Η απώλεια της ιθαγένειας κράτους μέλους σε ανηλίκους λόγω διαμονής εκτός ΕΕ για 10 έτη συνεχόμενα είναι αντίθετη με το δίκαιο της Ένωσης
Στις δημοσιευθείσες την Πέμπτη, 12-07-2018, προτάσεις του ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Paolo Mengozzi προτείνει στο Δικαστήριο να κρίνει ότι η αυτόματη απώλεια της ολλανδικής ιθαγένειας, η οποία συνεπάγεται την απώλεια της ιθαγένειας της Ένωσης, για τους ανήλικους που διαμένουν εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ασύμβατη με το δίκαιο της Ένωσης και συγκεκριμένα με το άρθρο 20 ΣΛΕΕκαι το άρθρο 24 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ.
Αντιθέτως, σύμφωνα με τον γεν. εισαγγελέα P. Mengozzi, αυτή η ασυμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης (ήτοι το άρθρο 20 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ) δεν υφίσταται για τους ενηλίκους.
Επιπλέον, όπως επισημαίνει στις προτάσεις του ο γεν. εισαγγελέας Mengozzi, το υπέρτερο συμφέρον του τέκνου και η ενιαία ιθαγένεια εντός της οικογένειας είναι κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή εθνικών νομοθεσιών δυνάμει των οποίων ανήλικοι χάνουν αυτοδικαίως την ιθαγένεια του δικού τους κράτους μέλους και, ως εκ τούτου, την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, ως συνέπεια της απώλειας της ιθαγένειας από τον γονέα τους.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ολλανδοί πολίτες που έχουν δεύτερη ιθαγένεια χώρας εκτός της ΕΕ προσέφυγαν στα ολλανδικά δικαστήρια σχετικά με την άρνηση του Υπουργού Εξωτερικών να εξετάσει τις αιτήσεις τους ανανέωσης εθνικού διαβατηρίου. Πράγματι, ο Υπουργός εφάρμοσε σε αυτούς τον νόμο για την ολλανδική ιθαγένεια, ο οποίος προβλέπει ότι ενήλικος χάνει την ιθαγένεια αυτή αν έχει επίσης αλλοδαπή ιθαγένεια και, κατά το χρονικό διάστημα που είναι ενήλικος, έχει επί συνεχές διάστημα δέκα ετών την κύρια διαμονή του εκτός των Κάτω Χωρών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, ανήλικος χάνει την ολλανδική ιθαγένεια αν ο πατέρας ή η μητέρα του χάσει την ιθαγένεια αυτή. Πάντως, η δεκαετής αυτή προθεσμία διακόπτεται αν ο ενδιαφερόμενος έχει για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους την κύρια διαμονή του στις Κάτω Χώρες ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ομοίως, η προθεσμία διακόπτεται αν ο ενδιαφερόμενος ζητήσει τη χορήγηση πιστοποιητικού ολλανδικής ιθαγένειας, ολλανδικού ταξιδιωτικού εγγράφου (διαβατηρίου) ή ολλανδικού δελτίου ταυτότητας. Από τη χορήγηση ενός εκ των εγγράφων αυτών αρχίζει νέα δεκαετής προθεσμία.
Εκδικάζοντας τις διαφορές αυτές, το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας, Κάτω Χώρες) διερωτάται ως προς τη διακριτική ευχέρεια που τα κράτη μέλη έχουν όσον αφορά τον καθορισμό των προϋποθέσεων απώλειας της ιθαγένειας και υποβάλλει στο Δικαστήριο ερώτημα επί του ζητήματος αυτού. Συγκεκριμένα, ερωτά αν η αυτοδίκαιη απώλεια της ολλανδικής ιθαγένειας, η οποία έχει επίσης ως αποτέλεσμα την απώλεια της ιθαγένειας της Ένωσης, είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης.
