Προσπάθεια για να ξεκινήσει, σιγά – σιγά, η εφαρμογή του ΠΔ 32/2016 με τίτλο «Ορισμός επιστημονικών κριτηρίων και συνεκτιμώμενων στοιχείων για την υπαγωγή εκτάσεων στις περιπτώσεις των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 3 του Ν. 998/1979», το οποίο αφορά την υπαγωγή εκτάσεων στις κατηγορίες δάσος, δασική έκταση, κ.λπ. γίνεται από πλευράς των υπηρεσιών του ΥΠΕΝ. Βασική «καινοτομία» του νέου ΠΔ είναι ο ποσοτικός ορισμός της έκτασης που χαρακτηρίζεται «δάσος» στα 700 τετραγωνικά μέτρα αλλά και η καθιέρωση σχεδόν όλων των κριτηρίων που εισάγει ως «ενδεικτικών», αφήνοντας εκτενή περιθώρια για «κατά περίπτωση κρίση» και, φυσικά, για τις αντίστοιχες μακροχρόνιες δικαστικές διαμάχες.
Θυμίζουμε ότι η «ιστορία» των ποσοτικών κριτηρίων για το χαρακτηρισμό του δάσους είναι παλαιά με έντονες συνταγματικές προεκτάσεις, καθώς το άρθρο 24 για τα δάση έχει γίνει προσπάθεια να αναθεωρηθεί πολλές φορές.
Σύμφωνα με τη παρ. 1 του άρθρου 3 ν. 998/79 (που αποτελεί εφαρμοστικό του Συντάγματος νόμο), όπως ισχύει, ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Με την παρ. 2 ορίζεται ότι δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Ενώ η παρ. 5 αναφέρεται στις (α) χορτολιβαδικές, (β) βραχώδεις ή πετρώδεις εκτάσεις των ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών που υπάγονται στις προστατευτικές διατάξεις της δασικής νομοθεσίας.
Με τον Νόμο 4280 του 2014, που τροποποίησε τον νόμο 997/79, προβλέφθηκε η έκδοση ΠΔ (ώστε να υπάρχει προληπτικός έλεγχος του Συμβουλίου της Επικρατείας στις προτεινόμενες διατάξεις) για τα επιστημονικά κριτήρια και τα συνεκτιμώμενα στοιχεία για την υπαγωγή εκτάσεων στις κατηγορίες «δάσος», «δασική έκταση», «χορτολιβαδική έκταση» κλπ.
Η σημερινή κυβέρνηση τόσο ως αντιπολίτευση όσο και στις αρχικές προγραμματικές δηλώσεις της είχε καταγγείλει το νόμο 4280/2014 και είχε δηλώσει ότι θα τον ακυρώσει. Κατά του νόμου, για ξεχωριστούς λόγους, είχε ταχθεί και το μεγαλύτερο μέρος των περιβαλλοντικών οργανώσεων. Ωστόσο ο νόμος 4280/2014 είναι συνδεδεμένος με εφαρμογή μνημονιακών δεσμεύσεων της χώρας στο σκέλος των χρήσεων γης και φαίνεται ότι η κυβέρνηση προσπαθεί μέσω του ΠΔ να περιορίσει τις δυνατότητες επιτρεπτών επεμβάσεων στα δάση, μέσω των κριτηρίων ορισμού των εκτάσεων. Το ΥΠΕΝ, μετά από έλεγχο του ΣτΕ στο σχέδιο ΠΔ και αποδεχόμενο τον κύριο κορμό των παρατηρήσεών του, εξέδωσε ήδη το ΠΔ που ξεκινά να εφαρμόζεται. Σύμφωνα με πληροφορίες της greenagenda, η διατύπωση του ΠΔ, λόγω της γενικότητάς του, έχει την έγκριση των τεχνικών κλιμακίων των θεσμών, αλλά μένει να αξιολογηθεί η εφαρμογή του. Ο ίδιος όρος της γενικότητας (που αποτελεί συμβιβαστική τομή ανάμεσα σε αντιτιθέμενες επιλογές) αποτελεί όμως και αιχμή παραγόντων της αγοράς κατά του Υπουργείου, καθώς θεωρούν ότι ακριβώς λόγω της «ενδεικτικότητας» των κριτηρίων παραμένει ένα μεγάλο πεδίο «αυθαιρεσίας» και «συναλλαγής».
