Ζήτημα εάν απαιτείται καταβολή παραβόλου από καθέναν από τους αιτούντες
ΣτΕ Β΄ Τμ. 1354/2018 επταμ. (παραπεμπτική στην Ολομέλεια)
Ένδικη προστασία – Αίτηση ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα – Παράβολο – Ζήτημα εάν απαιτείται καταβολή παραβόλου από καθέναν από τους αιτούντες
Η προβλεπόμενη από το άρθρο 36 του π.δ. 18/1989 υποχρέωση καταβολής παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως ιδιώτη διαδίκου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποβλέπει στην αποτροπή της άσκησης απερίσκεπτων και αστήρικτων ενδίκων βοηθημάτων, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας του Δικαστηρίου και της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, γι’ αυτό και η τύχη του (απόδοση ή κατάπτωση) συναρτάται, καταρχήν, με την έκβαση της δίκης, ήτοι την αποδοχή του ενδίκου βοηθήματος ή την απόρριψή του, ως απαράδεκτου ή αβάσιμου.
Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που ασκείται (με κοινό δικόγραφο) από περισσότερα του ενός πρόσωπα, ακόμα κι αν αυτά συνδέονται μεταξύ τους με το δεσμό της ομοδικίας, δημιουργούνται πλείονες αυτοτελείς έννομες σχέσεις δίκης, τόσες όσοι οι αιτούντες (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2910/1984 – πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 4134/2000, Ολομ. 3937/2000, 119/2018 κ.ά.), η δε κρίση του Δικαστηρίου επί καθεμίας από αυτές διενεργείται αυτοτελώς (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2910/1984), πράγμα που σημαίνει ότι η αίτηση μπορεί, αφενός, να απορριφθεί ως προς ορισμένους από τους αιτούντες και, αφετέρου, να γίνει δεκτή κατά το μέρος που ασκείται από άλλους (βλ. λ.χ. διατακτικό της απόφασης ΣτΕ 2334/2016 επταμ.).
Από το συνδυασμό των προηγουμένων προκύπτει αβίαστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 36 του π.δ. 18/1989, σε περίπτωση άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα και ανεξαρτήτως της ύπαρξης δεσμού ομοδικίας μεταξύ τους, οφείλεται, επί ποινή απαραδέκτου, παράβολο χωριστά για καθένα από τα πρόσωπα αυτά.
Πράγματι, σε τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο εξετάζει και κρίνει το παραδεκτό του ενδίκου βοηθήματος (ενδεχομένως, δε, ανάλογα με το αντικείμενο της υπόθεσης, και το βάσιμο αυτού) χωριστά ως προς καθέναν από τους αιτούντες (ιδίως, όσον αφορά τη νομιμοποίηση πληρεξούσιου δικηγόρου και τη συνδρομή εννόμου συμφέροντος), με συνέπεια την επιβάρυνση του έργου του, κατά τρόπο ώστε η λυσιτέλεια και η αποτελεσματικότητα του παραβόλου, ως μέσου αποτροπής απαράδεκτων (ή αβάσιμων) ενδίκων βοηθημάτων, να εξυπηρετείται μέσω της υποχρέωσης καταβολής του, επί ποινή απαραδέκτου, από καθέναν από τους αιτούντες, λαμβανομένου υπόψη ότι η εξέταση της καταβολής παραβόλου, ως προϋπόθεσης του παραδεκτού αιτήσεως ακυρώσεως, προηγείται, καταρχήν, της εξέτασης των όρων του παραδεκτού που αφορούν στη νομιμοποίηση πληρεξούσιου δικηγόρου, στη συνδρομή εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο εκάστου των αιτούντων και στην ύπαρξη δεσμού ομοδικίας μεταξύ τους.
Άλλως, δηλαδή υπό την ερμηνευτική εκδοχή ότι αρκεί η πληρωμή ενός μόνο παραβόλου για όλους τους αιτούντες, υπονομεύονται ο σκοπός και το ωφέλιμο αποτέλεσμα του άρθρου 36 του π.δ. 18/1989, με τις εντεύθεν επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία του Δικαστηρίου, το οποίο, άλλωστε, εάν δεχθεί την αίτηση για ορισμένους από τους διαδίκους και απορρίψει αυτήν (λ.χ. ως απαράδεκτη, ελλείψει νομιμοποίησης πληρεξούσιου δικηγόρου ή ελλείψει εννόμου συμφέροντος) ως προς τους λοιπούς, αποδίδει το (μοναδικό καταβληθέν) παράβολο στους νικήσαντες διαδίκους, χωρίς να μπορεί να διατάξει την κατάπτωσή του ως προς τους ηττηθέντες (βλ. λ.χ. διατακτικό της απόφασης ΣτΕ 2334/2016 επταμ.), παρά τα ρητώς και σαφώς οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 36.
