Με τη δημοσιευθείσα στις 12-07-2018 απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ) επικύρωσε τα πρόστιμα συνολικού ύψους άνω των 300 εκατομμυρίων ευρώ τα οποία επέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στους βασικούς σε Ευρώπη και Ασία παραγωγούς ηλεκτρικών καλωδίων (υπέρ)υψηλής τάσης λόγω της συμμετοχής τους σε διεθνή σύμπραξη (καρτέλ).
Συγκεκριμένα, το ΓΔΕΕ απέρριψε τις ασκηθείσες υπό των ως άνω Ευρωπαίων και Ασιατών παραγωγών προσφυγές κατά της απόφασης της Επιτροπής και των πράξεων επιβολής προστίμων ως προς όλους τους λόγους σε αυτές.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον δε ότι, το ΓΔΕΕ επέκτεινε το τεκμήριο της πραγματικής άσκησης αποφασιστικής επιρροής, όπως αυτό διατυπώθηκε στην απόφαση Akzo, και στην περίπτωση όπου η μητρική εταιρεία είναι σε θέση να ασκεί όλα τα δικαιώματα ψήφου τα οποία απορρέουν από τη συμμετοχή της στο μετοχικό κεφάλαιο θυγατρικής της, ακόμα και αν η εν λόγω μητρική δεν κατέχει το 100% του μετοχικού κεφαλαίου της θυγατρικής. Στην υπόθεση εν προκειμένω, αυτό αφορούσε την επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs.
Ιστορικό της υπόθεσης
Με απόφαση της 2ας Απριλίου 2014, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα συνολικού ύψους άνω των 300 εκατομμυρίων ευρώ σε ορισμένους παραγωγούς υπογείων και υποβρυχίων ηλεκτρικών καλωδίων (υπέρ)υψηλής τάσης με την αιτιολογία ότι συμμετείχαν σε σύμπραξη παραβαίνοντας τους όρους των ενωσιακών κανόνων περί ανταγωνισμού. Τα εν λόγω καλώδια χρησιμοποιούνται συνήθως για τη μεταφορά και τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και για τη σύνδεση μεταξύ διαφόρων δικτύων σε διαφορετικές χώρες. Σύμφωνα με την Επιτροπή, από τον Φεβρουάριο του 1999 έως το τέλος Ιανουαρίου του 2009, οι σημαντικότεροι Ευρωπαίοι, Ιάπωνες και Νοτιοκορεάτες παραγωγοί υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων (υπερ)υψηλής τάσης μετείχαν σε μια πλειάδα πολυμερών και διμερών συσκέψεων και είχαν δημιουργήσει επαφές με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού όσον αφορά έργα τοποθέτησης υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων (υπερ)υψηλής τάσης σε συγκεκριμένες περιοχές, κατανέμοντας μεταξύ τους τις αγορές και τους πελάτες και στρεβλώνοντας έτσι την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους παραγωγούς άσκησαν προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με αίτημα αφενός την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής και αφετέρου την ακύρωση των πράξεων επιβολής προστίμων ή επικουρικά τη μείωση αυτών των προστίμων.
Απόφαση του Δικαστηρίου
Με αυτή την απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει όλες τις ασκηθείσες προσφυγές.
Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, κατά τη διάρκεια των ελέγχων που πραγματοποίησε στις εγκαταστάσεις των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, η Επιτροπή δικαιούτο να αποκτήσει αντίγραφα των σκληρών δίσκων των υπολογιστών του προσωπικού των εν λόγω επιχειρήσεων προκειμένου να ερευνήσει στη συνέχεια αυτά τα αντίγραφα στα γραφεία της στις Βρυξέλλες για τυχόν σχετικές χρήσιμες πληροφορίες. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να ερευνά έγγραφα αποκλειστικά στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων εις βάρος των οποίων διενεργείται έλεγχος. Εξ αυτού του λόγου, προκύπτει ότι δικαιούτο να συνεχίσει τον έλεγχο στα γραφεία της στις Βρυξέλλες, παρουσία των πληρεξουσίων δικηγόρων των εν λόγω επιχειρήσεων. Τέλος, η Επιτροπή δεν όφειλε να ενημερώσει προηγουμένως την Βελγική Αρχή Ανταγωνισμού προκειμένου να συνεχίσει τον έλεγχο στα γραφεία της στις Βρυξέλλες, καθώς η εξέταση των εγγράφων δεν άρχισε στις εγκαταστάσεις κάποιας επιχείρησης με έδρα το Βέλγιο, αλλά σε άλλα κράτη μέλη.
