Τι ήταν οι κλέφτες και πώς μετατράπηκαν σε θρυλικούς αγωνιστές της ελευθερίας – Οι αρματολοί και τα αρματολίκια – Η δράση τους στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Η τουρκική κατάκτηση δημιούργησε τις συνθήκες για την ανάπτυξη ενός ρεύματος που οδηγούσε τους κατοίκους από τις πεδινές περιοχές προς τους ορεινούς όγκους.
Μπροστά στην απειλή της σφαγής και της αιχμαλωσίας πολλοί ήταν αυτοί που διάλεγαν τον δρόμο της φυγής.
Μετακινούμενοι σε ορεινές περιοχές, οι φυγάδες αυτοί γνώριζαν ότι οι συνθήκες διαβίωσης θα ήταν πολύ δύσκολες. Για να επιβιώσουν χρειαζόταν σκληρός αγώνας, που είχε σαν συνέπεια τόσο την ανάπτυξη σωματικών και πνευματικών ικανοτήτων όσο και τη δημιουργία διαφορετικής ψυχοσύνθεσης και νοοτροπίας.
Κατά την πρώτη, σκοτεινή περίοδο, της τουρκοκρατίας σε όσους κατέφευγαν στους ορεινούς όγκους, δημιουργήθηκε η ψυχοσύνθεση του αντάρτη, του ανυπότακτου που δεν δέχεται να συμβιβασθεί με την εξουσία, είτε πρόκειται για την οθωμανική διοίκηση είτε για τους κοτζαμπάσηδες και καταφεύγει πολύ συχνά για την επιβίωσή του σε αρπαγές.
Οι κλέφτες, έτσι έμειναν στην ιστορία, εμφανίστηκαν από την αρχή της τουρκικής κατάκτησης.
«Για να φθάσει όμως ο κλέφτης να γίνει ο θρυλικός αγωνιστής της ελευθερίας, όπως μας τον παρουσιάζουν τα δημοτικά μας τραγούδια και η παράδοση, χρειάστηκε να περάσουν τρεις περίπου αιώνες μετά την άλωση.
Τα ελάχιστα στοιχεία που έχουμε για κλέφτες στον 18ο αιώνα αναφέρονται σε πράξεις που μόνο σαν ληστεία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Είναι άλλωστε γενικά παραδεκτό ότι οι κλέφτες στους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας δεν είχαν συνείδηση ότι αγωνίζονται για την ελευθερία του συνόλου» («ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ).
Η ζωή των κλεφτών
Οι κλέφτες έμεναν σε ορεινά, άγονα κατά κανόνα μέρη, και ήταν πάντοτε έτοιμοι ν΄ αλλάξουν λημέρια όταν κινδύνευαν. Ήταν πάντα ένοπλοι και ζούσαν από ληστείες. Έκλεβαν τα κοπάδια διαφόρων Οθωμανών αξιωματούχων, ενώ αρκετές φορές άρπαζαν τους αγάδες και τους μπέηδες και στη συνέχεια ζητούσαν λύτρα για την απελευθέρωσή τους. Μερικές φορές, λήστευαν ακόμα και Έλληνες Χριστιανούς.
Όταν δεν πολεμούσαν, οι κλέφτες εξασκούνταν στη σκοποβολή, τη δισκοβολία, τα άλματα και το τρέξιμο.
Ο Νικοτσάρας, λέγεται ότι έτρεχε πιο γρήγορα από ένα άλογο και ότι με ένα άλμα του μπορούσε να περάσει εφτά άλογα στη σειρά! Για τον Ζαχαριά, ότι έτρεχε τόσο γρήγορα, που οι φτέρνες έφταναν στ’ αφτιά του!
Οι κλέφτες είχαν φοβερή αντοχή στην πείνα, τη δίψα και την αγρύπνια. Υπήρχαν περιπτώσεις που έμεναν άγρυπνοι, νηστικοί και χωρίς να πιουν νερό, τρία ολόκληρα μερόνυχτα. Οι εχθροί τους νόμιζαν ότι είχαν εξαντληθεί, ωστόσο εκείνοι έβρισκαν δυνάμεις, έκαναν επίθεση και νικούσαν.
Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, οι κλέφτες φέρονταν πάντα με μεγάλο σεβασμό στις γυναίκες που έπιαναν αιχμάλωτες, είτε αυτές ήταν χριστιανές είτε μουσουλμάνες, νέες ή ηλικιωμένες, όμορφες ή άσχημες.