Εξάλλου, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου (150 ευρώ) χωριστά για καθέναν από τους αιτούντες συνιστά θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος ένδικης προστασίας εκάστου εξ αυτών, διότι, εφόσον είναι επιτρεπτή η επιβολή υποχρέωσης καταβολής παραβόλου 150 ευρώ σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που ασκείται από ένα πρόσωπο, επιτρέπεται, κατά λογική αναγκαιότητα, να επιβληθεί και υποχρέωση καταβολής παραβόλου 150 ευρώ χωριστά για καθένα από τα πρόσωπα τα οποία ζητούν από κοινού, με ένα δικόγραφο, την ακύρωση ορισμένης διοικητικής πράξης.
Παράλληλα, η άσκηση από τους ιδιώτες της προβλεπόμενης στο νόμο δικονομικής δυνατότητας να ασκήσουν από κοινού αίτηση ακυρώσεως, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ναι μεν θεραπεύει σκοπούς αναγόμενους και στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, που μπορεί να εξυπηρετείται μέσω της έκδοσης μίας δικαστικής απόφασης επί κοινής αιτήσεως περισσότερων προσώπων, αντί της έκδοσης περισσότερων αποφάσεων επί αυτοτελών αιτήσεων των προσώπων αυτών, αλλά (i) η ως άνω δυνατότητα δεν συνιστά έκφανση του κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ή του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαιώματος των ιδιωτών για παροχή έννομης προστασίας έναντι εκτελεστών διοικητικών πράξεων (ανεξαρτήτως του ότι το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δεν εφαρμόζεται σε κατηγορίες διοικητικών διαφορών, όπως η παρούσα, που αφορούν στην επιβολή φορολογικών βαρών), δεδομένου ότι πρόκειται για ατομικό δικαίωμα εκάστου προσώπου, παρεχόμενου για την προστασία των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων του και όχι για συλλογικό δικαίωμα ομαδικής προσφυγής στο Δικαστήριο περισσότερων προσώπων, όπως, άλλωστε, συνάγεται εξ αντιδιαστολής και από το άρθρο 10 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα αναφοράς τόσο ως ατομικό όσο και ως συλλογικό δικαίωμα και (ii) η άσκηση της παραπάνω δικονομικής δυνατότητας άγει στη δημιουργία περισσότερων αυτοτελών εννόμων σχέσεων δίκης, καθεμία εκ των οποίων κρίνεται χωριστά από το Δικαστήριο, στοιχείο που δικαιολογεί τη θέσπιση σχετικών νομοθετικών περιορισμών, όπως ο προαναφερόμενος περί καταβολής χωριστού παραβόλου από τους αιτούντες, ώστε να διασφαλίζεται, κατά το δυνατό, η ορθή, σύμφωνη με το σκοπό της και λελογισμένη άσκηση της εν λόγω δικονομικής δυνατότητας, προς όφελος και της αποτελεσματικής λειτουργίας του Δικαστηρίου.
Άλλωστε, ακόμα και με την εφαρμογή του ανωτέρω περιορισμού για το παράβολο, η ομοδικία, ως δικονομική δυνατότητα, δεν θίγεται ουσιωδώς και εξακολουθεί να είναι ελκυστική για τους ενδιαφερόμενους, ως μέσο (δικονομικής) ένωσης των δυνάμεών τους, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών, καθώς τους επιτρέπει να μοιραστούν τα λοιπά έξοδα της δίκης και, ιδίως, της δικηγορικής αμοιβής για το ένδικο βοήθημα και τη συζήτησή του.
Τέλος, σε περίπτωση καταβολής ενός μόνο παραβόλου (ποσού 150 ευρώ) για αίτηση ακυρώσεως που ασκείται από περισσότερα πρόσωπα, (α) το παράβολο τεκμαίρεται ότι καταβλήθηκε για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος από το πρόσωπο το οποίο προτάσσεται στο δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως, αλλά (β) το εν λόγω τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί, εάν ο πληρεξούσιος δικηγόρος δηλώσει (το αργότερο μέχρι το πέρας της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο) ότι το παράβολο καταβλήθηκε για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος από κάποιον άλλον από τους αιτούντες
[με αντίθετη μειοψηφία δύο Συμβούλων και μίας Παρέδρου, σύμφωνα με την οποία νομίμως καταβάλλεται ένα παράβολο – παραπομπή του ζητήματος στην Ολομέλεια]