Κατηγορία: Εργατικά – Απασχόληση
Αρείου Πάγου 1050/2018
Περίληψη
Από το συνδυασμό των διατάξεων :
– της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 539/1945
– της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 539/1945
– της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 539/1945
– της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 539/1945
– της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 539/1945
Σε όλους τους μισθωτούς (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων για τις οποίες δεν πρόκειται ενταύθα), οι οποίοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, είτε με έγκυρη σύμβαση είτε με απλή σχέση εργασίας, πρέπει να χορηγείται μέσα σε κάθε ημερολογιακό έτος άδεια αναψυχής (ή «αναπαύσεως»), με τις συνήθεις αποδοχές.
Η άδεια αυτή, που αποκαλείται «κανονική άδεια» για να ξεχωρίζει από άλλες μορφές αδείας, αποβλέπει αφ’ ενός στη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας των εργαζομένων και αφ’ ετέρου στη δυνατότητα συμμετοχής ενός εκάστου στα αγαθά του ελευθέρου χρόνου. Το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής, που απορρέει ευθέως εκ του νόμου και δεν εξαρτάται από την ουσιώδη ή μη ανάλωση των παραγωγικών δυνάμεων του εργαζόμενου, υφίσταται ανεξάρτητα προς το αν ο τελευταίος ζήτησε ή όχι τη χορήγηση της άδειας από τον εργοδότη.
Ο εργοδότης πρέπει σε κάθε περίπτωση να χορηγήσει την άδεια, την οποία ο εργαζόμενος δικαιούται, μέσα στο ημερολογιακό έτος για το οποίο πρόκειται και παράλληλα, να καταβάλει τις αποδοχές των ημερών αδείας σαν ο εργαζόμενος να είχε δουλέψει κανονικά.
Εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί εφικτή η χορήγηση της άδειας αυτουσίως (in natura) μέσα στο ημερολογιακό έτος, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική.
Τότε, ο εργοδότης οφείλει, ως υποκατάστατο της άδειας, να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές, τις οποίες θα κατέβαλλε εάν ο τελευταίος είχε λάβει την άδεια αναψυχής αυτουσίως.
Εάν, πέραν τούτου, η μη χορήγηση της άδειας μπορεί να αποδοθεί σε πταίσμα του εργοδότη (ακόμη και σε ελαφριά αμέλεια), αυτός οφείλει, ως αστική ποινή υπέρ του εργαζόμενου, προσαύξηση 100% επί των αποδοχών αδείας.
Το πταίσμα του εργοδότη τεκμαίρεται όταν αποδειχθεί ότι ο εργαζόμενος ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια αυτουσίως, αλλά ο εργοδότης απέφυγε να τον ικανοποιήσει (ΑΠ 902/2017).
Εξ άλλου, σύμφωνα με το την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 539/1945, για τον υπολογισμό του χρόνου απασχόλησης, ο οποίος λαμβάνεται υπ’ όψη προς εξεύρεση τουαριθμού των ημερών τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ως κανονική άδεια, δεν αφαιρούνται τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία αυτός απείχε από την εργασία του στην υπόχρεη επιχείρηση, επειδή αντιμετώπισε σχετικώς βραχείας διαρκείας ασθένεια (ή στράτευση, απεργία, ανταπεργία ή ανώτερη βία, που δεν ενδιαφέρουν ενταύθα).
Και σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 5 του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4558/1930, ως βραχείας διαρκείας ασθένεια θεωρείται εκείνη που διαρκεί ένα μήνα για υπαλλήλους που υπηρετούν μέχρι τέσσερα έτη, τρεις μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των τεσσάρων ετών, τέσσερις μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των δέκα ετών και έξι μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των δεκαπέντε ετών. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, εξ αντιδιαστολής, ότι όταν η απουσία λόγω ασθενείας υπερβεί τα ως άνω, κατά περίπτωση, όρια, χαρακτηρίζεται ως μακράς διαρκείας, δεν υπολογίζεται ως χρόνος απασχόλησης για το κρίσιμο έτος και, κατά το μέρος που υπερβαίνει το νόμιμο όριο, καταλογίζεται στις ημέρες της άδειας την οποία, άλλως, θα δικαιούτο ο εργαζόμενος και την οποία απομειώνει.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 5 του ΑΝ 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 1346/1983, «αν λυθεί η σχέση εργασίας μισθωτού με οποιοδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια».
Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες που ήδη αναφέρθηκαν παραπάνω (βλ. σκέψη αρ. 2), συνάγεται ότι η εκ μέρους του εργοδότη καταβολή αποδοχών αδείας στον εργαζόμενο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χορήγηση της άδειας, δηλαδή με τη θεμελίωση δικαιώματος εκ μέρους του τελευταίου να λάβει άδεια αναψυχής κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου ημερολογιακού έτους.
Εάν ο εργαζόμενος δεν απέκτησε ή απώλεσε το σχετικό δικαίωμα, τότε ούτε αποδοχές αδείας δικαιούται, διότι αυτές νοούνται αποκλειστικά ως παρακολούθημα της κανονικής άδειας, «που του οφείλεται» (κατά τη γραμματική διατύπωση του νόμου, η οποία υπονοεί αναγκαία ότι σε περίπτωση που δεν οφείλεται άδεια, δεν οφείλονται ούτε αποδοχές αδείας, έτσι η Ολ ΑΠ 1139/1974 [Σ. Γάγγας], άλλως η Ολ ΑΠ 27/2004 [Χ. Μπαβέας], αμφότερες χωρίς ιδιαίτερη νομική επιχειρηματολογία επί του συγκεκριμένου ζητήματος, εκδοθείσες σε υποθέσεις που δεν φαίνεται να συνδέονταν με λύση της σχέσεως εργασίας).
Προς την ερμηνεία αυτή συνάδουν και οι ρυθμίσεις του άρθρου 3 παρ. 1 εδ. α και παρ. 8 του ΑΝ 539/1945, όπως η τελευταία προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966, σύμφωνα με τις οποίες (σε νεοελληνική απόδοση) «κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα δικαιούτο εάν εργαζόταν κατά τον αντίστοιχο χρόνο στην υπόχρεη επιχείρηση» και «οι αποδοχές αδείας μαζί με το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στο μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας αναψυχής».
Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 (σε νεοελληνική απόδοση) «όσοι απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιοδήποτε εργοδότη, δικαιούνται κάθε έτος επίδομα αδείας ίσο προς το σύνολο των αποδοχών που καθορίζονται από τον ΑΝ 539/1945 ή άλλες διατάξεις για τις ημέρες της άδειας αναπαύσεως με αποδοχές, τις οποίες ο καθένας δικαιούται, με τον περιορισμό ότι το επίδομα αυτό δεν δύναται να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου, γι’ αυτούς που αμείβονται με μηνιαίο μισθό, ή δεκατριών εργάσιμων ημερών, γι’ αυτούς που αμείβονται με ημερομίσθιο […]. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές αδείας αναπαύσεως του μισθωτού».
Οπότε, και πάλι συνάγεται ότι το επίδομα αδείας, όπως και οι αποδοχές αδείας, αποτελεί παρακολούθημα των ημερών αδείας αναψυχής, τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται σε συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος και καταβάλλεται «ομού» μετά των αποδοχών αδείας, κατά την έναρξη της κανονικής άδειας.
Και εξ αντιδιαστολής, συνάγεται ότι εφ’ όσον ο μισθωτός δεν δικαιούται άδεια αναψυχής, ούτε αποδοχές αδείας ούτε επίδομα αδείας δικαιούται.
Στην προκείμενη περίπτωση (αντίθετα με τα ως άνω σκεπτικά) , το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζοντας ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη 5417/2017 απόφασή του δέχθηκε ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, παρά το γεγονός ότι κατά το έτος 2014, εντός του οποίου απολύθηκε ύστερα από μακρά αναρρωτική άδεια, υπερκαλύπτουσα τον δικαιούμενο χρόνο βραχείας απουσίας λόγω ασθενείας, με συνέπεια να μη δικαιούται ουδεμία ημέρα αδείας αναψυχής, δικαιούται να λάβει εκ μέρους της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας τις κατά τις ως άνω διατάξεις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας.