Τι κριτήρια προβλέπει όμως το νέο Προεδρικό Διάταγμα, όπως θα εφαρμόζεται εφεξής;
Κριτήρια που λαμβάνονται σωρευτικά για τον προσδιορισμό της οργανικής ενότητας
Κριτήριο Πρώτο: Η ‘‘Αναγκαία επιφάνεια εδάφους’’, ως ενδεικτικό προσδιοριστικό αριθμητικό δεδομένο για την ύπαρξη δάσους ή δασικής έκτασης.
Με αυτόν τον όρο νοείται η εδαφική έκταση που καλύπτεται από δασική βλάστηση (υψηλή ή θαμνώδη), έχει τα οικολογικά χαρακτηριστικά της δασοβιοκοινότητας και του ιδιαίτερου δασογενούς περιβάλλοντος και αποτελεί, κατά τους κανόνες της δασολογικής επιστήμης, λειτουργική διαχειριστική μονάδα που συμβάλλει στην οικολογική ισορροπία του περιβάλλοντος ορισμένης περιοχής. Ως τέτοια επιφάνεια δίδεται, ενδεικτικά, η έχουσα μέγεθος λόχμης με ελάχιστο εμβαδόν επτακόσια τετραγωνικά μέτρα (700 τ.μ.), επιφάνεια, χωρίς να αποκλείονται, λόγω της αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης και των ιδιαίτερων εκάστοτε συνθηκών, και εκτάσεις με δασική βλάστηση μικρότερες αυτής, στις περιπτώσεις που περιβάλλονται ή συνορεύουν με άλλες εκτάσεις δασικού χαρακτήρα ή που συντρέχουν οι προϋποθέσεις του επόμενου κριτηρίου.
Κριτήριο Δεύτερο: Η ύπαρξη ιδιαίτερης βιοκοινότητας (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερου φυσικού περιβάλλοντος (δασογενές)
Σύμφωνα με το ΠΔ, το σύνολο των άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασής τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές).
Κατά την εξέταση του κριτηρίου αυτού λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία της δασικής οικολογίας, όπως:
α) Η φυόμενη επί της εκτάσεως άγρια ξυλώδης βλάστηση (υψηλή ή θαμνώδης). Τα στοιχεία της χλωρίδας που συνθέτουν την ξυλώδη βλάστηση (είδη και σύνθεση αυτής).
β) Η ύπαρξη άγριας ζωής ως στοιχείο της δασοβιοκοινότητας μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης της υπάρχουσας χλωρίδας και πανίδας.
γ) Η φυτοκοινωνιολογική ζώνη στην οποία υπάγεται η περιοχή της υπό εξέταση εκτάσεως.
δ) Οι εδαφολογικές συνθήκες (είδος και βάθος εδάφους, γόνιμο, άγονο, επιδεκτικό ή μη καλλιέργειας).
ε) Οι σταθμολογικές συνθήκες (τοπογραφία, ανάγλυφο, υπερθαλάσσιο ύψος, έκθεση ως προς τον ορίζοντα, κλίσεις εδάφους).
στ) Το γεωλογικό υπόστρωμα (υπέδαφος, μητρικό πέτρωμα).
ζ) Οι κλιματολογικές συνθήκες (πώς επηρεάζουν την ανάπτυξη και εξέλιξη της βλάστησης ιδιαίτερα σε σχέση με την κλιματική ζώνη, μέσο ύψος βροχής, διάρκεια ξηροθερμικών περιόδων κ.λ.π.).