Αναφέρεται το παράδειγμα ενός αρχηγού κλέφτικου σώματος, που τον σκότωσαν οι ίδιοι οι σύντροφοί του, γιατί δεν σεβάστηκε την τιμή μιας Τουρκάλας αιχμάλωτου μέχρι να πάρει τα λύτρα.
Οι κλέφτες όμως δεν συμπαθούσαν ιδιαίτερα τους καλόγερους, από τους οποίους έπαιρναν συχνά χρήματα και τους ιερείς, όταν αυτοί, τύχαινε να είναι και προεστοί στα χωριά και επομένως καταδίωκαν τους κλέφτες.
Στη συνείδηση του λαού, οι κλέφτες «περνούσαν» περίπου ως ήρωες. Ο απλός κόσμος τους θαύμαζε, καθώς πολλές φορές λήστευαν (ή ακόμα και σκότωναν), μισητά στον λαό πρόσωπα.
Ο Τζορτζ Φίλνεϊ στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», γράφει:
«Όπου η κυβέρνηση δεν δείχνει σεβασμό στη δικαιοσύνη, οι εκτός νόμου συχνά βρίσκουν υποστήριξη στις κατώτερες τάξεις του λαού, σα μέσον που διασφαλίζει την εκδίκηση ή επανορθώνει τα αφόρητα κοινωνικά κακά. Μια ζωή ανεξάρτητη, κι όταν ακόμα λεκιάζεται από το έγκλημα, πάντοτε διαχύνει κάποια γοητεία στα πνεύματα των καταπιεζομένων…».
Η οθωμανική εξουσία, προσπάθησε να βρει τρόπους για να αντιμετωπίσει τους κλέφτες. Οργάνωσε στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον τους ή προσπάθησε με διάφορα μέσα να τους δελεάσει ή να τους εξουδετερώσει.
Μια προσπάθεια περιστολής της δράσης των κλεφτών, αναφέρεται σε «βραχύ χρονικό» του 1534, όπου η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια που απέκτησε αργότερα.
«… εν έτει αφλδ’ (1534) άφησαν οι Φράγκοι την Κορώνη ατοί τους και ήλθε τότες ένας φλαμπουριάρης (σημαιοφόρος < φλάμπουρο = σημαία) και εστάθη εις τον Μορέα και εμπιτάρισε (εποίκησε < ιταλ. abitare) την Κορώνη και έπιασε τους κλέπτες του Μορέως».
Όπως γράφει ο Εβλιγιά Τσελεμπή, το 1652 ο Κεμαλί Χαλίλ αγάς με δύναμη 10.000 ανδρών, καταδίωξε του κλέφτες που δρούσαν στη Βόρεια Μακεδονία και συγκεκριμένα στο Πετρίτσι και τα γύρω βουνά.
Τα αποτελέσματα της επιχείρησης αυτής ήταν πενιχρά, καθώς λίγα χρόνια αργότερα η δράση των κλεφτών στην περιοχή, συνεχιζόταν.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, συγκεκριμένα το 1627, πάλι ο Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρεται στον κλέφτη Πρόδρομο (της περιοχής της Εορδαίας), που αποτελούσε φόβο και τρόμο για όλους. Τρεις άλλοι κλέφτες στην περιοχή της Βέροιας, αναφέρονται σαν αρχηγοί ομάδας. Ένας από αυτούς φόνευσε «εις τον δρόμον της πανηγύρεως Ντόλιανης του Χαλίλ σούμπασην (τοπικός άρχοντας με διοικητική και αστυνομική εξουσία)» και θεωρήθηκε «τιμωρητέος δια θανάτου», μετά τη σύλληψή του.
Επίσης, σε έγγραφο του 1667 αναφέρεται οργανωμένη επιδρομή 70 κλεφτών στη θέση Άη – Γιάννης της Βέροιας εναντίον εμπόρων που κατευθύνονταν στην εμποροπανήγυρη της Ελασσόνας. Οι κλέφτες αυτοί «εισβάλοντας εις το χωρίον με τας σημαίας των, αφού αφήρεσαν πάντα τα τρόφιμα των (των εμπόρων), εφόνευσαν τινάς εξ αυτών».