Προτάσεις του γεν. εισαγγελέα
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Paolo Mengozzi θεωρεί κατ’ αρχάς ότι το δίκαιο της Ένωσης έχει εφαρμογή εν προκειμένω και ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στο ερώτημα του ολλανδικού δικαστηρίου. Υπενθυμίζει ότι η Συνθήκη ΛΕΕ παρέχει σε κάθε πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, το δε Δικαστήριο έχει επανειλημμένως υπογραμμίσει ότι η ιδιότητα αυτή αποτελεί θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών. Ο γενικός εισαγγελέας θεωρεί επίσης ότι η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης δεν περιορίζεται μόνο στους υπηκόους των κρατών μελών οι οποίοι διαμένουν ή βρίσκονται στο έδαφος της Ένωσης. Κατά την άποψή του, τούτο προκύπτει με σαφήνεια από το γεγονός ότι κάθε πολίτης της Ένωσης απολαύει της διπλωματικής και προξενικής προστασίας κάθε κράτους μέλους στο έδαφος χώρας εκτός ΕΕ στην οποία δεν αντιπροσωπεύεται το κράτος μέλος του οποίου την ιθαγένεια αυτός έχει. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο γενικός εισαγγελέας υπογραμμίζει ότι έχουν επίσης εφαρμογή τα δικαιώματα που εγγυάται ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τον σεβασμό της οικογενειακής ζωής και των τέκνων.
Στη συνέχεια, όσον αφορά την κατάσταση των ενηλίκων, ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά ότι ο ολλανδικός νόμος είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης. Κατ’ αρχάς, η στέρηση της ιθαγένειας, την οποία προβλέπει ο επίμαχος ολλανδικός νόμος, επιδιώκει θεμιτό σκοπό. Ο γενικός εισαγγελέας θεωρεί ότι ένα κράτος μέλος, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του να καθορίζει τις προϋποθέσεις απόκτησης και απώλειας της ιθαγένειας, έχει την εξουσία να λάβει ως σημείο αφετηρίας την παραδοχή ότι η ιθαγένεια αποτελεί εκδήλωση πραγματικού δεσμού μεταξύ του κράτους αυτού και των υπηκόων του. Δεν είναι παράλογο εθνικός νομοθέτης να επιλέξει, μεταξύ των διαφόρων παραγόντων που μπορούν να καταδείξουν την απώλεια ενός τέτοιου δεσμού, τη συνήθη διαμονή των υπηκόων του στο έδαφος χώρας εκτός ΕΕ για αρκούντως μακρά περίοδο. Ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει συναφώς ότι μια τέτοια επιλογή γίνεται δεκτή σε διεθνές επίπεδο, κατά μείζονα λόγο δε ότι εν προκειμένω δεν υφίσταται κίνδυνος ανιθαγένειας, δεδομένου ότι οι ενδιαφερόμενοι έχουν διπλή ιθαγένεια. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στέρηση της ιθαγένειας συνιστά αυθαίρετο μέτρο.
Επιπλέον, ο γενικός εισαγγελέας θεωρεί ότι ο ολλανδικός νόμος δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Κατά την άποψή του, ο έλεγχος αναλογικότητας πρέπει να γίνεται σε αφηρημένο επίπεδο και, εν πάση περιπτώσει, ανεξάρτητα από τις συνέπειες και τις ατομικές περιστάσεις, όπως η γνώση της ολλανδικής γλώσσας, οι οποίες μπορούν να καταδείξουν, παρά την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου για την ολλανδική ιθαγένεια που συνεπάγονται απώλεια της ιθαγένειας, τη διατήρηση δεσμού με τις Κάτω Χώρες. Κατά τον γενικό εισαγγελέα, η απαίτηση όπως υπήκοος κράτους μέλους ανανεώσει, μετά τη λήξη της ισχύος εθνικού διαβατηρίου ή εθνικού δελτίου ταυτότητας, ένα από τα έγγραφα αυτά κάθε άλλο παρά παράλογη και δυσανάλογη είναι. Όταν Ολλανδός υπήκοος ζητεί, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, τη χορήγηση ενός εκ των εγγράφων αυτών, ο Ολλανδός νομοθέτης τεκμαίρει ότι ο υπήκοος αυτός επιθυμεί να διατηρήσει πραγματικό δεσμό με τις Κάτω Χώρες. Αντιθέτως, όταν ο ενδιαφερόμενος παραλείπει να προβεί στην κίνηση αυτή, ο Ολλανδός νομοθέτης τεκμαίρει ότι ο δεσμός αυτός δεν υφίσταται πλέον. Κατά τον γενικό εισαγγελέα, τέτοιου είδους τεκμήρια δεν φαίνεται να υπερβαίνουν το αναγκαίο όριο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον Ολλανδό νομοθέτη σκοπού. Επιπλέον, ο γενικός εισαγγελέας υπογραμμίζει ότι η απώλεια της ολλανδικής ιθαγένειας είναι αναστρέψιμη.
