σύμφωνα με ιατρικές εκθέσεις που ετοιμάστηκαν σε ανύποπτο χρόνο, συνεπεία δυστυχήματος, ο κατηγορούμενος έχει πρόβλημα στη βάδισή του. Στην απόφασή του το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι: «η θέση του παραπονούμενου ότι ο κατηγορούμενος 1 τον ”κωλόσυρε” από τη μια πλευρά του δρόμου στην άλλη, ότι γονατούσε τόσο πάνω στον κατηγορούμενο 2 όσο και πάνω στον ίδιο και στη συνέχεια τους ”σήκωνε πάνω”, δεν συνάδει με τα ευρήματά μας ότι ο κατηγορούμενος 1 παρουσίαζε πάρεση στα πόδια και είχε αστάθεια στις κινήσεις του».
Αξιολογώντας τη μαρτυρία αστυνομικών το Δικαστήριο σημείωσε ότι ένας εξ αυτών «διαμόρφωνε τις απαντήσεις του ανάλογα με την περίπτωση, κατά την προσπάθειά του να καταδείξει ότι όλες οι ενέργειες της Αστυνομίας ήταν ορθές και δεν υπήρξαν λάθη στον τρόπο διερεύνησης της υπόθεσης».
Σε άλλο σημείο υπεδείχθη ότι «είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι δύο έμπειροι αστυνομικοί του ΤΑΕ που είχαν υπό τη φύλαξή τους έναν κρατούμενο, τον οποίο θεωρούσαν ως πρόσωπο επικίνδυνο και ο οποίος λίγες ώρες προηγουμένως οπλοφορούσε και είχε χτυπήσει άγρια τον παραπονούμενο, επιβιβάστηκαν στο όχημα του επικίνδυνου αυτού κρατούμενου, το οποίο δεν είχαν προηγουμένως ερευνήσει και κατ’ επέκταση δεν γνώριζαν κατά πόσο υπήρχε ή όχι οπλισμός εντός αυτού, μαζί με τον επικίνδυνο κρατούμενο για να τον μεταφέρουν από τα Πάνω Πολεμίδια στα γραφεία του ΤΑΕ, χωρίς κάποιος εκ των δύο αυτών αστυνομικών να μεταφέρει όπλο».
Το Δικαστήριο δεν απέκλεισε περαιτέρω τα υπολείμματα εκπυρσοκρότησης όπλου στο αυτοκίνητο του αθωωθέντος να ήταν αποτέλεσμα επιμόλυνσης από τους ίδιους τους αστυνομικούς, οι οποίοι δεν έλαβαν μέτρα κατά την κατάσχεσή του.