(«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ)
Περιηγητές της Ρούμελης, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, όπου ο M. Leake, στο «Travels in Northern Greece” και ο E. Dodwell, στο “A Classical and Topographical Tour Through Greece”, απ’ όπου και οι εντυπωσιακές εικόνες της Λάρισας και των Τεμπών (στις αρχές του 19ου) του άρθρου, γράφουν ότι οι κλέφτες όχι μόνο λήστευαν τους πλούσιους αλλά και σκότωναν ακόμα και φτωχούς όταν δεν γίνονταν όργανά τους.
Οι κλέφτες της Πελοποννήσου είχαν σαν πρόχειρο καταφύγιο τις ενετοκρατούμενες περιοχές, ενώ οι κλέφτες της Ρούμελης και κυρίως εκείνοι των ανατολικών επαρχιών, αναγκάστηκαν με το πέρασμα του χρόνου να φτιάξουν δικά τους ορμητήρια στα βουνά, κυρίως στον Όλυμπο, στο Πήλιο, την Όσσα και τα Άγραφα.
Εκεί σχημάτισαν στρατόπεδα, είτε με πρόθυμη στήριξη των κατοίκων, είτε με εξαναγκασμό. Όπως γράφει και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος:
«Απ’ αυτά τα στρατόπεδα εξορμούσαν στις πεδιάδες και στις πόλεις και λήστευαν τους Τούρκους, μερικές φορές δε και τους ίδιους χριστιανούς, γι’ αυτό και ονομάστηκαν και κλέφτες».
Οι αρματολοί
Παράλληλος προς τον θεσμό των κλεφτών, δημιούργημα όμως άλλων συνθηκών, ήταν ο θεσμός των αρματολών.
Η λέξη αρματολός, δεν απαντά σε ελληνικά κείμενα ως τον 17ο αιώνα. Σε πολύ παλιά τουρκικά κείμενα υπάρχει ο όρος martolos, martoloz, ενώ σε βενετικά κείμενα του 16ου αιώνα αναφέρονται οι martolozi, δηλαδή οι αρματολοί.
Στα τουρκικά κείμενα, η λέξη αναφέρεται στον ένοπλο, τον φρουρό του κάστρου, όπως επίσης και τον πειρατή, όχι μόνο των θαλασσών αλλά και των ποταμών, κυρίως του Δούναβη. Η πιο πιθανή ετυμολογία της λέξης είναι αυτή του Μ. Φιλήντα. Ότι προέρχεται από τη λέξη αρματολόγος, για την οποία όμως δεν υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία, είναι όπως λένε οι φιλόλογοι – γλωσσολόγοι αμάρτυρη και αυτό σημειώνεται με ένα αστεράκι,*.
Έχουμε λοιπόν: αρματολός < αρματολόος < * αρματολόγος (το σύμβολο < γνωστό κι από τα μαθηματικά όπου σημαίνει το «μικρότερο από», δηλώνει στην ετυμολογία ότι η λέξη «παράγεται», «προέρχεται»).
Την ίδια εκδοχή, ενστερνίζεται και ο Γ. Μπαμπινιώτης στο «Ετυμολογικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας».
Τούρκοι ιστορικοί αναφέρουν ότι ο θεσμός των αρματολών έχει τις ρίζες του στα χρόνια του ιδρυτή του οθωμανικού κράτους Οσμάν Γαζή (1300 – 1326) και του διαδόχου του Ορχάν Μπέη (1326 – 1362).
Η συστηματική όμως οργάνωση του θεσμού και η εφαρμογή του στην Ελλάδα, τοποθετείται στα χρόνια του σουλτάνου Μουράτ Β’ (1421 – 1451), οπότε και πιστεύεται ότι ιδρύθηκε το πρώτο αρματολίκι στην Ελλάδα, αυτό των Θεσσαλικών Αγράφων, λίγες μόνο δεκαετίες μετά την κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς.
Για τη φύλαξη των στενών διαβάσεων (κλεισουρών) και των περασμάτων των Αγράφων, πιθανότατα δεν χρησιμοποιήθηκαν Έλληνες, αλλά παλαίμαχοι Τούρκοι πολεμιστές, οι οποίοι είχαν καταπονηθεί από τις μακροχρόνιες πολεμικές συγκρούσεις, αλλά μπορούσαν να αναλάβουν αυτό το έργο.