Αντιθέτως, όσον αφορά την κατάσταση των ανηλίκων, ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά ότι ο ολλανδικός νόμος είναι ασύμβατος με το δίκαιο της Ένωσης.
Κατά τον γενικό εισαγγελέα, η αυτοτέλεια της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης που έχουν οι ανήλικοι καθώς και η ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη το υπέρτερο συμφέρον του τέκνου σημαίνουν ότι, κατά την εφαρμογή νομοθεσίας κράτους μέλους η οποία συνεπάγεται, για τους ανήλικους υπηκόους του κράτους αυτού, την απώλεια της ιθαγένειας καθώς και την απώλεια της ιθαγένειας της Ένωσης, οι συγκεκριμένοι ανήλικοι πρέπει να μπορούν να απολαμβάνουν τα ίδια διαδικαστικά και ουσιαστικά δικαιώματα με αυτά που αναγνωρίζονται στους ενηλίκους. Πάντως, τα τέκνα που είναι πολίτες της Ένωσης δεν έχουν τη δυνατότητα να αποτρέψουν την απώλεια της ιθαγένειας ζητώντας τα προβλεπόμενα έγγραφα. Είναι νοητά μέτρα που θίγουν σε μικρότερο βαθμό το υπέρτερο συμφέρον του τέκνου και την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης που έχουν οι ανήλικοι, όπως ιδίως μια γενική ρήτρα η οποία θα παρείχε στον εθνικό δικαστή τη δυνατότητα να λαμβάνει υπόψη το συμφέρον αυτό και την ιδιότητα αυτή σε όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής του επίμαχου νόμου και/ή η δυνατότητα που θα παρεχόταν σε Ολλανδούς υπηκόους να προβαίνουν σε κινήσεις οι οποίες διακόπτουν τη δεκαετή προθεσμία μόνο για τα ολλανδικής ιθαγένειας τέκνα τους που είναι πολίτες της Ένωσης. Επιπλέον, το γεγονός ότι ένα τέκνο, όταν ενηλικιωθεί, δύναται υπό ορισμένες προϋποθέσεις να ανακτήσει την ολλανδική ιθαγένεια δεν μπορεί, από μόνο του, να αντισταθμίσει το γεγονός ότι, όσο ήταν ανήλικο, το τέκνο αυτό ουδέποτε θα έπρεπε να έχει απολέσει την εν λόγω ιθαγένεια αν είχαν δεόντως ληφθεί υπόψη το υπέρτερο συμφέρον του και η ιδιότητά του ως πολίτη της Ένωσης.
Συνεπώς, ο γενικός εισαγγελέας προτείνει στο Δικαστήριο να κρίνει ότι ο ολλανδικός νόμος δεν είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την κατάσταση των ανηλίκων. Επιπλέον, προτείνει να απορριφθεί το αίτημα της Ολλανδικής Κυβερνήσεως να περιορίσει το Δικαστήριο τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεως που θα εκδώσει στην παρούσα υπόθεση.
Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων δημοσιεύεται στον ιστότοπο CURIA