Ο Άρειος πάγος καταλήγει στο ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου προκειμένου αυτή να αποφανθεί εκ νέου επί του νομικού ζητήματος περί του εάν το δικαίωμα του εργαζόμενου να λάβει αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας, είτε λύεται η σύμβαση ή σχέση εργασίας είτε εξακολουθεί, προϋποθέτει ή δεν προϋποθέτει υφιστάμενο δικαίωμα του ιδίου να λάβει, εν όλω ή εν μέρει, κανονική άδεια (ή άδεια αναψυχής ή αναπαύσεως) εντός του κρισίμου ημερολογιακού έτους.
Το ζήτημα αυτό συνιστά, κατά την ομόφωνη κρίση του παρόντος Β1 τμήματος δικαστηρίου, ζήτημα εξαιρετικής σημασίας (άρθρο 23 παρ. 2 περ. β’ του Ν. 1756/88 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίου και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 2331/1995), για το λόγο ότι η προ 15ετίας, περίπου, συμπτωματική αντιμετώπισή του από την Ολ ΑΠ 27/2004, αντιθέτως προς την Ολ ΑΠ 1139/1974, αφ’ ενός εμφανίζει απόκλιση εκ του γράμματος των σχετικών διατάξεων και αφ’ ετέρου έχει δεχθεί κριτική εκ μέρους της θεωρίας.
Τμ. Β1
Πρόεδρος: ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΟΣΜΙΔΗΣ
Εισηγητής: ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΡΑΪΣΚΟΥ – ΠΑΛΟΓΟΥ
Δικηγόροι: Φωκίων Τσίντος και Δημήτριος Λαδάς – Σοφία Χατζηγιαννάκη
1. Από την κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 5-5-2015 αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος εξέθεσε ότι την 17-5-2004, είχε προσληφθεί από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως οδηγός – πωλητής προϊόντων της επιχείρησής της. Ότι ο ίδιος, συνεπεία τροχαίου ατυχήματος που συνέβη σε ώρα εργασίας κατά την οδήγηση του αυτοκινήτου που του είχε παραχωρήσει η εναγομένη, τραυματίσθηκε και είχε μακρά αναρρωτική άδεια, από 9-8-2013 μέχρι 11-5-2014.
Ότι αμέσως μετά την επάνοδό του από την άδεια αυτή, την 12-5-2014, η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας και κατέβαλε σε δόσεις την προσήκουσα αποζημίωση απολύσεως.
Ότι, αντιθέτως, δεν του κατέβαλε τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας του έτους της απόλυσής του.
Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε με την αγωγή να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει
α) 2.043,25 ευρώ για αποδοχές αδείας 2014,
β) 1.534 ευρώ για επίδομα αδείας 2014 και
γ) 2.043,25 ευρώ για προσαύξηση 100% των αποδοχών αδείας, συνολικά δε για τις αιτίες αυτές το ποσό των 5.620,50 ευρώ.
