Να μην γίνει κατηγορία εις βάρος ενός ξενοδόχου και ενός εκπροσώπου ξενοδοχειακής ΙΚΕ, για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και της άμεσης συνέργειας στην προαναφερθείσα πράξη, οι οποίες φέρονται να τέλεσαν στη Ρόδο κατά το θέρος του έτους 2016, αποφάσισε με βούλευμα, που εξέδωσε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου. Ο πρώτος ως πρόεδρος και διευθύνων Σύμβουλος ανώνυμης ξενοδοχειακής εταιρείας συνήψε περί το έτος 2007 σύμβαση έργου με τον εγκαλούντα, εργολάβο με αντικείμενο εργασιών τις μονώσεις, τους ελαιοχρωματισμούς και τις συναφείς οικοδομικές εργασίες. Με την σύμβαση αυτή, ο εγκαλών ανέλαβε να εκτελέσει τις συμφωνηθείσες οικοδομικές εργασίες, τις οποίες και ολοκλήρωσε εντός των ετών 2007 και 2008. Ωστόσο, ο πρώτος κατηγορούμενος υπήρξε υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων και για τον λόγο αυτόν ακολούθησαν διαπραγματεύσεις ως προς τον χρόνο και τρόπο αποπληρωμής, οι οποίες κατέληξαν στην υπογραφή της από 10 Απριλίου 2013 σύμβασης αναγνώρισης χρέους μεταξύ τους. Με την εν λόγω σύμβαση, ο τελευταίος αναγνώρισε την οφειλή του προς τον εγκαλούντα, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 258.920 €, για την εξόφληση της οποίας συμφωνήθηκε η καταβολή της σε δύο ισόποσες δόσεις των 129.460 €) πληρωτέες η μεν πρώτη την 31η Οκτωβρίου 2014 η δε δεύτερη την 31n Οκτωβρίου 2015. Ο εγκαλών, θέλοντας να διευκολύνει ακόμη περισσότερο τον πρώτο κατηγορούμενο, συμφώνησε μαζί του τη σταδιακή αποπληρωμή των δόσεων αυτών με εγχείρηση επιταγών προερχόμενων από συναλλαγές με ταξιδιωτικά πρακτορεία με τα οποία συνεργαζόταν η ανώνυμη εταιρεία της οποίας τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος. Παρά την καλή πίστη του εγκαλούντος δανειστή, η εξέλιξη αυτή δεν έφερε αποτέλεσμα διότι όλες οι επιταγές σφραγίστηκαν ως ακάλυπτες ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων και εν συνεχεία, αιτήσει του εγκαλούντος εκδόθηκε Διαταγή Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου που αφορούσε στην πρώτη συμφωνηθείσα δόση. Ο πρώτος κατηγορούμενος, ενόψει του κινδύνου κατασχέσεως σε βάρος της περιουσίας του, έπεισε τον εγκαλούντα να αποδεχθεί χάριν καταβολής μεταχρονολογημένες επιταγές, ώστε να εξοφληθεί η προαναφερθείσα νόμιμη απαίτηση και να επιλυθεί η μεταξύ τους αντιδικία πλέον εξωδικαστικά. Στο πλαίσιο αυτό, ο πρώτος κατηγορούμενος σε απροσδιόριστους χρόνους αλλά σε κάθε περίπτωση εντός του θέρους του έτους 2016, παρέδωσε στον εγκαλούντα τέσσερις μεταχρονολογημένες επιταγές εταιρείας ορισμένες εκ των οποίων ανήκαν σε εταιρεία του δεύτερου κατηγορούμενου. Πλην, όμως, οι εν λόγω επιταγές ήταν ακάλυπτες, οπότε και οι τέσσερις εμφανίστηκαν προς πληρωμή, αλλά δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, γεγονός οφειλόμενο στην αφερέγγυοτητα των εκδοτριών εταιρειών. Το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι τα ανωτέρω δεν πληρούν την αντικειμενική υπόσταση της απάτης υπό ποινική έννοια. Εκρινε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, καίτοι υπήρξε υπερήμερος οφειλέτης και με παρελκυστικό τρόπο προσπάθησε να διαφύγει των δυσμενών συνεπειών της κατάσχεσης, ουδέν γεγονός ισχυρίστηκε, το οποίο να αναφέρεται στο παρόν ή στο παρελθόν κατά τρόπο ώστε να δημιουργεί την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως και να θεμελιώνει τη νομοτυπική μορφή της ποινικής απάτης. Κρίθηκε ότι η μόνη ευθύνη του πρώτου κατηγορουμένου είναι αστική λόγω αθέτησης των συμβατικών του υποχρεώσεων.