Και στη Βαλκανική όμως αναφέρονται από τον 15ο αιώνα αρματολοί, αρχικά ως επικουρικά στρατεύματα των Τούρκων, τα οποία σχηματίζονταν από ντόπιους στις χώρες που κατακτούσαν και τους χρησιμοποιούσαν στις εκστρατείες τους. Τα μέλη των σωμάτων αυτών απαλλάσσονταν από τους φόρους που πλήρωναν οι υπόδουλοι και λάμβαναν και μισθό για τις υπηρεσίες που προσέφεραν. Το 1492, αναφέρονται πάνω από 500 αρματολοί, ως φρουροί στα σύνορα με το Βελιγράδι. Την ίδια περίοδο, αναφέρονται αρματολοί να υπηρετούν σε φρούρια των δαλματικών συνόρων και να αψιμαχούν με τους Βενετούς.
Τον Σεπτέμβριο του 1503 αρματολοί χρησιμοποιήθηκαν στην επίθεση εναντίον του Σπλιτ. Επί Σουλεϊμάν Α’ (1520-1566) αρματολοί εκτελούσαν υπηρεσία και στη μεθόριο και στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Στα χρόνια του Σουλεϊμάν Α’ επίσης, ιδρύθηκαν μια σειρά από αρματολίκια. Δεκαπέντε από αυτά αναφέρει ο Π. Αραβαντινός ο οποίος επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό από τουρκικά έγγραφα του β’ μισού του 16ου αιώνα.
Πρόκειται για τα αρματολίκια των Ιωαννίνων, της Άρτας, των Αγράφων, των Σερβίων, των Γρεβενών, της Ελασσόνας, του Δομενίκου, των Τρικάλων, της Ανασελίτσας, του Κάρλελι και του Πατρατζικίου (Υπάτης). Στην υπόλοιπη Βαλκανική, μνημονεύονται αρματολίκια, στο Βελιγράδι, τα Σκόπια, το Δέλβινο, την Κορυτσά, την Αυλώνα, το Ελμπασάν και το Σμενδέροβο.
Στην Πελοπόννησο, δεν αναφέρεται ούτε ένα αρματολίκι αν και η μορφολογία του εδάφους ευνοούσε την ίδρυσή τους. Τα κάστρα που ήταν διάσπαρτα στον Μοριά, η παρουσία ισχυρών στρατιωτικών φρουρών καθώς και γεωγραφικοί παράγοντες υπήρξαν η αιτία για την μη εφαρμογή του θεσμού αυτού.
Ο Τ. Κανδηλώρος στη μελέτη του «Ο Αρματωλισμός της Πελοποννήσου» (1924) προσπάθησε ν’ αποδείξει ότι στον Μοριά όχι μόνο υπήρξαν αρματολίκια αλλά και ότι εκεί εμφανίστηκαν οι πρώτοι αρματολοί. Ωστόσο, κανείς άλλος δεν δέχεται κάτι τέτοιο.
Αρματολοί και κλέφτες- Ο αγώνας για την ελευθερία
Ως το τέλος του 17ου αιώνα, οι αρματολοί όχι μόνο δεν αντιμάχονταν την τουρκική εξουσία αλλά εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, τη βοηθούσαν για τη δίωξη των κλεφτών και την επικράτηση ηρεμίας στις περιοχές που φρουρούσαν. Κάτι τέτοιο έγινε όμως προσωρινά. Οι αναφορές καταδίωξης κλεφτών από αρματολούς ειδικά στη Μακεδονία στα τέλη του 17ου αιώνα είναι πολλές.
Από τις αρχές του 18ου αιώνα έχουμε τις πρώτες μαρτυρίες για σαφή αλλαγή της στάσης των αρματολών και μετατόπισής τους προς τους κλέφτες. Το πρώτο περιστατικό έλαβε χώρα στη Νάουσα το 1705 όταν Τούρκος αξιωματικός (σιλιχτάρης) πήγε στην περιοχή για να στρατολογήσει νέους για τα τάγματα των γενίτσαρων. Οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν και με επικεφαλής τον αρματολό Ζήση Καραδήμο και τους δύο γιους του, σχημάτισαν σώμα («συμμορία» κατά τα τουρκικά έγγραφα) από 100 και πλέον άνδρες, που έδρασε στην περιοχή της Βέροιας και της Νάουσας. Καταδιωκτικό απόσπασμα από 800 Τούρκους με επικεφαλής τον βοεβόδα της Βέροιας μετά από σκληρή μάχη σκότωσε τον Καραδήμο και αιχμαλώτισε τους δυο γιους του οι οποίοι στη συνέχεια θανατώθηκαν.
Σε οθωμανικό φιρμάνι του 1714 γίνεται λόγος για συνεργασία αρματολών και κλεφτών στους καζάδες των Γιαννιτσών και της Έδεσσας. Μετά από αυτά και, πιθανότατα, αλλά συμβάντα που δεν γνωρίζουμε, τα αρματολίκια αφαιρέθηκαν από τους Έλληνες και δόθηκαν σε εξισλαμισμένους Αλβανούς ή καταργήθηκαν.
Βαθμιαία, οι αρματολοί συνεργάζονται με τους κλέφτες εναντίον της οθωμανικής εξουσίας. Ήδη το 1765, πολλοί καπεταναίοι, παλιοί αρματολοί προσπαθούν να ξεσηκώσουν τους Λαρισαίους. Μετά τα Ορλοφικά (1770), οι αρματολοί της Ρούμελης, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, πρωτοστάτησαν στο κίνημα του Κατσαντώνη. Ο Ρήγας Φεραίος στον “Ύμνο Πατριωτικό της Ελλάδος και όλης της Γραικίας” μνημονεύει περίπου 30 κλεφταρματολούς στους οποίους στηρίζει τις ελπίδες του για εξέγερση και ως παραδείγματα που πρέπει να μιμηθούν όλοι οι Έλληνες.
Φημισμένοι αρματολοί, κατά τον Χ. Περραιβό, ήταν ο καπετάν Ζήτρος (στην Ελασσόνα), ο καπετάν Τόσκας (Γρεβενά), ο καπετάν Καραλής (χωριά του Ολύμπου), ο καπετάν Μπλαχάβας (Χάσια), ο καπετάν Μακρυθανάσης και ο καπετάν Μακροπούλιος (Κίσσαβος), ο καπετάν Καρακίτσος (Καρπενήσι) και ακόμα, ο Νικόλαος Τζιοβάρας που έγινε φόβος και τρόμος των Τούρκων στην Ήπειρο (β’ μισό του 17ου αιώνα).
Μπορεί όλοι αυτοί να μην είχαν συνείδηση της εθνικής και πολιτικής ανεξαρτησίας και να πολεμούσαν μόνο για την ατομική τους ελευθερία και τη χριστιανική πίστη. Αφού βοήθησαν στα επαναστατικά κινήματα στα χρόνια της τουρκοκρατίας, ήταν οι πρωταγωνιστές του αγώνα για την ελευθερία το 1821. Κι αν ο τακτικός ελληνικός στρατός, γνώρισε βαριές ήττες στη διάρκεια του Αγώνα, οι κλεφταρματολοί έχουν να παρουσιάσουν μονάχα λαμπρά και ηρωικά κατορθώματα.
Όπως γράφει, πολύ εύστοχα, ο Δημήτριος Καμπούρογλου, στο βιβλίο του «Αρματωλοί και Κλέφτες»:
«Οι τελευταίοι ούτοι κλέφτες της Ρούμελης, όπως και οι περισωθέντες κλέφτες του Μοριά και οι κουρσάροι των νήσων, τα πρωτοπαλίκαρα και αυτά τα μικρά κλεφτόπουλα και ναυτόπουλα ακόμη, γίνονται τώρα οι Στρατηγοί και οι οπλαρχηγοί, γίνονται οι ναυμάχοι και οι πυρποληταί του Αγώνος. Η αντίδρασις γίνεται τώρα δράσις και οι αλυσίδες των σκλάβων αρχίζουν να σπάζουν μία, μία…
Εις τα σχολεία αυτά λοιπόν των βουνών και των κυμάτων εδιδάχθη από των πρώτων της αλώσεως χρόνων η Ελληνική ψυχή πώς να μάχεται και πώς να νικά.
Εις τα σχολεία αυτά των βουνών και των κυμάτων εδιδάχθησαν της Πατρίδας οι πρόμαχοι πώς ν’ αποθνήσκουν «πειθόμενοι τοις ρήμασι εκείνων».