Επί της αγωγής, εκδόθηκε η 12/16 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, με την οποία κατά παραδοχή αυτής επιδικάσθηκε στον ενάγοντα το αιτηθέν ποσό στο σύνολό του. Κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η εναγομένη άσκησε την από 13-9-2016 έφεση, με την οποία προέβαλε ότι ο ενάγων, που όταν συνέβη το τροχαίο ατύχημα είχε προϋπηρεσία στην εναγομένη περισσότερη από τρία και λιγότερη από δέκα έτη, δικαιούτο για βραχεία αναρρωτική άδεια συνολικά τρεις μήνες, για κάθε ημερολογιακό έτος. Ότι αυτός είχε υπερβεί το όριο αυτό και δεν δικαιούτο άδεια αναψυχής για το έτος 2014, κατά το οποίο επανήλθε στην υπηρεσία και αμέσως απολύθηκε, χωρίς να προσφέρει πραγματική εργασία. Ότι, κατόπιν αυτού, δεν δικαιούτο ούτε αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας, διότι οι παροχές αυτές συνιστούν παρακολούθημα του δικαιώματος του εργαζόμενου να λάβει την ετήσια άδεια αναψυχής και δεν νοούνται οφειλόμενες από τον εργοδότη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος, για οποιοδήποτε νόμιμο λόγο, δεν δικαιούται κανονική άδεια. Και ότι, κατά μείζονα λόγο, δεν δικαιούτο την κατά 100% προσαύξηση των αποδοχών αδείας, η οποία προϋποθέτει αφ’ ενός δικαίωμα λήψεως αδείας και αφ’ ετέρου υπαίτια άρνηση του εργοδότη να τη χορηγήσει. Επί της εφέσεως, εκδόθηκε η 5417/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και, με τον τρόπο αυτό, επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση. Κατά της αποφάσεως αυτής, η εναγομένη άσκησε, παραδεκτώς, την ένδικη αίτηση αναιρέσεως, με την οποία ζητεί την ακύρωσή της και στην οποία σωρεύει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση προ της εκτελέσεως αυτής.
2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945, όπως η παρ. 1 του άρθρου 2 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1346/1983, η παρ. 1 του άρθρου 4 συμπληρώθηκε με την προσθήκη εδαφίου δια της παραγράφου 15 του άρθρου 3 του ν. 4504/1966 και η παρ. 1 του άρθρου 5 συμπληρώθηκε με την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 του ΝΔ 3755/1957, συνάγονται τα ακόλουθα: Σε όλους τους μισθωτούς (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων για τις οποίες δεν πρόκειται ενταύθα), οι οποίοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, είτε με έγκυρη σύμβαση είτε με απλή σχέση εργασίας, πρέπει να χορηγείται μέσα σε κάθε ημερολογιακό έτος άδεια αναψυχής (ή «αναπαύσεως»), με τις συνήθεις αποδοχές.
Η άδεια αυτή, που αποκαλείται «κανονική άδεια» για να ξεχωρίζει από τις άλλες μορφές αδείας, αποβλέπει αφ’ ενός στη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας των εργαζομένων και αφ’ ετέρου στη δυνατότητα συμμετοχής ενός εκάστου στα αγαθά του ελευθέρου χρόνου. Το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής, που απορρέει ευθέως εκ του νόμου και δεν εξαρτάται από την ουσιώδη ή μη ανάλωση των παραγωγικών δυνάμεων του εργαζόμενου, υφίσταται ανεξάρτητα προς το αν ο τελευταίος ζήτησε ή όχι τη χορήγηση της άδειας από τον εργοδότη. Ο εργοδότης πρέπει σε κάθε περίπτωση να χορηγήσει την άδεια, την οποία ο εργαζόμενος δικαιούται, μέσα στο ημερολογιακό έτος για το οποίο πρόκειται και παράλληλα, να καταβάλει τις αποδοχές των ημερών αδείας σαν ο εργαζόμενος να είχε δουλέψει κανονικά. Εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί εφικτή η χορήγηση της άδειας αυτουσίως (in natura) μέσα στο ημερολογιακό έτος, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική. Τότε, ο εργοδότης οφείλει, ως υποκατάστατο της άδειας, να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές, τις οποίες θα κατέβαλλε εάν ο τελευταίος είχε λάβει την άδεια αναψυχής αυτουσίως. Εάν, πέραν τούτου, η μη χορήγηση της άδειας μπορεί να αποδοθεί σε πταίσμα του εργοδότη (ακόμη και σε ελαφριά αμέλεια), αυτός οφείλει, ως αστική ποινή υπέρ του εργαζόμενου, προσαύξηση 100% επί των αποδοχών αδείας. Το πταίσμα του εργοδότη τεκμαίρεται όταν αποδειχθεί ότι ο εργαζόμενος ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια αυτουσίως, αλλά ο εργοδότης απέφυγε να τον ικανοποιήσει (ΑΠ 902/2017).
Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 του ΑΝ 539/1945, για τον υπολογισμό του χρόνου απασχόλησης, ο οποίος λαμβάνεται υπ’ όψη προς εξεύρεση τουαριθμού των ημερών τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ως κανονική άδεια, δεν αφαιρούνται τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία αυτός απείχε από την εργασία του στην υπόχρεη επιχείρηση, επειδή αντιμετώπισε σχετικώς βραχείας διαρκείας ασθένεια (ή στράτευση, απεργία, ανταπεργία ή ανώτερη βία, που δεν ενδιαφέρουν ενταύθα). Και σύμφωνα με την παρ 3 του άρθρου 5 του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4558/1930, ως βραχείας διαρκείας ασθένεια θεωρείται εκείνη που διαρκεί ένα μήνα για υπαλλήλους που υπηρετούν μέχρι τέσσερα έτη, τρεις μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των τεσσάρων ετών, τέσσερις μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των δέκα ετών και έξι μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των δεκαπέντε ετών. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, εξ αντιδιαστολής, ότι όταν η απουσία λόγω ασθενείας υπερβεί τα ως άνω, κατά περίπτωση, όρια, χαρακτηρίζεται ως μακράς διαρκείας, δεν υπολογίζεται ως χρόνος απασχόλησης για το κρίσιμο έτος και, κατά το μέρος που υπερβαίνει το νόμιμο όριο, καταλογίζεται στις ημέρες της άδειας την οποία, άλλως, θα δικαιούτο ο εργαζόμενος και την οποία απομειώνει.
3. Στην προκείμενη περίπτωση, από το ιστορικό της αγωγής προέκυπτε ότι ο ενάγων απολύθηκε την 12.5.2014, ήτοι την ημέρα κατά την οποία επέστρεψε από προηγηθείσα, μακρά αναρρωτική άδεια, η οποία είχε αρχίσει ήδη από το έτος 2013 και είχε διαρκέσει ολόκληρο το προηγηθέν χρονικό διάστημα του έτους 2014. Και ότι, όπως ο ίδιος ο ενάγων ανέφερε στην αγωγή, η ληφθείσα αναρρωτική άδεια είχε υπερκαλύψει το χρονικό όριο των τριών μηνών, το οποίο αναλογούσε στην προϋπηρεσία του στην επιχείρηση της εναγομένης, με συνέπεια να μην έχει δικαίωμα σε λήψη κανονικής άδειας.
Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά, δεν υπάρχει επίκληση, αλλά ούτε και θα μπορούσε να υπάρξει, περί του ότι ο ενάγων ζήτησε τη χορήγηση άδειας αναψυχής από την εναγομένη και αυτή υπαιτίως την αρνήθηκε κατά το έτος 2014, εντός του οποίου τον απέλυσε χωρίς να έχει εργασθεί ούτε μία ημέρα.
Ως εκ τούτου, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις επιβολής στην εναγομένη της εκ του νόμου προβλεπόμενης αστικής ποινής, ήτοι της κατά 100% προσαύξησης των αποδοχών αδείας (ως προς τις οποίες, κατά τα λοιπά, γίνεται λόγος στη συνέχεια της παρούσας) και ως προς το κονδύλιο αυτό η ένδικη αγωγή ελέγχεται ως μη νόμιμη.
Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, ως προς το μέρος με το οποίο επισημαίνεται η κακή ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων σε σχέση με την επιδίκαση προσαύξησης υπέρ του ενάγοντος και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
4. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 5 του ΑΝ 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 1346/1983, «αν λυθεί η σχέση εργασίας μισθωτού με οποιοδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια».
Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες που ήδη αναφέρθηκαν παραπάνω (βλ. σκέψη αρ. 2), συνάγεται ότι η εκ μέρους του εργοδότη καταβολή αποδοχών αδείας στον εργαζόμενο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χορήγηση της άδειας, δηλαδή με τη θεμελίωση δικαιώματος εκ μέρους του τελευταίου να λάβει άδεια αναψυχής κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου ημερολογιακού έτους. Εάν ο εργαζόμενος δεν απέκτησε ή απώλεσε το σχετικό δικαίωμα, τότε ούτε αποδοχές αδείας δικαιούται, διότι αυτές νοούνται αποκλειστικά ως παρακολούθημα της κανονικής άδειας, «που του οφείλεται» (κατά τη γραμματική διατύπωση του νόμου, η οποία υπονοεί αναγκαία ότι σε περίπτωση που δεν οφείλεται άδεια, δεν οφείλονται ούτε αποδοχές αδείας, έτσι η Ολ ΑΠ 1139/1974 [Σ. Γάγγας], άλλως η Ολ ΑΠ 27/2004 [Χ. Μπαβέας], αμφότερες χωρίς ιδιαίτερη νομική επιχειρηματολογία επί του συγκεκριμένου ζητήματος, εκδοθείσες σε υποθέσεις που δεν φαίνεται να συνδέονταν με λύση της σχέσεως εργασίας). Προς την ερμηνεία αυτή συνάδουν και οι ρυθμίσεις του άρθρου 3 παρ. 1 εδ. α’ και παρ. 8 του ΑΝ 539/1945, όπως η τελευταία προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966, σύμφωνα με τις οποίες (σε νεοελληνική απόδοση) «κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα δικαιούτο εάν εργαζόταν κατά τον αντίστοιχο χρόνο στην υπόχρεη επιχείρηση» και «οι αποδοχές αδείας μαζί με το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στο μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας αναψυχής». Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 (σε νεοελληνική απόδοση) «όσοι απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιοδήποτε εργοδότη, δικαιούνται κάθε έτος επίδομα αδείας ίσο προς το σύνολο των αποδοχών που καθορίζονται από τον ΑΝ 539/1945 ή άλλες διατάξεις για τις ημέρες της άδειας αναπαύσεως με αποδοχές, τις οποίες ο καθένας δικαιούται, με τον περιορισμό ότι το επίδομα αυτό δεν δύναται να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου, γι’ αυτούς που αμείβονται με μηνιαίο μισθό, ή δεκατριών εργάσιμων ημερών, γι’ αυτούς που αμείβονται με ημερομίσθιο […]. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές αδείας αναπαύσεως του μισθωτού». Οπότε, και πάλι συνάγεται ότι το επίδομα αδείας, όπως και οι αποδοχές αδείας, αποτελεί παρακολούθημα των ημερών αδείας αναψυχής, τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται σε συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος και καταβάλλεται «ομού» μετά των αποδοχών αδείας, κατά την έναρξη της κανονικής άδειας. Και εξ αντιδιαστολής, συνάγεται ότι εφ’ όσον ο μισθωτός δεν δικαιούται άδεια αναψυχής, ούτε αποδοχές αδείας ούτε επίδομα αδείας δικαιούται.
5. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζοντας ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη 5417/2017 απόφασή του δέχθηκε ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, παρά το γεγονός ότι κατά το έτος 2014, εντός του οποίου απολύθηκε ύστερα από μακρά αναρρωτική άδεια, υπερκαλύπτουσα τον δικαιούμενο χρόνο βραχείας απουσίας λόγω ασθενείας, με συνέπεια να μη δικαιούται ουδεμία ημέρα αδείας αναψυχής, δικαιούται να λάβει εκ μέρους της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας τις κατά τις ως άνω διατάξεις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας. Κατόπιν αυτού, αντίθετα προς τις ως άνω ερμηνευτικές σκέψεις (βλ. αρ. 4), αλλά με παραπομπή στην προαναφερθείσα ΟλΑΠ 27/2004, απέρριψε την έφεση κατά της τότε εκκαλουμένης 12/16 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας.