η) Η θέση της έκτασης σε σχέση με την ευρύτερη περιοχή (στοιχεία όμορων και παρακείμενων εκτάσεων, απόσταση εξ αυτών, είδος βλάστησης) καθώς και αν η έκταση ευρίσκεται εντός αλπικής ζώνης ή επί άβατων κλιτύων ορέων (αναφορικά με εκτάσεις που καλύπτονται από οποιαδήποτε ξυλώδη ή μη βλάστηση και ευρίσκονται εντός και υπεράνω των δασών και δασικών εκτάσεων).
Κριτήριο προσδιορισμού διάκρισης του δάσους από τη δασική έκταση
Σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο νέο ΠΔ, «αραιά», κατά την εξειδίκευση του συνταγματικού ορισμού και της νομολογίας, θεωρείται η δασική βλάστηση (και άρα όχι δάσος) εφόσον μεταξύ των διακένων των δασικών ατόμων δύναται να παρεμβληθεί δασικό άτομο με κανονική κόμη και εφόσον στο σύνολο της έκτασης ο μέσος βαθμός συγκόμωσης δεν υπερβαίνει το 25% (αραιά συγκόμωση). Το κριτήριο είναι ενδεικτικό και μπορεί η έκταση να αποτελεί δάσος και με μικρότερη συγκόμωση.
Κατά συναγωγή, όταν η συγκόμωση είναι άνω του 25% η έκταση θεωρείται δάσος.
Συμπληρωματικά στοιχεία
Επιπλέον σύμφωνα με το ΠΔ, σε κάθε περίπτωση συνεκτιμώνται, συμπληρωματικά, τα ακόλουθα στοιχεία που προκύπτουν από το αρχείο των δασικών υπηρεσιών:
α) Ανθρώπινες παρεμβάσεις και δραστηριότητες που έχουν λάβει χώρα οποτεδήποτε στην έκταση είτε κατόπιν εκδόσεως νομίμων αδειών είτε παράνομων υλικών ενεργειών και πράξεων, ή διοικητικές πράξεις που αφορούν την έκταση.
β) Στερεοσκοπική παρατήρηση της έκτασης διαχρονικά με χρήση αεροφωτογραφιών,
ορθοφωτοχαρτών και άλλων στοιχείων της σύγχρονης τεχνολογίας και επιστήμης, ιδίως χαρτών,δορυφορικών συστημάτων τηλεπισκόπισης, καθώς και φωτοερμηνευτική ανασκόπηση της έκτασης σε συνδυασμό με την επιτόπια αυτοψία.
Τέλος το ΠΔ επιχειρεί να δώσει συγκεκριμένη και ορισμένη, πέραν επιμέρους ερμηνειών, λύση στο πολύχρονο πρόβλημα του ορισμού και της κατηγοριοποίησης των χορτολιβαδικών και των βραχωδών εκτάσεων. Υπό τον τίτλο «Εννοιολογικός προσδιορισμός των χορτολιβαδικών και βραχωδών εκτάσεων» το ΠΔ προβλέπει:
1. Χορτολιβαδικές θεωρούνται οι εκτάσεις που βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών και συγκροτούν φυσικά οικοσυστήματα αποτελούμενα από φρυγανική (μη ξυλώδη), ποώδη ή αυτοφυή βλάστηση ή από δασική μεν βλάστηση, που δεν συνιστά όμως δασοβιοκοινότητα.
2. Βραχώδεις ή πετρώδεις θεωρούνται οι εκτάσεις επί των οποίων κυριαρχούν οι βραχώδεις ή πετρώδεις εξάρσεις επί του εδάφους και βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών.
3. Ως πεδινές χορτολιβαδικές εκτάσεις (μη ορεινές ή ημιορεινές και μη κείμενες επί ανώμαλων εδαφών) θεωρούνται οι εκτάσεις που έχουν τα χαρακτηριστικά του οικοσυστήματος ή της βλάστησης της παραγράφου 1 και των οποίων, σωρευτικά, το υψόμετρο δεν υπερβαίνει τα 100 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, η δε μέση κλίση της εδαφικής επιφάνειας δεν υπερβαίνει το 8% και η μέγιστη εδαφική κλίση δεν ξεπερνά το 12% επί του συνόλου της εδαφικής επιφάνειας.