Αναφορικά με την κατά τόπον αρμοδιότητα της Επιτροπής να επιβάλλει κυρώσεις σε πρακτικές και έργα τα οποία λαμβάνουν χώρα εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι το δίκαιο της ΕΕ έχει εδαφική εφαρμογή σε υπόθεση τέτοιας φύσης όταν είναι προβλέψιμο ότι οι επίδικες πρακτικές θα έχουν ένα άμεσο και ουσιαστικό αντίκτυπο στην εσωτερική αγορά. Ως προς το ζήτημα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο διατείνεται ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούτο να αποδείξει ότι καθένα από τα έργα αυτά που θα λάμβαναν χώρα εκτός ΕΟΧ είχε σημαντικό αντίκτυπο στην ΕΕ προκειμένου να αιτιολογήσει την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της ΕΕ περί ανταγωνισμού, καθώς το ζήτημα εάν εφαρμόζεται το δίκαιο αυτό θα πρέπει να αξιολογηθεί υπό το φως των συνεπειών (συλλήβδην και όχι χωριστά η μία από την άλλη) των διαφόρων στρεβλωτικών του ανταγωνισμού πρακτικών. Στην υπόθεση εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο συμπεραίνει ότι η σύμπραξη είχε προβλέψιμο και άμεσο αντίκτυπο στην προμήθεια των ηλεκτρικών καλωδίων και στον ανταγωνισμό στο εν λόγω τομέα της αγοράς. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ακόμα ότι η Επιτροπή ορθά κατέληξε πως η σύμπραξη είχε ουσιαστικό αντίκτυπο στην εσωτερική αγορά, δεδομένης της σημασίας και του αριθμού των παραγωγών που συμμετείχαν στη σύμπραξη, το μεγάλος εύρος των προϊόντων που αφορούσε, τη σοβαρότητα των επίδικων πρακτικών και την μεγάλη διάρκεια της στρέβλωσης μόνο.
Σχετικά με τις προσφυγές που άσκησαν ορισμένες επιχειρήσεις στις οποίες επιβλήθηκε η πληρωμή των προστίμων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τις θυγατρικές τους, το Γενικό Δικαστήριο επικυρώνει την ανάλυση της Επιτροπής ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις άσκησαν επιρροή στη δραστηριότητα των θυγατρικών τους. Ως προς το ζήτημα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει, όπως και η Επιτροπή, ότι στην περίπτωση που μητρική εταιρεία, εν προκειμένω μία επενδυτική τράπεζα, είναι σε θέση να ασκεί όλα τα δικαιώματα ψήφου τα οποία απορρέουν από τη συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της θυγατρικής της, συγκεκριμένα σε συνδυασμό με ένα ενισχυμένο πλειοψηφικό πακέτο μετοχών αυτής της θυγατρικής, μπορεί να συναχθεί ως συμπέρασμα ότι η μητρική εταιρεία καθορίζει την οικονομική και εμπορική στρατηγική πολιτική της θυγατρικής, ακόμα και αν δεν κατέχει ολόκληρο ή σχεδόν ολόκληρο το μετοχικό κεφάλαιο της θυγατρικής. Το Γενικό Δικαστήριο εξ αυτού επεκτείνει το τεκμήριο της πραγματικής άσκησης αποφασιστικής επιρροής, όπως αυτό διατυπώθηκε στην απόφαση Akzo, και σε περίπτωση όπου η μητρική εταιρεία είναι σε θέση να ασκεί όλα τα δικαιώματα ψήφου τα οποία απορρέουν από τη συμμετοχή της στο μετοχικό κεφάλαιο της θυγατρικής της, ακόμα και αν αυτή δεν κατέχει το 100% του μετοχικού κεφαλαίου της θυγατρικής της. Το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει ακόμα ότι η Επιτροπή ορθά έλαβε υπόψη της και άλλους αντικειμενικούς παράγοντες προς επίρρωση του συμπεράσματος ότι αυτή η επιχείρηση ασκούσε αποφασιστική επιρροή στη θυγατρική της, ιδίως την εξουσία της μητρικής εταιρείας να διορίζει μέλη του διοικητικού συμβουλίου της θυγατρικής της, την εξουσία να συγκαλεί γενικές συνελεύσεις των μετόχων, τον ρόλο που έπαιζε η διοίκηση της μητρικής εντός της επιτροπής στρατηγικού σχεδιασμού της θυγατρικής, ή την τακτική ενημέρωση και τις μηνιαίες αναφορές που λάμβανε η μητρική εταιρεία για την δραστηριότητα της θυγατρικής. Εν κατακλείδι, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, η εν λόγω επιχείρηση δεν κατάφερε να αποδείξει ότι η συμμετοχή της στο μετοχικό κεφάλαιο της θυγατρικής της αποτελούσε αποκλειστικά αμιγώς επενδυτική δραστηριότητα, παρά διαχειριστικές πράξεις και πράξεις ελέγχου της θυγατρικής της.
Υπενθυμίζεται ότι η προσφυγή ακυρώσεως ασκείται με σκοπό την ακύρωση πράξεων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ οι οποίες αντιβαίνουν στο ενωσιακό δίκαιο. Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, καθώς και οι ιδιώτες, μπορούν, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ ή του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ. Σε περίπτωση που η προσφυγή γίνει δεκτή, τότε ακυρώνεται η προσβαλλόμενη πράξη. Το θεσμικό όργανο του οποίου η πράξη ακυρώνεται θα πρέπει να καλύψει οποιοδήποτε νομικό κενό δημιουργείται από αυτή την ακύρωση.
Το πλήρες κείμενο των αποφάσεων για κάθε παραγωγό (T-419/14, T-422/14, T-438/14, T-439/14, T-441/14, T-444/14, T-445/14, T-446/14, T-447/14, T-448/14, T-449/14, T-450/14, T-451/14, T-455/14 και T-475/14 ) είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA