Η επιβεβαίωση του αποκλεισμού των ελληνικών τραπεζών από το waiver (κατ’ εξαίρεση χρηματοδότηση με εγγύηση κρατικά ομόλογα), αλλά και του ελληνικού Δημοσίου από το QE, μετά την τελευταία συνεδρίαση του Δ.Σ. της ΕΚΤ, κλείνει την πόρτα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, μετά την 20ή Αυγούστου, στη “φθηνή” χρηματοδότηση από τη Φρανκφούρτη.
Ο ανομολόγητος λόγος για τη στάση αυτή της ΕΚΤ –και του κ. Ντράγκι προσωπικά– δεν έχει να κάνει βέβαια με τις “εξηγήσεις” που δόθηκαν την Πέμπτη. Ότι δηλαδή η Ελλάδα δεν θα είναι πλέον σε “πρόγραμμα”, αλλά, όπως διευκρινίζεται στο “Κ” από αρμόδιο παράγοντα στην Φρανκφούρτη, το ότι “το ελληνικό χρέος για την ΕΚΤ παραμένει μη βιώσιμο…”.
Και αυτό θα είναι ξεκάθαρο στην επικείμενη Έκθεση της ΕΚΤ (DSA), στην οποία θα αναγνωρίζεται ότι ναι μεν τα μέτρα του Eurogroup (21/6) έχουν διασφαλίσει την εξυπηρέτηση του χρέους για τα επόμενα 4 χρόνια και επίσης έχουν διευκολύνει με ισχυρό τρόπο την εξυπηρέτησή του μέχρι το 2032, αλλά “μακροπρόθεσμα το δημόσιο χρέος παραμένει επισφαλές…”.
Άλλωστε, όπως διευκρινίζεται από τον ίδιο παράγοντα, “αν το πρόγραμμα ήταν η αιτία θα μπορούσε το QE να δοθεί για το διάστημα που η Ελλάδα θα είναι ακόμα στο πρόγραμμα, δηλαδή μέχρι τις 20 Αυγούστου. Πράγμα για το οποίο δεν γίνεται από κανέναν καμία συζήτηση…”.
Πέραν αυτού όμως υπάρχουν και άλλοι λόγοι για την διακοπή του waiver για τις ελληνικές τράπεζες, για όσο τα ελληνικά κρατικά ομόλογα θα παραμένουν σε επίπεδα αξιολόγησης κάτω του ορίου “investment grade” (ήτοι BBB), δηλαδή για τουλάχιστον έναν και περισσότερο χρόνο ακόμα, σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις των οίκων αξιολόγησης.
Οι λόγοι αυτοί έχουν να κάνουν αφενός με τις συγκριτικές κινήσεις των αγορών απέναντι στα ομόλογα του ευρωπαϊκού Νότου και τη στρέβλωση της τιμολόγησης του εθνικού κρατικού ρίσκου που θα προκαλούσε μια παρέμβαση “εκτός γραμμής” στα ελληνικά. Το ίδιο ισχυρή ήταν, επίσης, και η επιθυμία της ΕΚΤ να αποκλείσει το ενδεχόμενο να παγιδευτεί με ομόλογα αμφίβολης αξίας στα χαρτοφυλάκιά της τα επόμενα χρόνια μέσα από αγορές μέσω του προγράμματος επενεπένδυσης του QE.
Να σημειωθεί ότι και η χθεσινή (Παρασκευή) απόφαση του Δ.Σ. του ΔΝΤ όσον αφορά το ελληνικό χρέος, που θα δημοσιοποιηθεί την ερχόμενη Τρίτη, θα κινηθεί σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που υπάρχουν στην ΕΚΤ στην ίδια κατεύθυνση. Με άλλα λόγια, θα επιβεβαιώσει τη βραχυμεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους στη βάση των μέτρων που έχουν ανακοινωθεί, αλλά θα διατηρεί ισχυρές επιφυλάξεις για τη βιωσιμότητά του μακροπρόθεσμα.
Σύμφωνα με πληροφορίες του “Κ”, στην αποτύπωση των χαρακτηρισμών για την αξιολόγηση του χρέους στην Έκθεση της ΕΚΤ αυτοί θα είναι αυστηρότεροι από εκείνους του ΔΝΤ. Η επανεξέταση του χρέους το 2032 στο Eurogroup προκύπτει από τις εκτιμήσεις αυτές ως εξαιρετικά κρίσιμη.
ΕΚΤ και τράπεζες
Υπό τις συνθήκες αυτές οι ελληνικές συστημικές τράπεζες αποκλείονται μετά την 20ή Αυγούστου από την εξαιρετικά χαμηλού κόστους χρηματοδότηση από την ΕΚΤ με εγγυήσεις ελληνικών κρατικών ομολόγων (waiver).
Βέβαια, όπως αναφέρεται αρμοδίως, τα σχετικά ποσά που θα μπορούσαν να χρειασθούν από αυτό το χρηματοδοτικό κανάλι είναι μικρά και υπερκαλύπτονται από άλλες πηγές, όπως υποστηρίζεται και από στελέχη της ΤτΕ. Εξού και το γεγονός ότι τα υπόλοιπα από τη χρηματοδότηση των τραπεζών από τον “ακριβό” ELA μειώνονται σταθερά και τείνουν να εξαντληθούν.
Αυτό όμως ισχύει υπό ομαλές συνθήκες και για όσο οι διαδικασίες για την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για τα NPLs και NPEs προωθούνται.
Από την πλευρά της ΕΚΤ (SSM), όμως, έχει αρχίσει να εντοπίζεται μία διολίσθηση στους ρυθμούς με τους οποίους εξελίσσεται η αποτελεσματικότητα των πλειστηριασμών, ενόψει και της αναθεώρησης των στόχων μείωσης των NPLs που θα γίνει τον Σεπτέμβριο.
Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με ενημέρωση του “Κ” από κύκλους με γνώση των συζητήσεων που γίνονται στη Φρανκφούρτη, οι ελληνικές τράπεζες και “η βραδεία βελτίωση των μεγεθών” όσον αφορά την εκκαθάριση των “κόκκινων” δανείων, δεν είναι το σημαντικότερο θέμα που απασχολεί το Εκτελεστικό της Συμβούλιο.
Αντίθετα, τα προβλήματα στο ιταλικό τραπεζικό σύστημα, αλλά και στην Πορτογαλία κατά δεύτερο λόγο, απασχολούν πολύ περισσότερο την ΕΚΤ από όσο ο ρυθμός βελτίωσης της κατάστασης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.