6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές
α) πρέπει κατά παραδοχή του αντίστοιχου μέρους του μοναδικού λόγου της αιτήσεως να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος με το οποίο έκρινε νόμιμη και βάσιμη την ένδικη αγωγή ως προς το κεφάλαιο περί επιδικάσεως στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο της κατά 100% προσαυξήσεως επί των αποδοχών αδείας του έτους 2014 (βλ. παραπάνω, αρ. 3) και
β) να παραπεμφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον της πλήρους Ολομελείας του Αρείου Πάγου προκειμένου αυτή να αποφανθεί εκ νέου επί του νομικού ζητήματος περί του εάν το δικαίωμα του εργαζόμενου να λάβει αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας, είτε λύεται η σύμβαση ή σχέση εργασίας είτε εξακολουθεί, προϋποθέτει ή δεν προϋποθέτει υφιστάμενο δικαίωμα του ιδίου να λάβει, εν όλω ή εν μέρει, κανονική άδεια (ή άδεια αναψυχής ή αναπαύσεως) εντός του κρισίμου ημερολογιακού έτους.
Το ζήτημα αυτό συνιστά, κατά την ομόφωνη κρίση του παρόντος Β1 τμήματος δικαστηρίου, ζήτημα εξαιρετικής σημασίας (άρθρο 23 παρ. 2 περ. β’ του Ν. 1756/88 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίου και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 2331/1995), για το λόγο ότι η προ 15ετίας, περίπου, συμπτωματική αντιμετώπισή του από την ΟλΑΠ 27/04, αντιθέτως προς την ΟλΑΠ 1139/1974, αφ’ ενός εμφανίζει απόκλιση εκ του γράμματος των σχετικών διατάξεων και αφ’ ετέρου έχει δεχθεί κριτική εκ μέρους της θεωρίας.
7. Ως προς το ήδη αναιρούμενο μέρος, λόγω του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και, ύστερα από μερική εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, να απορριφθεί η ένδικη αγωγή για το σχετικό κεφάλαιο, ως μη νόμιμη (ΚΠολΔ 580 παρ. 3). Κατόπιν αυτού, πρέπει να γίνει αντιστοίχως δεκτό και το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από την εκτέλεση της 5417/17 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ΚΠολΔ 579 παρ. 2 και 914), ήτοι να υποχρεωθεί ο ενάγων να αποδώσει στην εναγομένη το ποσό του κεφαλαίου 2.043,25 ευρώ μετά των επ’ αυτού αναλογούντων τόκων, το οποίο η τελευταία αποδεικνύει ότι του κατέβαλε σε εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης για την κατά 100% προσαύξηση επί των αποδοχών αδείας του έτους 2014, μετά την τελεσιδικία που επήλθε δια της αντιστοίχου απορρίψεως της εφέσεώς της με την αναιρούμενη απόφαση. Τέλος, λόγω του ότι μετά την έκδοση της αποφάσεως της πλήρους Ολομέλειας, επί του μέρους του μοναδικού λόγου της αιτήσεως που παραπέμπεται σ’ αυτήν, δεν απομένει πεδίο αναιρετικού ελέγχου στο παρόν Β1 τμήμα του Αρείου Πάγου (διότι, είτε θα απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση αναιρέσεως, είτε θα γίνει δεκτή και, κατ’ άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, μετ’ εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως και κατά τα λοιπά, θα απορριφθεί αντιστοίχως η αγωγή από το δικαστήριο της Ολομέλειας), πρέπει ο αναιρεσίβλητος να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας στην παρούσα συζήτηση, κατά το μέρος που ηττάται, σύμφωνα με το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183, 191 παρ. 2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 5417/17 απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που απέρριψε την από 13.9.2016 έφεση της αναιρεσείουσας ως προ το κεφάλαιο περί επιδικάσεως στον αναιρεσίβλητο της κατά 100% προσαυξήσεως επί των αποδοχών αδείας του έτους 2014.
Παραπέμπει κατά τα λοιπά στην πλήρη ολομέλεια το μοναδικό λόγο της από 18.7.2017 αιτήσεως για αναίρεση της 5417/17 αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, που έχει δικάσει ως εφετείο, ως προς το εξαιρετικής σημασίας ζήτημα που αναφέρεται στο σκεπτικό…
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